Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Μεταγραφή για το αεί…



Ο Διδάσκαλος τους κοίταξε όλους…
έναν προς έναν…
πολύ προσεκτικά…

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει
Δεν είσαι εσύ που θα γραπώσεις αστρόσκονη για να την κάνεις σάρκα
Είναι η Materia Prima που θα σε διαλέξει
Για να την κάνεις Έρωτα

Ο Διδάσκαλος κοίταξε τον Ιωάννη
Δεν είναι τα βήματα του μελαγχολικού ποιητή
Να περπατήσουν σ’όλο τον κόσμο
Η πυρετώδης νηνεμία που φωλιάζει σε τούτο το παιδί
Έχει καταρριχήσεις μετρημένες μέσα της
Και αν το νυν δεν τραγουδηθεί ως αεί
Απ’τα χείλη των χοϊκών
Το νερό δεν θα γίνει ποτέ κρασί…

Κάποια στιγμή ο Αρχαίος των Ημερών εκπνέει
Κάποτε αγαπούσες τον ύπνο κάτω απ΄τις υποσχέσεις
Κάποτε έπλενες τα πόδια των αδελφών σου
Και αγρόν αγόραζες
Την ώρα που οι σάλπιγγες σε καλούσαν
Έπαιξες με τους πεσσούς
Την ίδια σου την ύπαρξη
Έχασες
Και ο μανδύας του Δικέρατου
Σε διώκει ακόμα

Ο Διδάσκαλος κοίταξε τον Ιάκωβο
Οι αδελφοί των Ιερών κι οι παλαιοί νομομαθείς
Έχουν τη φορεσιά τους ρυπαρή
Μα τιμημένη
Έχει αποστολή ο Φύλακας
Μένει στέρεος σε κείνο που περιγράφει το βλέμμα
Εδραίος μένει ο λογισμός
Και η καρδιά ατάραχη
Αλλιώς
Το πνεύμα αγκυρώνεται στο σκότος
Και αποσπάται το θνήσιο βλέμμα
Απ΄το απεριχώρητο…

Κάποια στιγμή ο Φονιάς του Χρόνου γονιμοποιεί τον εαυτό του
Αν έχεις ήπαρ από εφιάλτες
Και φλέβες από προσευχές λεπρών
Κείνο που θα μεταβολίζεις πάντα
Θα είναι η αδικαίωτη ανάσα σου
Τα χέρια σου δεν μπορούν ν’αγκαλιάσουν
Κείνη τη πρώτη μέρα
Που εξορίστηκες απ΄τον Κήπο
Και κατήλθες στο προγεφύρωμα του πόνου…

Ο Διδάσκαλος κοίταξε το Σίμωνα
Ο άνθρωπος δεν έχει α κεφαλαίο
Αλλιώς είναι απρόσιτος βράχος
Κοφτερός
Και μόνον οι μυστικοί τολμούν την ανάβαση
Κι ας χάσουν όλο τους το αίμα
Ο άνθρωπος έχει ακόμα το α του μικρό
Θέλει τη σάρκα για να ηρεμεί το νου
Θέλει το νύχτιο πόθο για να ονειρεύεται
Θέλει το γνωστό
Για να μπολιάζει το Άγνωστο
Στα έγκατα του είναι του

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει
Και αλίμονο αν η φωνή του έχει περισσότερη φωτιά
Απ΄τη ματιά του
Κι αλίμονο αν στο Σπήλαιο του Δράκου
Πλησιάσεις ανυπόδητος, γυμνός
Χωρίς τις ημέρες σου
Χωρίς την ιαχή σου…

Και δίνει τα κλειδιά
Σε κείνον που το χαμόγελο
Δεν έχει χαρακωθεί ακόμα
Απ’το Άμορφο του Αιώνιου…

Σε κείνον
Που άντρας γεννήθηκε
Για να πεθάνει παιδί…



Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται





Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

Οδυσσέας Ελύτης, Ρήμα το Σκοτεινόν


Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Φύσις και Νόμος

Sisyphys (1548–49) by Titian
Prado Museum, Madrid, Spain


Από το σατυρικό δράμα Σίσυφος:

ἢν χρόνος, ὅτ΄ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος
καὶ θηριώδης ἰσχύος θ΄ ὑπηρέτης,
ὅτ΄ οὐδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν
οὔτ΄ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο.
κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἄνθρωποι νόμους
θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ᾖ
<ὁμῶς ἁπάντων> τὴν θ΄ ὕβριν δούλην ἔχῃ
ἐζημιοῦτο δ΄ εἴ τις ἐξαμαστάνοι.
ἔπειτ΄ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι
ἀπεῖργον αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ,
λάθρᾳ δ΄ ἔπρασσον, τηνικαῦτά μοι δοκεῖ
<πρῶτον> πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνὴρ
<θεῶν> δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως
εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἂν λάθρᾳ
πράσσωσιν ἢ λέγωσιν ἢ φρονῶσι <τι>.
ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο,
ὡς ἐστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ,
νόῳ τ΄ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τ΄ ἄγαν
προσέχων τε ταῦτα, καὶ φύσιν θείαν φορῶν,
ὃς πᾶν τὸ λεχθὲν ἐν βροτοῖς ἀκούσεται,
<τὸ> δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται.
ἐὰν δὲ σὺν σιγῇ τι βουλεύῃς κακόν,
τοῦτ΄ οὐχὶ λήσει τοὺς θεος· τὸ γὰρ φρονοῦν
<ἄγαν> ἔνεστι. τούσδε τοὺς λόγους λέγων
διδαγμάτων ἥδιστον εἰσηγήσατο
ψευδεῖ καλύψας τὴν ἀλήθειαν λόγῳ.
ναίειν δ΄ ἔφασκε τοὺς θεοὺς ἐνταῦθ΄, ἵνα
μάλιστ΄ ἂν ἐξέπληξεν ἀνθρώπους ἰδών.
ὅθεν περ ἔγνω τοὺς φόβους ὄντας βροτοῖς
καὶ τὰς ὀνήσεις τῷ ταλαιπώρῳ βίῳ,
ἐκ τῆς ὕπερθε περιφορᾶς, ἵν΄ ἀστραπὰς
κατεῖδεν οὔσας, δεινὰ δὲ κτυπήματα
βροντῆς, τὸ τ΄ ἀστερωπὸν οὐρανοῦ σέλας,
Χρόνου καλὸν ποίκιλμα τέκτονος σοφοῦ,
ὅθεν τε λαμπρὸς  ἀστέρος στείχει μύδρος
ὅ θ΄ ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται,
τοίους δὲ περιέστησεν ἀνθρώποις φόβους,
δι΄ οὓς καλῶς τε τῷ λόγῳ κατῴκισεν
τὸν δαίμον(α) οὗ<τος> κἀν πρέποντι χωρίῳ
τὴν ἀνομίαν τε τοῖς νόμοις κατέσβεσεν.

καὶ ὀλίγα προσδιελθὼν ἐπιφέρει·

οὕτω δὲ πρῶτον οἴομαι πεῖσαί τινα
θνητοὺς νομίζειν δαιμόνων εἶναι γένος.


(Μιλάει ο Σίσυφος)

Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, γεμάτη θηριωδία και υπηρετούσε τη δύναμη· μια εποχή κατά την οποία ούτε καμία επιβράβευση υπήρχε για τους καλούς ανθρώπους, ούτε πάλι τιμωρία επιβαλλόταν στους κακούς. Ύστερα μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι θέσπισαν νόμους που όριζαν ποινές, ώστε το δίκαιο να τους εξουσιάζει όλους εξίσου και να έχει την αλαζονεία υπόδουλή του· κι αν τυχόν κάποιος έκανε ένα σφάλμα τιμωρούταν. Στη συνέχεια επειδή οι νόμοι εμπόδιζαν μεν τους ανθρώπους να αδικούν στα φανερά, αλλά ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αδικούν στα κρυφά, τότε μου φαίνεται ότι για πρώτη φορά κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος σοφίστηκε για τους θνητούς το φόβο των θεών, ώστε να υπάρχει κάτι που να αποτελεί φόβο για τους κακούς ακόμη κι όταν κάνουν ή λένε ή σκέφτονται κάτι στα κρυφά. Προέβαλε λοιπόν το θείο, ότι δηλαδή υπάρχει μία θεότητα που ζει μια ατελεύτητη ακμή, και που ακούει και βλέπει νοερά, που σκέφτεται πάρα πολύ και που τα προσέχει αυτά και που έχει περιβληθεί μια θεϊκή φύση. Αυτή η θεότητα θα ακούει οτιδήποτε λέγεται ανάμεσα στους θνητούς και θα μπορεί να βλέπει κάθε τι που πράττεται. Κι αν σιωπηρά σχεδιάζεις κάτι κακό, δε θα διαφύγει της προσοχής των θεών. Γιατί η διάνοιά τους είναι πολύ δυνατή. Λέγοντας αυτά τα λόγια παρουσίασε την πιο ευχάριστη διδασκαλία, αφού κάλυψε την αλήθεια πίσω από ένα ψεύτικο λόγο. Έλεγε πως οι θεοί κατοικούν σε ένα τόπο, ο οποίος θα τρομοκρατούσε πάρα πολύ τους ανθρώπους και μόνο που θα τον έβλεπαν. Κατάλαβε ότι ακριβώς από εκεί πήγαζαν και οι φόβοι των ανθρώπων, και οι ωφέλειες στις ταλαιπωρίες της ζωής, δηλαδή από τον περιστρεφόμενο, εκεί ψηλά, θόλο του ουρανού, όπου έβλεπε ότι ήταν οι αστραπές και τα φοβερά χτυπήματα της βροντής, και το αστρικό φως του ουρανού, όμορφο στολίδι του Χρόνου, του σοφού αρχιτέκτονα· είναι ο τόπος απ’ όπου πορεύεται η πυρακτωμένη μάζα του φωτεινού αστεριού και απ’ όπου προέρχεται και πέφτει στη γη η υγρή βροχή. Με τέτοιους φόβους περίζωσε τους ανθρώπους· με τους φόβους αυτούς έβαλε –στα λόγια του- το θεό να κατοικήσει σε κατάλληλο τόπο, και διαμέσου των νόμων εξάλειψε την ανομία.

Και προχωρώντας λίγο παραπέρα, ο ποιητής προσθέτει:

Και νομίζω πως έτσι έπεισε, για πρώτη φορά, τους θνητούς να πιστέψουν ότι υπάρχει των θεών το γένος.


«Ως προς την πατρότητα των στίχων η παράδοση κυμαίνεται ανάμεσα στον Ευριπίδη και τον Κριτία, κι ο Σέξτος είναι η μοναδική πηγή που τους αποδίδει στον Αθηναίο πολιτικό… Το 1875 ο Wilamowitz… διατύπωσε την υπόθεση ότι ο Σίσυφος συνανήκει με τον Τέννη, τον Πειρίθοο και το Ραδάμανθυ ως σατυρικό δράμα σε μία τετραλογία που συνέθεσε ο Κριτίας,… Ωστόσο η υπόθεση του Wilamowitz είναι αδύναμη… η απόδοση των παραπάνω στίχων στον Ευριπίδη… είναι οπωσδήποτε ισχυρότερη» (Σκουτερόπουλος Ν. Μ., Η αρχαία σοφιστική: τα σωζόμενα αποσπάσματα, Αθήνα 1991)

Στην παρούσα εργασία το συγκεκριμένο απόσπασμα από το Σίσυφο έχει συγκαταλεχθεί στα αποδιδόμενα στον Κριτία αποσπάσματα, σύμφωνα με την απόδοση αποσπασμάτων σε σοφιστές από τους Diels και Kranz. Μολονότι αποτελεί μία από τις ελάχιστες πηγές που αντικατοπτρίζουν τη στάση του Κριτία απέναντι στις έννοιες φύσις- νόμος, ως προς την πατρότητά του ο Κριτίας αμφισβητείται έντονα. Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, στο ότι «ίσως να αντιπροσωπεύει περισσότερο την επίδραση των σοφιστών και λιγότερο τις ίδιες τις σοφιστικές αναλύσεις- που ωστόσο ο Σίσυφος αποτελεί, τουλάχιστο, λογική τους επέκταση» (Jacqueline de Romilly, Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή, Αθήνα 1994)


Πηγή: Μαρία Κοτοπούλη: Φύσις Και Νόμος Στη Διδασκαλία Των Σοφιστών Και Στις Βάκχες Του Ευριπίδη, 2013

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Η Φύση δεν εκδικείται… απλώς αγνοεί!



Είχε μια αλλόκοτη διάθεση σήμερα. Ήταν οξύς, σχεδόν επιθετικός. Και το βλέμμα του την διαπέρασε σαν ξίφος όταν του διάβασε ένα άρθρο στην εφημερίδα. «Η φύση εκδικείται», ήταν ο τίτλος του άρθρου και αφορούσε το κοινότοπο ζήτημα των τελευταίων δεκαετιών με το λιώσιμο των πάγων, την εξαφάνιση πολλών ειδών, τον ορατό κίνδυνο να υποφέρουμε όλοι στο άμεσο μέλλον από την υπερθέρμανση… ή κάτι άλλο… το κείμενο ήταν υπερβολικό, φλύαρο, σχεδόν προκλητικό…

«Σταμάτα, σε παρακαλώ! Μη διαβάζεις άλλο… ούτε γραμμή, ούτε λέξη!», της φώναξε κι αυτό την αιφνιδίασε πολύ δυσάρεστα. Δεν το συνήθιζε να συμπεριφέρεται έτσι.

«Πόση αλαζονεία, πόση έπαρση, πόση οίηση… πόση αηδία!», μουρμούρισε δυνατά και ξεφύσηξε περνώντας σαν σκιά από κοντά της. «Ακόμα και στην καταστροφή, ακόμα και στο τέλος… τόση αναίσχυντη μεγαλαυχία!», φώναξε τώρα και ξαναγύρισε το ίδιο γρήγορα. Επιτέλους σταμάτησε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό. Ήταν καταγάλανος, ανοιξιάτικος, φιλικός…

«Μα…», προσπάθησε εκείνη να ψελλίσει αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο.

«Η φύση εκδικείται! Ανοησίες, ψέματα, βλακείες! Λες κι έχουν ιδέα τι είναι η φύση… τι ήταν πάντα η Φύση και πώς ζει, πώς αναπνέει, πώς σκέφτεται… πώς εκδικείται!»

Μιλούσε έντονα αλλά δεν απευθυνόταν σε κείνη. Σηκώθηκε απ’την καρέκλα της και τον πλησίασε για να τον ακούει καθαρότερα. Υπήρχαν στιγμές που την αγνοούσε εντελώς και βυθιζόταν στον παράξενο κόσμο του. Ήταν αυτές οι στιγμές που συνομιλούσε με κάτι… ή κάποιον που βρισκόταν… κανείς δεν ήξερε που…

«…νομίζουν οι άθλιοι πως η Φύση καταδέχεται να εκδικηθεί… προσωποποίησαν τα πάντα στη ‘λογοτεχνία’ τους οι σαλτιμπάγκοι… κάνανε το σκύλο να μοιάζει με καρικατούρα, το άλογο να τρέχει στα τσίρκο για να τους διασκεδάζει, την αρκούδα να χορεύει για να τους κάνει να γελάνε… γελοιοποίησαν τον ελέφαντα, το λιοντάρι… τα έφεραν όλα στα άθλια μέτρα τους για να τα κάνουν αγαπητά και προσφιλή και συμπαθητικά… ο πίθηκος ντύνεται με ρουχαλάκια σαν κλόουν και χτυπάει παλαμάκια για να γελάνε τα δίποδα που το διαφεντεύουν… οι τίγρεις μαστιγώνονται ανελέητα για να νιαουρίζουν σα γατούλες μπροστά στο δαμαστή τους… έφτυσαν στο Μεγαλείο και το Απρόσιτο της Μητέρας και τώρα κλαψουρίζουν πως τάχα Εκείνη τους εκδικείται!!...»

Οι φλέβες του είχαν πεταχτεί στο μέτωπό του. Ξαφνικά γύρισε και την κοίταξε και το βλέμμα του είχε μια έκφραση που ήταν αδύνατο να περιγράψει. Αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή θα εξαφανιζόταν από δίπλα του.

Ψέματα… θα έμενε κολλημένη ακριβώς εκεί που ήταν… ό,τι κι αν της κόστιζε…

«Η Φύση δεν εκδικείται αγαπημένη μου… απλώς αγνοεί! Όσους βλαστήμησαν την κυριαρχία, την ομορφιά και το σκοτάδι Της… το αρχέγονο Φως και την αγριοσύνη Της… Γιατί η Φύση δεν καταδέχτηκε να πάρει μέρος στην Δημιουργία τους… προϋπήρχε αιωνιότητες προτού εκείνος ο μοχθηρός γυμνός προδότης με τη σύντροφό του ασχοληθούν περιφρονητικά μαζί Της! Από τότε τους παρακολουθεί με την ίδια σιωπηλή περιφρόνηση κι Εκείνη. Τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Νομίζουν ότι την έχουν ξεγελάσει… νομίζουν ότι την έχουν… κατακτήσει! Πόση ειρωνεία, πόση ωκεάνια μωρία… πόση αφροσύνη! Και σήμερα… σήμερα…»

Κάθισε στον μεγάλο καναπέ και την προσκάλεσε δίπλα του. Το βλέμμα του είχε επιστρέψει σιγά σιγά, η έκφρασή του ήταν αυτή που εκείνη αγαπούσε, το χαμόγελό του έδειχνε πως αποζητούσε τη συντροφιά της.

Αποδέχτηκε ήρεμα την πρόσκληση και κάθισε δίπλα του.

«… σήμερα πιστεύουν ότι η Αρχαία Μητέρα τους εκδικείται!!! Δεν θα το μάθουν ποτέ… πως εξακολουθεί να τους αγνοεί επιδεικτικά και πως θα παρακολουθήσει τον αφανισμό τους για μια ακόμα φορά όπως έγινε δεκάδες στο παρελθόν… και πως θα τους υποδεχτεί το ίδιο απρόσιτη, σιωπηλή και απόστατη… ψυχρή και απόμακρη όπως τους αξίζει όταν θα ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν να ψηλαφούν το νέο τους κόσμο… με τις θλιβερές ελπίδες τους και τα ορφανά πιστεύω τους… με τους καινούργιους χθαμαλούς ηγετίσκους τους και τους νανόφρονες πρωτοπόρους εξερευνητές τους… θα φτάνουν πάλι ως τη γωνία του δωματίου και θα πανηγυρίζουν… θα καταπλέουν το πρώτο ποτάμι που θα τους καταδέχεται και θα γιορτάζουν τρεις μέρες για το επίτευγμά τους… μίζερη και ουτιδανή θα γεννηθεί και πάλι η ανθρωπότητα αγαπημένη μου… αναιμική και άρρωστη με την κληρονομιά αυτής που ζει ακόμα…»

Της έκλεισε την παλάμη στη δική του. Την χάιδεψε τρυφερά και ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε ως τη βεράντα. Δεν τον ακολούθησε. Ήξερε που πήγαινε. Και ήξερε πως δεν θα επέστρεφε πριν το λυκόφως… 




Edge of Ancient Fields © by Tomasz Maronski

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Το Βλέμμα και ο Ιερός Όφις…


Αποσπάσματα από επιστολές ενός διδασκάλου στο μαθητή του


…Με ρωτάς για τη μνήμη και διαπιστώνω πως έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Γιατί συνδέεις κι εσύ τη μνήμη με το συναίσθημα κι αυτό μοιάζει με το μηχανισμό όταν συνδέει το φαγητό του ένας εκπαιδευμένος σκύλος με την εντολή του αφεντικού του για να φάει. Ή σα να χρειάζεται ένα τραγούδι ή μια παλιά φωτογραφία να αποτελέσει αγωγό για να αναδυθεί μνημονικό περιεχόμενο που μας θλίβει και μας μελαγχολεί.

Χρειάζεται να εργαστούμε πολύ και οφείλουμε να ξεκινήσουμε με τις αισθήσεις. Γιατί αν δεν εμπειρωθείς την υλακή ενός λύκου την πανσέληνο δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πως είναι πανσέληνος. Νομίζεις πως είναι αλλά δεν είναι. Πρέπει όχι μόνο να δεις τη σελήνη αλλά να ρωτήσεις και το λύκο! Όχι μόνο να τον ακούσεις. Να ακούσεις, να δεις, να θυμηθείς… και μετά να κυνηγήσεις το λύκο και να τον πιάσεις… με κίνδυνο της ζωής σου όμως… της ζωής σου όπως την ξέρεις και έχεις καλοβολευτεί ως σήμερα βέβαια… Στην περίπτωσή μας, αν δεν είσαι πολεμιστής, ο λύκος θα σε κατασπαράξει. Σε αντίθετη περίπτωση θα έρθει στα πόδια σου και θα σε υποδεχθεί με την ήρεμη αυτοπεποίθηση ενός αδελφού. Όχι σαν ψωριάρικο σκυλί που θα σου γλείφει τα χέρια. Ο λύκος έχει την αξιοπρέπεια ενός αδελφού στην ατραπό και πάντοτε θα τον αντιμετωπίζεις ανάλογα…

…Η όραση έχει μνήμη και η μνήμη έχει όραση. Και η αφή έχει μνήμη καθώς και η μνήμη έχει αφή. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις αισθήσεις. Η μνήμη είναι τόσο ζωντανή όσο δυνατές είναι οι αισθήσεις. Η μνήμη δεν θυμάται απλές, θολές φιγούρες. Η μνήμη πεινάει, διψάει, αγχώνεται. Η μνήμη ιδρώνει, στενάζει και φοβάται. Η μνήμη αγγίζει, οσφραίνεται, βλέπει ολοκάθαρα και μπορεί να ακούσει και το παραμικρό. Η μνήμη έχει ό,τι έχεις εσύ τώρα αλλά και πολύ δυνατότερο. Επειδή όμως κοιμάσαι εσύ κοιμάται κι αυτή. Αν μπορούσες να έχεις τη μνήμη των Μυστών θα τρόμαζες, θα έκανες πίσω. Αλλά στον Μύστη η διαδικασία της ανάμνησης δεν έχει να κάνει με νοσταλγία και καημό για τα περασμένα. Είναι ενσωματωμένη στη ροή του είναι-ικού χρόνου που είναι εκεί πάντα και ταυτόχρονα, δεν είναι πουθενά. Η μνήμη για τον Μύστη δεν είναι φορτίο αλλιώς θα κατέρρεε μονομιάς. Είναι ένα σύμπαν ύπαρξης και το βιώνει με τον απόλυτο έλεγχο που έχει διδαχθεί να έχει σε κάθε τι. Εφόσον δεν υπάρχει τεμαχισμένος χρόνος για τον Μύστη, χτες, σήμερα αύριο κλπ, δεν έχει νόημα να ανασύρει κάτι από το χτες. Ζει το αιώνιο τώρα με την κυριολεξία της λέξης και αυτό από μόνο του είναι τρομακτικό.

…Μην βλέπεις τις αισθήσεις ως μοναχικούς πολεμιστές, ως ξεχασμένους ακρίτες κάποιων φυλακίων. Είναι μέλη μιας πανίσχυρης ομάδας που έχει σκοπό και στόχο και αποστολή…

Να ξέρεις ότι οι αισθήσεις δεν εργάζονται ποτέ για τη λήθη. Εργάζονται για την ανάμνηση, την αλήθεια και την αφύπνιση. Έργο δύσκολο και ενεργοβόρο. Έργο καθαρά μυητικό. Έργο για λίγους και αφοσιωμένους. Γιατί σε αυτό το έργο δεσμεύεις όλη σου την ενέργεια και δεν μπορείς να κάνεις πίσω…

…Οι αισθήσεις συμμαχούν πάντοτε. Είναι μια μικρή αδελφότητα. Μια άρρηκτη και συμπαγής μικρή κοινότητα. Η κάθε μια προστατεύει τις άλλες και όλες μαζί εργάζονται για τον κοινό σκοπό: Το Βλέμμα. Που είναι η Υπεραίσθηση που αγκαλιάζει όλες τις άλλες και έχει όλες τις ποιότητες και τις δυνάμεις τους. Μύηση λοιπόν σημαίνει να πειθαρχήσεις όλες τις αισθήσεις σου για να γεννήσουν το Βλέμμα. Ο Μύστης δεν έχει ανάγκη από καμιά άλλη αίσθηση. Ζει σε έναν άλλο ‘κόσμο’. Εκεί υπάρχει μόνο το Βλέμμα. Θυμήσου τον Ηράκλειτο. Τι λέει για τους αφυπνισμένους. Ενώ οι κοιμισμένοι ζουν ο καθένας στο δικό του κόσμο, οι μυημένοι ζουν στον κοινό τόπο του Βλέμματος. ‘Βλέπουν’ τα ίδια με μια έννοια και ο Ηράκλειτος ήταν μύστης και δεν μπορούσε παρά να μιλά για όσα έβλεπε εκείνος. Όχι πια με τις προηγούμενες αισθήσεις του αλλά με το Βλέμμα.


Αυτός ήταν ο σκοπός των αρχαίων Μυστηρίων, όλων των Εσωτερικών Σχολών (όπως του Πυθαγόρα ας πούμε) και είναι ως σήμερα όπου καίει ακόμα το Ιερό Πυρ των Μυστηρίων. Ο σκοπός δεν ήταν μονάχα η Γνώση. Ο Μύστης εξερχόμενος των Μυστηρίων και μετά από μακρόχρονη εργασία με τον εαυτό του αφυπνιζόταν. Περνούσε στην άλλη διάσταση του Ηράκλειτου. Θα ρωτήσει κάποιος, χρειάζονταν όλοι τα Μυστήρια; Όχι βέβαια. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν ήδη αφυπνισμένοι. Αναφέραμε τον Ηράκλειτο, υπήρξαν κι άλλοι, τους περισσότερους δεν θα τους μάθουμε ποτέ. Υπάρχουν ολόγυρά μας. Δεν είναι πολλοί αλλά υπάρχουν. Ζουν μια ήσυχη, αθόρυβη ζωή. Δεν ενοχλούν, δεν φλυαρούν, δεν θορυβούν, δεν απασχολούν τον Τύπο ή τους συνανθρώπους τους. Δεν μεγαλαυχούν, δεν δοξολογούν το εγώ τους, δεν αναζητούν υμνωδούς για να αθανατίσουν την ασήμαντότητά τους. Οι Μύστες δεν είναι ανασφαλή ανθρωπάκια που κλαψουρίζουν με την άδικη μοίρα, είναι αληθινοί πολεμιστές και αρκεί μονάχα ένα τους βλέμμα για να σε απολιθώσει. Όμως γενικά είναι άγνωστοι, απόμακροι και απομονωμένοι. Αυτοθέλητα. Στην ουσία είναι αθέατοι. Γιατί οι άλλοι τους βλέπουν με τα σάρκινα μάτια τους. Με την συνήθη και συμβατική όρασή τους. Έχουν λάθος γυαλιά, δεν μπορούν να δουν τίποτα πέρα απ’τη μύτη τους. Κι έτσι είναι ‘αόρατοι’ και συνήθως εργάζονται ήσυχοι για έναν ιερό σκοπό. Μιαν αποστολή που δεν την ξέρουμε, δεν την αποκαλύπτουν αλλά κάποτε γίνεται γνωστή σε όλους. Με κάποιον τρόπο.


…Θυμήσου και τους Μύστες αδελφούς της Αιγύπτου όταν φορούσαν το στέμμα με το φίδι, το ιερό τους φίδι που ήταν με ανασηκωμένο το κεφάλι στο μέτωπό τους. Οι βασιλείς εθεωρούντο μυημένοι και φορούσαν το στέμμα αυτό ενώ κρατούσαν το μαστίγιο και το σκήπτρο. Η μύηση για τους Αιγύπτιους σήμαινε να αποκτήσεις το Βλέμμα. Δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο από την επίγεια ζωή. Οι Αιγύπτιοι δεν άφησαν κανένα πολιτισμό όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Δεν άφησαν λογοτεχνία και θέατρο και μουσική. Εργάζονταν για το Ιερό και το Αχανές που το βίωναν στην κυριολεξία κάθε στιγμή της σύντομης ζωής τους και ήξεραν πως θα το νιώθουν για πάντα. Στην αιωνιότητα.

…Συνδέεις τώρα όλα αυτά με τον Όφι των πρωτοπλάστων… βλέπεις που όλα συνομιλούν μεταξύ τους… γιατί τι άλλο θα μπορούσε να προσφέρει το Αχανές παρά το Βλέμμα; Οι πρωτόπλαστοι εξορίστηκαν επειδή άρχισαν να βλέπουν… Ο Αδάμ ήταν γυμνός αλλά δεν το ‘έβλεπε’, δεν το γνώριζε. Ξαφνικά απέκτησαν ορίζουσες και συντεταγμένες. Έπαψαν να είναι κοιμισμένοι, σε μια μαυλιστική αιωνιότητα και ζωντάνεψαν, έγιναν κύριοι του εαυτού τους… Η ‘εξορία’ τους είναι η αφύπνιση, η απομάκρυνση από τη λήθη… Όσο δεν γνωρίζεις ολοκληρωτικά ποιος είσαι, τι είσαι, τι μπορείς να είσαι, είσαι εν ύπνω… κοιμάσαι όρθιος καθώς λέγανε οι παλιοί. Και είχαν δίκιο…

Φέρνεις στο νου σου το Μάτι του Ρα… ή τον Παντεπόπτη Οφθαλμό… σωστά συνδέεις όλα αυτά με όσα σου γράφω… Θυμήσου ακόμα για να δεις την ενότητα των αρχαίων αδελφών στις διδασκαλίες της Ατραπού τον Παντοκράτορα στις βυζαντινές εκκλησίες, το περίφημο Τρίτο Μάτι στους Βουδιστές που συμβολίζει ο χιλιοπέταλος λωτός… το τέλος της μυητικής διαδρομής είναι το άνοιγμα του Τρίτου Ματιού, στο μέτωπο… Ο φωτισμένος τότε (σιντάρτα, Βούδας) αποσύρεται από τον κόσμο αυτό και εισέρχεται στον κόσμο των μυστών… 

όλοι παντού είπαν τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις…

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο, δεν πέθαναν ποτέ...


Η μέρα ανέβαινε αργά, μαζί με τις υποσχέσεις και τους θρήνους της. Μαζί με το χαμόγελο και τη λύπη της. Θα μπορούσε κανείς να ξεδιαλέξει από τις αχτίνες του ήλιου εκείνες που ταιριάζουν στη ψυχή του περισσότερο μα, πώς να κρατήσεις μερικές και άλλες να αγνοήσεις; Ως και στις πιο δροσερές κρύβεται το μυστικό του βασιλιά πατέρα… ως και στις πιο καυτές φωλιάζει το θαύμα του ζωοδότη φίλου και αδελφού.

Κάθονταν στο μοναχικό παγκάκι και απολάμβαναν το σήκωμα του ήλιου σιωπηλοί…  τι να πρωτοπείς τούτες τις μαγικές ώρες που ως και το Αχανές σου επιτρέπει την πολυτέλεια της μοναχικότητας… τι να ψελλίσεις εμπρός στο αρχαίο μυστήριο, το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα που τα σάρκινά σου μάτια ευλογήθηκαν να αντικρίζουν και τα άλλα, εκείνα που έχει το είναι σου, αντιλαμβάνονται με το ρίγος της πρώτης φοράς…

«Όλα εκείνα που μας μίλησαν για πρώτη φορά… κάποτε… είναι πάντα εδώ», είπε εκείνος ξαφνικά. Η φωνή του ήταν γεμάτη από το δέος της στιγμής και ίσα που ακουγόταν. «Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο, δεν πέθαναν ποτέ. Μπορούμε αν θέλουμε να τα ακούσουμε, να τα αγγίξουμε, να τα δούμε… μα για μια στιγμή μονάχα… τη μαγική στιγμή που οι θωρακίσεις μάς εγκαταλείπουν… μα είναι η μεγάλη μας ευκαιρία να συνομιλήσουμε με το πιο ευαίσθητο, το πιο λεπτοφυές και μαζί, το πιο όμορφο απ’όλα όσα μας περικλείει και το περικλείουμε… δεν έχει σημασία τι θα πούμε, δεν έχει σημασία ποιος μας ακούει ή τι μας παρατηρεί… είναι η σπάνια και μοναδική στιγμή που έχουμε συνείδηση της ύπαρξής μας…», είπε και σιώπησε ξανά.

Εκείνη αναζήτησε το χέρι του με το δικό της και το κράτησε σφιχτά. Ήξερε πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή εκείνος πονούσε πολύ. Και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ στο πρόσωπό της.

«Όλοι αξιωθήκαμε τούτη την έκσταση και για όλους χαράχτηκε η ατραπός…», είπε πάλι και ανταπέδωσε το ζεστό της άγγιγμα.

Ο ήλιος σκαρφάλωνε σιγά σιγά στο θρόνο του και μια γλυκιά ζέστη χάιδευε τα πρόσωπά τους. Η πόλη ολόγυρα ξυπνούσε σιγά σιγά.

«Ας μην φύγουμε από εδώ… ποτέ!», του ψιθύρισε κι αμέσως μετάνιωσε για τα λόγια της.

«Ναι, ας μείνουμε για πάντα εδώ», της απάντησε εκείνος και αφέθηκε ξανά στην απόλαυση της ακριβής τους εμπειρίας…