Κυριακή 25 Αυγούστου 2013



τα πέδιλα στο χώμα

αφημένα

το ένα μακριά μου
το άλλο δίπλα μου
τα πόδια μαζεμένα

το βλέμμα στο άπειρο

η καρδιά στο στέρνο
μέσα

ακόμη

ο ήλιος
κρεουργεί πάλι το στερέωμα

η σελήνη
σιωπηλή
ή απλά νυσταγμένη

τα πέδιλα
έχουν αποτυπώματα
που αύριο θα λείπουν

σκέφτομαι

πως γίνεται μονάχα τα δικά σου
να μην σβήνουν ποτέ…

ο ήλιος
σακατεύει τον εαυτό του
και παλεύει να βγει απ’το βλέμμα μου

εσύ
παλεύεις μέσα μου να μείνεις…

τα λόγια σου
αθανάτισαν στα νύχτια δάχτυλα
ένα προς ένα
όλα μου τα σώματα…

άλλο ένα βράδυ
μακελειού έρχεται…



Σεπ 2009


Dot at the end of day

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Η Τρέλα του Aντελσπρουτζ


Lord  Dansany


Η   Τ ρέλα του ντελσπρουτζ
E
ίδα για πρώτη φορά την πόλη του Αντελσπρουτζ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, καθώς ερχόμουν από τα λιβάδια. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, και όλο -κείνο το πρωί έλεγα, «θα τη χτυπάει το φως του ήλιου όταν θα δω για πρώτη φορά την όμορφη κατακτημένη πόλη της οποίας η φή­μη πολύ συχνά δημιούργησε για μένα ευχάριστα όνειρα». Ξαφνικά εί­δα τα τείχη της να υψώνονται από τα λιβάδια και πίσω τους έστεκαν τα καμπαναριά της. Μπήκα μέσα από μια πύλη και είδα τα σπίτια και τους δρόμους της και αισθάνθηκα μια μεγάλη απογοήτευση. Γιατί υπάρχει ένας συγκεκριμένος αέρας σε κάθε πόλη, έτσι ώστε κάποιος να μπορεί να την ξεχωρίσει από μια άλλη αμέσως. Υπάρχουν πόλεις γε­μάτες χαρά και πόλεις γεμάτες ευχαρίστηση και πόλεις γεμάτες θλί­ψη. Υπάρχουν πόλεις που κοιτούν στον παράδεισο και κάποιες που κοιτούν στη γη —κάποιες έχουν τον τρόπο τους να κοιτούν στο παρελ­θόν και άλλες κοιτούν στο μέλλον— κάποιες σε προσέχουν όταν περ­νάς ανάμεσά τους, άλλες σε κοιτάν, άλλες σε αφήνουν να περάσεις. Άλλες αγαπούν τις πόλεις που είναι οι γείτονές τους, άλλες είναι αγα­πητές στις πεδιάδες και τους χερσότοπους —κάποιες πόλεις στέκονται γυμνές στον άνεμο, άλλες έχουν πορφυρούς μανδύες και άλλες καφέ μανδύες, και κάποιες είναι ντυμένες στα λευκά. Μερικές αφηγούνται την παλιά ιστορία της παιδικής τους ηλικίας, σε άλλες αυτό είναι μυ­στικό —κάποιες πόλεις τραγουδούν και κάποιες μουρμουρίζουν, κάποι­ες είναι θυμωμένες, και κάποιες έχουν ραγισμένες καρδιές και κάθε πό­λη έχει τον τρόπο της να υποδέχεται το Χρόνο.
Είχα πει: «Θα δω το Αντελσπρουτζ να στέκεται υπεροπτικό μέ­σα στην ομορφιά του» και είχα πει: «θα το δω να κλαίει επειδή κα­τακτήθηκε».
Είχα πει: «Θα μου τραγουδήσει τραγούδια», και «θα είναι λιγομίλητο», «θα είναι λεηλατημένο», και «θα είναι γυμνό αλλά θεσπέσιο».
Αλλά τα παράθυρα στα σπίτια του Αντελσπρουτζ κοιτούσαν ανέκφραστα πέρα από τις πεδιάδες, όπως τα μάτια ενός νεκρού τρε­λού. Τότε οι χτύποι από τα καμπαναριά του ήχησαν άχαρα και κακόφωνα, κάποια ακούστηκαν παράφωνα και οι καμπάνες από μερικά ήταν ραγισμένες, οι στέγες του ήταν γυμνές και χωρίς βρύα. Το δειλινό δεν σηκώθηκε κανένα ευχάριστο ψιθύρισμα στους δρόμους του. Όταν άναψαν οι λάμπες στα σπίτια του δεν ξεγλίστρησε έξω στο σούρουπο καμιά αποκρυφιστική πλημμύρα φωτός, ίσα που έβλεπες πως υπήρχαν αναμμένες λάμπες -το Αντελσπρουτζ δεν είχε τον τρόπο του, ούτε το δικό του αέρα. Όταν έπεσε η νύχτα και έκλεισαν όλα τα πατζούρια, τότε αντιλήφθηκα αυτό που δεν είχα σκεφτεί στο φως της ημέρας. Τότε συνειδητοποίησα πως το Αντελσπρουτζ ήταν νεκρό.
Είδα έναν ξανθομάλλη άντρα που έπινε μπύρα σε ένα καφενείο και του είπα: «Γιατί η πόλη του Αντελσπρουτζ είναι τελείως νεκρή και η ψυχή της έχει φύγει μακριά;»
Και αυτός απάντησε: «Οι πόλεις δεν έχουν ψυχές και ποτέ δεν υπάρχει ζωή στα τούβλα».
Και ενώ του είπα: «Κύριε, είπατε την αλήθεια».
Και έκανα την ίδια ερώτηση σε έναν άλλον άντρα, και αυτός σου έδωσε την ίδια απάντηση και τον ευχαρίστησα για την ευγένεια του. Και είδα έναν άντρα με μια πιο λεπτοκαμωμένη κορμοστασιά, που εί­χε μαύρα μαλλιά, και στα μαγουλά του κανάλια για να το έχουν τρέχουν μέσα τους δάκρυα και του είπα: «Γιατί το Αντελσπρουτζ είναι τελείως νεκρό και πότε έφυγε η ψυχή του μακριά;»
Και αυτός απάντησε: «Το Αντελσπρουτζ είχε υπερβολικές ελπί­δες. Για τριάντα χρόνια άπλωνε τα χέρια του προς τη χώρα της Ακλα κάθε νύχτα, προς τη Μητέρα Άκλα από την οποία την είχαν κλέψει. Κάνε νύχτα ήλπιζε και αναστέναζε και άπλωνε τα χέρια της προς τη Μητέρα Άκλα. Τα μεσάνυχτα, μια φορά το χρόνο, στην επέτειο εκείνης της τρομερής μέρας, η Ακλα έστελνε κατασκόπους να τοποθετούν ένα στεφάνι στα τείχη του Αντελσπρουτζ. Δεν μπο­ρούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Και εκείνη τη νύχτα, μια φορά το χρόνο, συνήθιζα να κλαίω, γιατί έκλαιγε και η πόλη που με μεγά­λωσε. Κάθε νύχτα ενώ άλλες πόλεις κοιμόνταν το Αντελσπρουτζ καθόταν μελαγχολικό και ήλπιζε, μέχρι που τριάντα μαραμένα στεφάνια μαζεύτηκαν στα τείχη του, και ακόμη οι στρατιές της Ακλα δεν μπορούσαν να έρθουν.
»Αλλά μετά από ελπίδες τόσων χρόνων, και τη νύχτα που πιστοί κατάσκοποι είχαν φέρει το τριακοστό στεφάνι, το Αντελσπρουτζ ξαφνικά τρελάθηκε. Όλες οι καμπάνες χτυπούσαν φρικιαστικά στα καμπαναριά του, αλόγα έτρεχαν ξέφρενα στους δρόμους του, όλα τα σκυλιά ούρλιαζαν, αλλά οι απαθείς κατακτητές ξύπνησαν, στριφογύρισαν στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν ξανά και είδα την γκρί­ζα σκοτεινή μορφή του Αντελσπρουτζ να σηκώνεται, στολίζοντας τα μαλλιά του με τα φαντάσματα των καθεδρικών ναών και να απο­μακρύνεται περπατώντας από την πόλη της. Και η τεράστια σκο­τεινή μορφή που ήταν η ψυχή του Αντελσπρουτζ έφυγε προς τα βου­νά μουρμουρίζοντας και εκεί την ακολούθησα γιατί αυτή δεν ήταν που με μεγάλωσε; Ναι. πήγα μόνος μου στα βουνά, και για τρεις μέρες, τυλιγμένος σε ένα μανδύα, κοιμήθηκα μέσα στις ομιχλώδεις ερημιές τους. Δεν είχα καθόλου φαγητό να φάω, και για να πιω υπήρ­χε μόνο το νερό των βουνίσιων ρυακιών. Τη μέρα δεν με πλησίαζε κα­νένα πλάσμα, και δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά τον ήχο του αέρα, και τα βουνίσια ρυάκια που κελάρυζαν με θόρυβο. Αλλά για τρεις νύχτες άκουγα ολόγυρα στα βουνά τους ήχους μιας μεγάλης πόλης: εί­δα τα φώτα ψηλών παραθυριών από καθεδρικούς ναούς να λαμπυρί­ζουν για μια στιγμή πάνω στις κορυφές, και μερικές φορές το αμυδρό φως φαναριού από κάποια στρατιωτική περίπολο. Και είδα το τερά­στιο ομιχλώδες περίγραμμα της ψυχής του Αντελσπρουτζ να κάθε­ται στολισμένη με τους άυλους καθεδρικούς ναούς της, μιλώντας στον εαυτό της, με τα μάτια της καρφωμένα μπροστά της σε ένα τρε­λό βλέμμα, μιλώντας για αρχαίους πολέμους. Και μέσα στα μπερ­δεμένα λόγια της, όλες εκείνες τις νύχτες πάνω στα βουνά, μερικές φορές υπήρχε η φωνή της κυκλοφορίας, και μετά εκκλησιαστικών καμπάνων, και μετά στρατιωτικών σαλπίγγων, αλλά πιο συχνά υπήρχε η φωνή του κόκκινου πολέμου —και τα πάντα ήταν ασυνάρ­τητα, και αυτή είχε τρελαθεί εντελώς.
»Την τρίτη νύχτα έβρεχε συνεχεία, αλλά εγώ παρέμεινα εκεί για να παρατηρήσω την ψυχή της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Και αυτή κα­θόταν ακόμη κοιτάζοντας ίσια μπροστά της, παραληρώντας -αλλά τώρα η φωνή της ήταν πιο απαλή, υπήρχαν πιο πολλές μελωδίες μέ­σα της, και πότε-πότε κάποιο τραγούδι. Τα μεσάνυχτα πέρασαν, και οι ερημότοποι των βουνών ήταν ακόμη γεμάτοι από τους ψιθύρους της καημένης τρελής πόλης. Και έφτασαν οι μεταμεσονύχτιες ώρες, εκείνες οι κρύες ώρες τις οποίες πεθαίνουν οι άρρωστοι.
»Ξαφνικά αντιλήφθηκα τεράστιες μορφές να κινούνται μέσα στη βροχή και άκουσα τον ήχο από φωνές οι οποίες δεν ήταν της πόλης μου αλλά ούτε και από κάποιον που γνώριζα. Και σύντομα διέκρινα, αν και αμυδρά, τις ψυχές από ένα τεράστιο πλήθος πόλεων, να σκύβουν όλες πάνω από το Αντελσπρουτζ και να το παρηγορούν, και τα φαράγγια των βουνών βρυχήθηκαν εκείνο το βράδυ με τις φωνές πόλεων που είχαν παραμείνει σιωπηλές για αιώνες. Γιατί εκεί κατέφτασε η ψυχή του Κάμελοτ που εδώ και τόσο καιρό είχε λησμονήσει το Ουσκ -και εκεί βρι­σκόταν και το Ίλιον, περιβαλλόμενο από πύργους που ακόμη κατα­ριόταν το γλυκό πρόσωπο της καταστροφικής Ελένης— εκεί είδα τη Βαβυλώνα και την Περσέπολη, και το γενειοφόρο πρόσωπο της ταυρόμορφης Νινευής, και την Αθήνα να θρηνεί τους αθάνατος θεούς της.
»Όλες αυτές οι ψυχές των πόλεων που ήταν νεκρές μίλησαν εκεί­νη τη νύχτα πάνω στο βουνό στην πόλη μου και την κατεύνασαν, μέ­χρι που τελικά δεν μουρμούριζε πια για πολέμους, και τα μάτια της δεν ατένιζαν πια με άγριο ύφος, αλλά έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της και έκλαψε για κάμποσο σιγανά. Στο τέλος σηκώθη­κε, και, περπατώντας αργά και με λυγισμένο το κεφάλι, και στηρι­ζομένη πάνω στο Ίλιον και το Κάρθατζ, κατευθύνθηκε πένθιμα προς τα ανατολικά —και η σκόνη από τις λεωφόρους της στροβιλιζό­ταν πίσω της καθώς αυτή προχωρούσε, μια άυλη σκόνη που ποτέ δεν γινόταν λάσπη παρ' όλη τη δυνατή βροχή. Και έτσι οι ψυχές των πό­λεων την οδήγησαν μακριά, και σιγά-σιγά χάθηκαν από το βουνό, και ο: αρχαίες φωνές έσβησαν στην απόσταση.
»Από τότε δεν ξαναείδα ζωντανή την πόλη μου -παλιά μια φορά συνάντησα έναν ταξιδιώτη που είπε πως κάπου στη μέση μιας τερά­στιας ερήμου βρίσκονται μαζεμένες οι ψυχές όλων των νεκρών πόλε­ων. Είπε πως κάποτε είχε χαθεί σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε νερό, και άκουσε τις φωνές τους να μιλάνε όλη τη νύχτα».
Αλλά εγώ είπα: «Βρέθηκα κάποτε χωρίς νερό σε μια έρημο και άκουσα μια πόλη να μου μιλάει, αλλά δεν ήξερα αν μου μιλούσε πραγματικά, γιατί εκείνη την ήμερα άκουσα τόσα φριχτά πράγματα, και μόνο μερικά από αυτά ήταν αληθινά».
Και ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά είπε: «Πιστεύω πως είναι αλή­θεια, αν και δεν γνωρίζω πού πήγε. Το μόνο που ξέρω είναι πως με βρή­κε ένας βοσκός το πρωί λιπόθυμο από την πείνα και το κρύο, και με μετέφερε εδώ —και όταν έφτασα στο Αντελσπρουτζ ήταν, όπως αντι­λήφθηκες και εσύ, νεκρό».




terranova (Φανταστική Βιβλιοθήκη)

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013





Αγάπη

Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;

Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.

Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.

Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.

Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.

Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί

 


Πάμπλο Νερούδα
Μτφ: Δανάη Στρατηγοπούλου



LoverS

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Σ’ακούω που έρχεσαι…


Σ’ακούω…
Σ’ακούω που έρχεσαι…
Σε ξεγέλασα πέντε φορές
Πέντε πόλεμοι… φυλακές… στήσιμο στον τοίχο…
Σε ξεγέλασα!

Σ’ακούω…
Σ’ακούω που έρχεσαι…

Σ’ακούω…




Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

"Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!"

r t h u r   R i m b a u d

Έγραφα σιωπές, νύχτες, σημείωνα το ανέκφραστο.
Ακινητοποιούσα ιλίγγους...







Για τον Ρεμπώ...


" ...Ήταν θραύσμα, αυτό ενός μετεώρου, που φλόγισε χωρίς αφορμή άλλη από την παρουσία του, που ξεπήδησε από μόνο του και έσβησε..."

(Μαλλαρμέ)



"...Όμως αυτό που κάνει μοναδική την ποίησή του, είναι ακριβώς ο άμεσος χαρακτήρας της, η συστηματική προσπάθεια να μεταδώσει αμέσως το όραμα, ξεχνώντας όσο είναι δυνατόν, ό,τι είχε μάθει προηγούμενα...
...Ο Ρεμπώ δεν είναι ούτε απατεώνας, ούτε θαυματοποιός. Μόνο ένας ποιητής που δοκίμασε όσο πιο έντιμα μπορούσε να ΔΕΙ..."

(Claude Edmonte Magny)



"...Τούτη τη στιγμή παλιανθρωπίζω όσο μπορώ. Γιατί; Θέλω να γίνω ποιητής και δουλεύω όσο μπορώ να γίνω οραματιστής. Δε θα καταλάβετε τίποτα και δε θα μπορούσα σχεδόν να σας εξηγήσω. Πρόκειται να φθάσω στο άγνωστο με την απορύθμιση όλων των αισθήσεων. Οι πόνοι είναι δυσβάσταχτοι, μα πρέπει να είσαι δυνατός, να έχει γεννηθεί ποιητής, και αναγνώρισα στον εαυτό μου έναν ποιητή. Δεν είναι διόλου δικό μου το λάθος. Είναι σφάλμα να λέμε: σκέφτομαι. Θα έπρεπε να λέμε: Με σκέφτονται. Συγνώμη για το λογοπαίγνιο. Εγώ είναι ένας άλλος..."

(Γράμμα στον καθηγητή του Ζώρζ Ιζαμπάρ, Μάιος 1871)


"...Η πρώτη σπουδή του ανθρώπου που θέλει να είναι ποιητής, είναι η γνώση του εγώ του, ακέρια. Αναζητεί την ψυχή του, την επιθεωρεί, την εμβάλλει εις πειρασμόν, την μαθαίνει. Μόλις τη μάθει, πρέπει να την καλλιεργήσει! Αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε εγκέφαλο πραγματοποιείται μια φυσική ανάπτυξη. Τόσοι εγωιστές αυτοανακηρύσσονται δημιουργοί. Είναι πολλοί αυτοί που αποδίδουν στους εαυτούς τους τη νοητική τους πρόοδο!...
...Λέω πως πρέπει να είσαι οραματιστής, να γίνεις οραματιστής.
Ο Ποιητής γίνεται οραματιστής με μια μακριά, απέραντη και λογικευμένη απορύθμιση όλων των αισθήσεων,
όλων των μορφών έρωτα, οδύνης, τρέλας. Ψάχνει ο ίδιος, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια, για να κρατήσει μόνο την πεμπτουσία τους. Άφατο μαρτύριο, όπου έχει ανάγκη από όλη του την πίστη, από όλη του την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου γίνεται ανάμεσα σε όλους, ο μέγας ασθενής, ο μέγας εγκληματίας, ο μέγας καταραμένος και ο ύψιστος Σοφός!...
...Ο Ποιητής λοιπόν, είναι στ'αλήθεια, ένας κλέφτης της φωτιάς. Έχει φορτωθεί την ανθρωπότητα, ακόμα και τα Ζώα. Πρέπει να κάνει νιώσουν, να ψαύσουν, να ακούσουν τα εφευρήματά του. Αν αυτό που κουβαλάει από εκεί κάτω έχει μορφή τότε δίνει κι αυτός μορφή. Αν είναι άμορφο, τότε δίνει κι αυτός άμορφο. Να βρει μια γλώσσα. Άλλωστε, αφού κάθε λόγος είναι ιδέα, θα'ρθει ο καιρός μιας παγκόσμιας γλώσσας..."

(Γράμμα στον Πωλ Ντεμενύ, Μάιος 1871)




 Η σοφία μου είναι περιφρονημένη όσο και το χάος. Τι είναι το δικό μου Μηδέν μπροστά στο ξάφνιασμα που σας περιμένει;

(Εκλάμψεις, Ζωές - Ι)

Σε μια σοφίτα μέσα όπου με κλείδωσαν στα δώδεκά μου χρόνια, γνώρισα τον κόσμο, έγινα λαμπρό παράδειγμα της ανθρώπινης κωμωδίας. Σ'ένα κελάρι μέσα, έμαθα την ιστορία. Σε κάποιο νυχτερινό γιορτάσι, σε μια πολιτεία του Βορρά, αντάμωσα μ'όλες τις γυναίκες των παλιών ζωγράφων. Σε μια γέρικη στοά του Παρισιού, με δίδαξαν τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα εξαίσιο αρχοντικό, κυκλωμένο απ'όλη την Ανατολή, έφερα σε αίσιο πέρας το απέραντο έργο μου και έγινα ο ένδοξος αναχωρητής. Ανατάραξα το αίμα μου. Πήρα άφεση αμαρτιών για το χρέος μου. Ούτε να το σκέφτομαι πια δεν πρέπει. Είμαι στ'αλήθεια μεταθανάτιος και δεν έχει πια θελήματα...

(Εκλάμψεις, Ζωές - ΙΙΙ)

 Ας μου νοικιάσουν πια τούτο το μνήμα το ασβεστωμένο, με τις ανάγλυφες ραβδώσεις του τσιμέντου -βαθιά πολύ μες στη γη.
Ακουμπάω στο τραπέζι τους αγκώνες, η λυχνία φωτίζει δυνατά τις εφημερίδες που σα χαζός ξαναδιαβάζω, τα αδιάφορα βιβλία.
Σε μια τεράστια πάνω απ'το υπόγειο σαλόνι μου απόσταση, σπίτια στήνονται, σωρεύονται οι καταχνιές. Η λάσπη είναι ή κόκκινη ή μαύρη. Πολιτεία τερατόμορφη, νύχτα δίχως τελειωμό!
Λιγότερο ψηλά, περνούν οι υπόνομοι. Στα πλάγια, μόνο το πάχος της υδρόγειας σφαίρας. Βάραθρα ίσως, γαλάζιου ουρανού, πηγάδια φωτιάς. Σ'αυτά τα επίπεδα ίσως να ανταμώνουν οι σελήνες με τους κομήτες, να σμίγουν οι θάλασσες με τα παραμύθια.
Τις ώρες της πίκρας, φαντάζομαι σφαίρες από σάπφειρο, από μέταλλο. Είμαι ο αφέντης της σιωπής. Γιατί τάχα κάτι σα φεγγίτης να χλομιάζει στη γωνιά
του ουράνιου θόλου;

(Εκλάμψεις, Παιδικά χρόνια - V)


 Τούτη τη φορά είναι η Γυναίκα που είδα στην Πολιτεία, που της μίλησα και που μου μιλά!
Ήμουν σ'ένα δωμάτιο, χωρίς φως. Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη ήταν σπίτι μου: Και την είδα, στην κλίνη μου, ολόδικιά μου, χωρίς φως! Πολύ συγκινήθηκα πολύ-πολύ, γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι, γι'αυτό και μια κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια μου εγώ, κι εκείνη, μια κοσμική κυρία που δινόταν: κι έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα: Την άρπαξα, την πέταξα από το κρεβάτι, γυμνή σχεδόν. Και, στην άφατή μου αδυναμία, έπεσα πάνω της και σύρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά, χωρίς φως! Η λυχνία της οικογένειας πορφύρωνε, το ένα μετά το άλλο, τα διπλανά δωμάτια. Τότε, η γυναίκα, χάθηκε! Κι έχυσα δάκρια τόσα, όσα ποτέ Θεός δεν ζήτησε!...

(Οι ερημιές του Έρωτα)


 Όταν ο κόσμος περιοριστεί σ'ένα μοναδικό μαύρο δάσος για τα τέσσερα έκπληκτα μάτια μας -σε μια ακρογιαλιά για δυο πιστά παιδιά -σε ένα μουσικό σπίτι για τη φωτεινή μας συμπάθεια- θα έρθω να σε βρω.
Όταν δεν υπάρχει πια παρά ένας γέροντας μόνο, ήρεμος και ωραίος κυκλωμένος από μιαν ανείπωτη πολυτέλεια -και πέφτω στα γόνατά σου.
Όταν θα έχω πραγματώσει όλες τις μνήμες σου όταν θα είμαι εκείνη που ξέρει να σε αλυσοδέσει -θα σε πνίξω...

(Φράσεις)

Μικρό παιδί ακόμα, θαύμαζα τον ασυμβίβαστο κατάδικο, που γι'αυτόν, οι πόρτες του κάτεργου μένουν πάντα κλειστές. Επισκεπτόμουν τα καπηλειά και τα φτηνά επιπλωμένα δωματιάκια που η παρουσία του είχε αγιάσει. Έβλεπα με τη δική του ιδέα το γαλάζιο ουρανό και την ολάνθιστη δουλειά της εξοχής. Οσφραινόμουν τη βαριά, μοιραία σκιά του στις πολιτείες. Είχε πιο πολλή δύναμη από έναν άγιο, πιο πολλή λογική από έναν ταξιδευτή -και τον εαυτό του, τον εαυτό του μόνο! σαν μάρτυρα της δόξας και του λογικού του.
Στους δρόμους πάνω τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς λημέρια, χωρίς ρούχο, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη του καρδιά: Αδυναμία ή δύναμη; Να'σαι είναι η δύναμη. Δεν ξέρεις ούτε που πας, ούτε γιατί πας, μπες παντού, αποκρίσου σε όλα. Δε θα σε σκοτώσουν περισσότερο από ό,τι ήσουν πτώμα. Το πρωί είχα τόσο χαμένο βλέμμα και τόσο νεκρό ύφος ώστε αυτοί που συνάντησα ίσως και δεν με είδαν.
Στις πόλεις μέσα, η λάσπη μου φανερωνόταν ξάφνου μαυροκόκκινη, σαν τον καθρέφτη όταν το φως περιδιαβαίνει στο διπλανό δωμάτιο, σαν το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα κι έβλεπα το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα, κι έβλεπα μια θάλασσα από φλόγες και καπνό στον ουρανό! Κι αριστερά, δεξιά όλα τα πλούτη να λαμπαδιάζουν σαν μυριάδες αστραπόβροντα!
Όμως το όργιο και η συντροφιά με τις γυναίκες μού ήταν απαγορευμένα. Ούτε καν ένας σύντροφος. Έβλεπα τον εαυτό μου μπροστά σ'ένα μανιασμένο πλήθος, αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα, κλαίγοντας από το κακό μου που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, και συγχωρώντας! -Σαν την Ιωάννα της Λωραίνης!- "Ιερωμένοι καθηγητάδες, δάσκαλοι, κάνετε λάθος που με παραδίδετε στην δικαιοσύνη. Δεν ανήκα ποτέ σε τούτο το λαό. Δεν ήμουν ποτέ Χριστιανός. Είμαι από τη φυλή που τραγουδούσε μες στα βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους. Δεν έχω την αίσθηση της ηθικής, είμαι ένα κτήνος. Λάθος κάνετε..."
Ναι, κλείνω τα μάτια στο δικό σας Φως. Είμαι ένα κτήνος, ένας γέρος. Όμως εγώ μπορεί και να σωθώ. Είσαστε ψευτονέγροι, εσείς οι μανιακοί οι άγριοι, οι τσιγκούνηδες. Έμπορα, είσαι νέγρος. Δικαστή, είσαι νέγρος. Ήπιες από γλυκό ποτό αφορολόγητο, από τη φάμπρικα του Σατανά.
-Τον λαό αυτό, τον εμπνέει ο πυρετός και ο καρκίνος. Οι σακάτηδες και τα γερόντια είναι τόσο αξιοσέβαστα, που ζητούν να τα βράσουμε.
-Το πιο έξυπνο είναι να φύγουμε από τούτη την ήπειρο, όπου τριγυρίζει η τρέλα για να προμηθεύει ομήρους σ'αυτούς τους κανάγιες. Εγώ μπαίνω στην αληθινή Βασιλεία των Υιών του Χαμ.
Ξέρω ακόμη τη Φύση; Ξέρω τον ίδιο τον εαυτό μου;
-Φτάνουν οι λέξεις. Θάβω τους νεκρούς μες στην κοιλιά μου. Κραυγές, τύμπανα, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε! Και δε βλέπω την ώρα που σαν ξεμπαρκάρουν οι Λευκοί, εγώ θα πέσω στην ανυπαρξία.
Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!

(Μια εποχή στην κόλασηΚακό αίμα)


Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη.
Είν'η θάλασσα μιχτή
Με τον ήλιο.

Ψυχή μου αθάνατη
Κράτα το τάμα σου
Κι άσε τη νύχτα μόνη
Και τη μέρα να φλέγεται

Λοιπόν λυτρώνεσαι
Από τις εκλογές του ανθρώπου
Απ'τις κοινές λαχτάρες
Πετάς σαν το...

-Ποτέ πια απαντοχή
Αίνος ποτέ
Υπομονή και γνώση
Σίγουρο το μαρτύριο

Δεν έχει επαύριο
Σατινένιες θρακιές
Η φλόγα σας
Λέγεται χρέος

Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη
Είν'η θάλασσα μιχτή
με τον ήλιο

(Αλχημεία του λόγου)


  Τι δουλειά! Όλα θέλουν γκρέμισμα, όλα θέλουν σβήσιμο μες στο κεφάλι μου! Αχ! Πόσο ευτυχισμένο είναι το παιδί το παρατημένο σε μια γωνιά, μεγαλωμένο στην τύχη, που φτάνει στην ηλικία του άντρα χωρίς να του έχουν χώσει καμιά ιδέα ούτε δάσκαλοι, ούτε οικογένεια. Καινούριο, καθαρό, χωρίς αρχές, χωρίς έννοιες -αφού ό,τι μας διδάσκουν είναι τρίχες- και ελεύθερο, ελεύθερο απ'όλα!

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ghost Ships: Mary Celeste








Το όνομα Mary Celeste παραπέμπει σε ένα από τα μεγαλύτερα, για μερικούς το μεγαλύτερο, μυστήρια της θάλασσας, ή ορθότερα, της ναυσιπλοΐας. Οι ναυτικοί του 19ου αιώνα χρησιμοποιούσαν τον όρο «στοιχειά» για τα πλοία εκείνα που έπλεαν χωρίς πλήρωμα, ακυβέρνητα, στους ωκεανούς. Οι λόγοι της εγκατάλειψής τους ήταν άλλοτε αρκετά απλοί (πειρατείες, προσαράξεις, φυσικά φαινόμενα) και άλλοτε περισσότερο ομιχλώδεις. Κάθε καπετάνιος που συναντούσε ένα στοιχειό είχε την υποχρέωση να προσπαθήσει να το ρυμουλκήσει σε λιμάνι, καθώς αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα. Κάπως έτσι ξεκινά και η ιστορία του Mary Celeste.
Το Mary Celeste ήταν ένα μπριγκαντίνι 280tn, το οποίο σάλπαρε από τη Νέα Υόρκη στις 7 Νοεμβρίου 1872. Προορισμός του ήταν η Γένοβα και το φορτίο του περίπου 1.700 βαρέλια οινοπνεύματος. Στο πλοίο επέβαιναν ο καπετάνιος του, Benjamin Briggs, η γυναίκα του, η δίχρονη κόρη τους και 7 μέλη πληρώματος.
Στις 5 Δεκεμβρίου (κατ' άλλους στις 4 Δεκεμβρίου), στο μέσο περίπου της διαδρομής ανάμεσα στις Αζόρες και το Γιβραλτάρ (περίπου 600 μίλια δυτικά του Γιβραλτάρ), το αγγλικό εμπορικό Dei Gratia, εντόπισε ένα άγνωστο πλοίο το οποίο παρουσίαζε αστάθεια στην πλεύση. Το Dei Gratia παρακολούθησε το άγνωστο πλοίο για περίπου 2 ώρες, ενώ παράλληλα το πλησίασε. Η οπτική παρατήρηση έδειξε ότι στο κατάστρωμα δε φαινόταν κανένας άνθρωπος, ενώ το πλοίο που είχε πια αναγνωρισθεί ως το Mary Celeste δεν απαντούσε σε καμία προσπάθεια επικοινωνίας.
Ο καπετάνιος του Dei Gratia έδωσε εντολή στον ύπαρχό του και δύο ναύτες να επιβιβαστεί στο Mary Celeste. Η νηοψία επιβεβαίωσε ότι το πλοίο ήταν εγκαταλελειμμένο. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή της ιστορίας το μοναδικό ζωντανό πλάσμα πάνω στο Mary Celeste ήταν μια γάτα η οποία πετάχτηκε τρομαγμένη από το αμπάρι. Στο κατάστρωμα υπήρχαν ρούχα βρεγμένα τα οποία είχαν απλωθεί για να στεγνώσουν, ενώ στο καρέ (τραπεζαρία) υπήρχαν 4 άδεια πιάτα και 4 κούπες τσάι το οποίο άχνιζε. Στην κουζίνα του πλοίου σιγόβραζε το φαγητό του πληρώματος. Επίσης σε μια άκρη του καταστρώματος υπήρχαν κηλίδες αίμα και ένα σπαθί, επίσης με αίμα. Από το πλοίο έλειπαν τα όργανα ναυσιπλοΐας και τα χαρτιά, εκτός του ημερολογίου. Η τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιο ήταν στις 24 Νοεμβρίου και δεν υπήρχε καμία περίεργη ή ανεξήγητη καταχώρηση. Η γενική εικόνα του Mary Celeste περιγράφηκε ως πολύ καλή, όλα τα πανιά ήταν δεμένα και οι δύο λέμβοι του πλοίου ήταν στη θέση τους. Το Mary Celeste κατέπλευσε στο Γιβραλτάρ στις 24 Δεκεμβρίου, με πλήρωμα τον ύπαρχο και 2 ναύτες του Dei Gratia. Το μυστήριο του Mary Celeste είχε μόλις γεννηθεί.
Η ιστορία του πλοίου-φαντάσματος κυκλοφόρησε σε πολλές εφημερίδες της εποχής, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μέχρι σήμερα, αποτέλεσε αντικείμενο άρθρων, μυθιστορημάτων, επιστημονικών και ημιεπιστημονικών βιβλίων και συγγραμμάτων. Πολλές είναι οι εξηγήσεις που κατά καιρούς δόθηκαν: θαλάσσια τέρατα, πειρατές, ανταρσία του πληρώματος, επίθεση από το πλήρωμα του Dei Gratia, ρωγμές στο χωροχρόνο, UFO και άλλοι εξωγήινοι παράγοντες, ενώ αναφορά στο Mary Celeste γίνεται και στο βιβλίο του Charles Berlitz «Το μυστήριο του τριγώνου των Βερμούδων».
Με την πάροδο του χρόνου και την αναπαραγωγή της ιστορίας δημιουργήθηκε ο μύθος που περιβάλει την υπόθεση του Mary Celeste. Οι διάφορες παραλλαγές που εμφανίζονται στις αναφορές στο Mary Celeste διαμορφώνονται ουσιαστικά ανάλογα με τη θεωρία που θέλει να υποστηρίξει ο αφηγητής. Πολλά από τα στοιχεία της ιστορίας, όπως αυτή αναφέρθηκε παραπάνω, ανάγονται στο σύντομο διήγημα του Sir Arthur Conan Doyle «Marie Celeste» που δημοσιεύτηκε το 1884. Υιοθετήθηκαν όμως ως η αληθινή εκδοχή. Η, κατά τεκμήριο, πιο έγκυρη εκδοχή της ιστορίας, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά της ανάκρισης που διενεργήθηκε στο Γιβραλτάρ είναι στην πραγματικότητα αρκετά διαφορετική.
Όταν το άγημα του Dei Gratia επιβιβάσθηκε στο Mary Celeste, τα πανιά δεν ήταν μαζεμένα, αλλά ανοιχτά. Πίσω από το πλοίο κρεμόταν στη θάλασσα και σε μήκος περίπου 100 μέτρων ένα χοντρό σκοινί, πιθανότατα για να ρυμουλκήσει κάποια βάρκα. Η μοναδική λέμβος του πλοίου έλειπε από τη θέση της. Τα διαμερίσματα του προστέγου είχαν βάλει περίπου 30 εκατοστά νερό από τις καταπακτές του καταστρώματος οι οποίες ήταν ανοικτές. Πλημμυρισμένα ήταν και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα διαμερίσματα, μεταξύ αυτών και οι ενδιαιτήσεις του πληρώματος. Από τις 2 αντλίες του πλοίου η μία είχε κάποια βλάβη, ενώ η άλλη ήταν σε απόλυτα καλή κατάσταση, άλλωστε χρησιμοποιήθηκε από τους ναύτες του Dei Gratia στο ταξίδι προς το Γιβραλτάρ. Επίσης το φορτίο ήταν απόλυτα ασφαλισμένο και δεν υπήρχε περίπτωση μετατόπισής του. Τέλος, όντως έλειπαν τα όργανα ναυσιπλοΐας και τα χαρτιά του πλοίου, εκτός από το ημερολόγιο στο οποίο εμφανιζόταν η καταχώρηση που ήδη αναφέρθηκε.
Καμία γάτα ή άλλο ζωντανό πλάσμα δεν υπήρχε στο πλοίο, ενώ στην κουζίνα και το καρέ του πληρώματος τα πάντα ήταν αναποδογυρισμένα και φυσικά δεν υπήρχαν ούτε κούπες με ζεστό τσάι, ούτε φαγητό να σιγοβράζει. Κηλίδες με αίμα δεν υπήρχαν πουθενά και το μοναδικό σπαθί που βρέθηκε στο πλοίο ήταν σκουριασμένο και στη θήκη του. Αυτές οι διευκρινήσεις, χωρίς προφανώς να δίνουν απάντηση στο τι συνέβη στο Mary Celeste, σίγουρα αφαιρούν μεγάλο μέρος του μυστηρίου και μπορούν να οδηγήσουν σε κάποιες λογικές υποθέσεις.
Το αποτέλεσμα της ανάκρισης συνοψίζεται στην εκτίμηση ότι για κάποιο άγνωστο λόγο το πλήρωμα εγκατάλειψε το Mary Celeste, χρησιμοποιώντας τη σωσίβια λέμβο. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι ο λόγος που οδήγησε στην εγκατάλειψη αυτή, δεν είχε εκτιμηθεί σωστά, καθώς το πλοίο παρέμεινε αξιόπλοο, ενώ η λέμβος με το πλήρωμα χάθηκε. Στο Dei Gratia επιδικάσθηκε η νόμιμη αμοιβή για την ανεύρεση και διάσωση, ενώ το Mary Celeste συνέχισε το ταξίδι του προς τη Γένοβα με νέο πλήρωμα που προσελήφθη από τον πλοιοκτήτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντικείμενο της ανάκρισης ήταν κυρίως ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων επί του πλοίου και του φορτίου του και η κρίση επί των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που μπορούσαν να καταστούν απαιτητές. Τα αίτια της εξαφάνισης του πληρώματος ενδιέφεραν μόνο στο βαθμό που σχετίζονταν με αυτά τα ζητήματα.
Τελικά ποια ήταν η τύχη του πληρώματος του Mary Celeste; Μέχρι σήμερα, 131 χρόνια μετά, δεν έχει γίνει δυνατό να δοθεί μια απόλυτα πειστική απάντηση. Ως πιθανότερη εξήγηση εξακολουθεί να προβάλει εκείνη της εγκατάλειψης του πλοίου. Σε αυτό συνηγορούν:
  • η απουσία της σωστικής λέμβου
  • η απουσία των οργάνων ναυσιπλοΐας (μεταφέρθηκαν στη λέμβο από το πλήρωμα για να χρησιμοποιούνται εκεί)
  • η ύπαρξη του κομμένου σκοινιού στην πρύμνη του πλοίου
Πιθανότατα το πλήρωμα επιβιβάστηκε στη λέμβο η οποία προσδέθηκε στην πρύμνη του πλοίου και αφέθηκε να ρυμουλκείται σε απόσταση περίπου 100 μέτρων. Κάποια χρονική στιγμή, πιθανότατα λόγω κακοκαιρίας, το σκοινί έσπασε και η βάρκα χάθηκε μέσα στον ωκεανό, ενώ το πλοίο συνέχισε το πλου του, βάσει της τρέχουσας διαμόρφωσης των ιστίων. Προφανώς παραμένει το ερώτημα: ποιος ήταν ο λόγος που ανάγκασε το πλήρωμα να προχωρήσει στην αρχική εγκατάλειψη; Βάσει των υπαρχόντων στοιχείων, η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι κάποια λανθασμένη αντίληψη σχετικά με τη στάθμη του νερού στο αμπάρι του πλοίου (χαλασμένη αντλία). Μια άλλη εξήγηση η οποία έχει παρουσιαστεί είναι η περίπτωση ενός υποθαλάσσιου σεισμού ο οποίος δημιούργησε μια αλληλουχία καταστάσεων που τρόμαξε το πλήρωμα του πλοίου, σε συνάρτηση και με το εύφλεκτο φορτίο, και οδήγησε στην εγκατάλειψη του σκάφους.
Για αρκετά χρόνια υποστηρίχθηκε και η θεωρία ότι ο ρόλος του Dei Gratia ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο σκοτεινός. Ότι δηλαδή όταν το Dei Gratia συνάντησε το Mary Celeste, το πλήρωμα του τελευταίου ήταν εν ζωή και στο πλοίο τους. Όμως ο καπετάνιος του Dei Gratia αποφάσισε να τους σκοτώσει και στη συνέχεια να παρουσιάσει το Mary Celeste ως στοιχειό για να εισπράξει τη σχετική αμοιβή. Μια άλλη παραλλαγή της ίδιας ιστορίας αναφέρει ότι μέλη του πληρώματος του Dei Gratia είχαν τοποθετηθεί στο Mary Celeste πριν την αναχώρησή του από τη Νέα Υόρκη και αφού σκότωσαν τους υπόλοιπους φρόντισαν να συναντήσουν στη μέση του ωκεανού το Dei Gratia. Είναι αλήθεια ότι το Mary Celeste και το Dei Gratia ήταν αραγμένα δίπλα-δίπλα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης πριν ξεκινήσουν το υπερατλαντικό ταξίδι με 8 μέρες διαφορά (προηγήθηκε το Mary Celeste). Συνεπώς η σύμπτωση του να ξανασυναντηθούν στη μέση του ωκεανού μερικές μέρες αργότερα γέννησε αρκετές υποψίες. Ποτέ όμως δεν εμφανίσθηκαν επαρκή στοιχεία για να υποστηρίξουν αυτή την υπόθεση.
Οι πιο δημοφιλείς εξηγήσεις ήταν και παραμένουν αυτές που επικαλούνται κάποιας μορφής άγνωστη δύναμη. Στα τέλη του 19ου αιώνα έπαιρναν τη μορφή θαλασσίων τεράτων, πέρασαν σε θεωρίες ασυνέχειας του χωροχρόνου για να καταλήξουν, στα τέλη του 20ου αιώνα σε απαγωγές από εξωγήινους. Το δυνατό σημείο αυτών των θεωριών είναι ότι γίνονται αποδεκτές αξιωματικά, χωρίς να χρειάζονται αποδείξεις και παράλληλα μπορούν να εξηγήσουν οτιδήποτε (από τη δολοφονία του Kennedy μέχρι και την εξαφάνιση των επιβαινόντων στο Mary Celeste).
Την απάντηση στο αίνιγμα του Mary Celeste την ξέρει μόνο η θάλασσα και ποτέ δε θα τη μαρτυρήσει. Όμως, όταν την αναζητούν οι άνθρωποι, μάλλον είναι προτιμότερο να ψάξουν στους φόβους τις αγωνίες και τα βάσανα των ναυτικών και λιγότερο σε μυστήριες υπερφυσικές δυνάμεις.
«... Ξέρασε η θάλασσα το παπούτσι του. Σαράντα πέντε νούμερο. Ποιο ψάρι να ταξιδεύει το δαχτυλίδι του! Την άλλη μέρα η θάλασσα δεν ήξερε τίποτα. Έλαμπε σα λίμνη στο χειμωνιάτικο ήλιο. Αποβραδίς έσπαγε τα σίδερα. Το πρωί είχε χορτάσει ...» Από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία.






The Mary Celeste can rightly claim the title of the greatest maritime mystery of all time, and is definitely the most documented case of a missing crew. To this day the events that lead to the 8 crew and 2 passengers apparently vanishing from the face of the Earth are a topic of great controversy and debate.
On December 13th, 1872, onlookers witnessed a small 2 masted sailing vessel entering the Bay of Gibraltar. The Mary Celeste had sailed from New York on November 7th, and was bound for Genoa; she had a cargo of 1701 barrels of Alcohol. On the Afternoon of December 5th, Captain Morehouse of the Dei Gratia came upon a Brigantine following a parallel course that he recognized as the Mary Celeste. He and the Master, Captain Briggs, were close friends and had dined together before setting sail. Morehouse was alarmed to see the Celeste Yawing irrationally, surprising as he knew Briggs to be a talented seaman. After 2 hours of attempted hails with no reply, Morehouse proceeded to board the out of control vessel.
The Celeste appeared sea worthy and seemed to have been abandoned with haste. All of the ship’s papers were missing with the exception of the Captain’s Log, with the last entry stating the ship had passed the Azores on November 25th. Stories arose of warm cups of tea, half eaten breakfast and still smoking pipes, these stories are most likely untrue but it was clear the vessel had been abandoned in a hurry, but there were no signs of violence or a struggle. A six-month supply of uncontaminated food and fresh water was still aboard, and the crew’s personal possessions and artifacts were left untouched, all the cargo was accounted for with the exception of 9 barrels being empty. There was water damage to the vessel which lead some to believe the Celeste was abandoned due to inclement weather, but this contradicts Briggs personality: he was described as a brave and courageous man who would only abandon ship if there was an imminent risk of loss of life. Morehouse sailed the Celeste into Gibraltar, arriving on December 13th.
A marine surveyor who was charged with investigating the mystery discovered what he believed to be a few spots of blood in the captain’s cabin, an “unclean” ornamental cutlass in Briggs’ cabin, a knife and a deep gash on a railing that he equated with a blunt object or an axe, but while he did not find such a weapon on board, he believed the damage was recent. He found no trace of any damage to the vessel and she was found seaworthy.
Many explanations were put forward for the events: Piracy, Insurance Fraud (Briggs and Morehouse colluded), murder by the crew of Dei Gratia, Sea quake or other phenomena, an explosion caused by the fumes from the cargo, Ergotism from contaminated flour causing the crew to become mad, mutiny and several paranormal explanations.
Over the next 13 years the Mary Celeste changed hands 17 times, with several tragic deaths. Her final Captain deliberately grounded her to make a false insurance claim. In 2001, the National Underwater and Maritime Agency claim to have found the wreck of the Mary Celeste, although skeptics claim that there are hundreds of similar wrecks in the area and cannot determine with any certainty the identity of the vessel.