Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Ἀφροδίτη Ἀρεία - Ἡ πολεμικὴ Ἀφροδίτη


«Ἔρως ἀνίκατε μάχαν»


Σκόρπιες σκέψεις περὶ τῆς πολεμικῆς φύσεως τῆς Ἀφροδίτης.


Ὁ Ἔρως εἶναι ἡ ὑπερτάτη πολεμικὴ δύναμις τοῦ σύμπαντος, διότι τὸ βαστᾷ αἰωνίως ἑνωμένο, διαλύοντας καὶ ἀναμορφώνοντας ἀείποτε τὰ πάντα ἐντός του. Ὅ,τι δὲν ἀντέχει, ἢ ἔχει παίξει τὸν ῥόλο του, παρασύρεται ἀπὸ τὸ κῦμα τοῦ ὀλέθρου ὥστε νὰ ἀναδομηθῇ καὶ ὅ,τι ἀξίζει ἀναβαθμίζεται σὲ κάτι νέο καὶ ὑψηλότερο. Τίποτα δὲν χάνεται ἀμετάκλητα. Τούτη τὴν πανίσχυρη καὶ βεβαίως θαυματουργικὴ ῥοὴ μόνον τὰ συγκροτημένα Ἐγὼ δύνανται νὰ ἀντέξουν, καὶ τὰ ἀντιστοίχως πανίσχυρα μὲ αὐτὴν νὰ χρησιμοποιήσουν. Διότι σκοπὸς εἶναι ἡ χρῆσις τῆς ἐρωτικῆς δυνάμεως μὲ στόχο τὴν ἀναδημιουργία καὶ τὴν διάταξι, ἔτσι ὥστε ὁ Κόσμος νὰ παραμένῃ κόσμος, στολίδι δηλαδή, καὶ νὰ μὴν ξεπέσῃ στὴν προτέρα κατάστασι χάους καὶ ἀναρχίας. Οἱ ψυχὲς τῶν ὄντων ἀποτελοῦν τοὺς κοσμικοὺς στρατιῶτες ὅπου καλοῦνται κατὰ ζεύγη νὰ φέρουν εἰς πέρας τούτη τὴν διαδικασία, τὸν πολεμικό τους ἀγῶνα, μέσῳ τῆς ἐρωτικῆς μυητικῆς πορείας, σὲ τρία πεδία: Πρῶτον, ἡ ἐπίτευξις τῆς ἐσωτερικῆς ἁρμονίας τοῦ ὄντος. Δεύτερον, ἡ ἐπίτευξις  ἁρμονίας ἐν κοινωνίᾳ μὲ τοὺς ὁμοίους του. Τρίτον, ἡ ἐπίτευξις ἁρμονίας, τῆς κοινωνίας προσώπων πλέον, μὲ τὸ ὅλον τοῦ κόσμου. Τοῦτον τὸν τριπλὸν ἀγῶνα θὰ μπορούσαμε, ὄχι ἀβάσιμα νομίζω, νὰ ἑρμηνεύσουμε ὡς πολιτισμό· ὁ ὁποῖος πολιτισμὸς φυσικὰ εἶναι τρόπος, πράττειν καὶ ποιεῖν, καὶ ὄχι ἰδεολογίες ἢ τεχνολογίες, ἀντιθέτως δὲ ὅπως μοῦ φαίνεται ἐξ ὁλοκλήρου τρόπος τοῦ κοινωνεῖν, σχέσεις.

Σκοπὸς λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου, νὰ μιλήσω γιὰ τὴν φυλή μας, εἶναι τὸ νὰ τακτοποιήσῃ, νὰ γεωμετρήσῃ, τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν πέριξ αὐτοῦ κόσμο, ὥστε καὶ ὁ Κόσμος, μὲ τὴν σειρά του, νὰ τὸν ἀναβαπτίσῃ  μέλος θειοτέρου γένους μὲ μεγαλύτερη εὐχέρεια χρήσεως τῆς ἐρωτικῆς δυνάμεως, μία πορεία ὅπου στὸ τέλος τῆς διαδρομῆς, καὶ μέσῳ συνεχομένων ἀλλαγῶν τῆς ψυχονοητικῆς δομῆς τοῦ ὄντος, ὁδηγεῖ στὴν θέωσι. Οἱ ἀδύναμοι ὅμως ἢ μὴ ἕτοιμοι χαρακτῆρες ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταπεξέλθουν στὸ κοσμικὸ καὶ προσωπικό τους καθῆκον καὶ μὲ τρόπον ἀδέξιο χειρίζονται τὴν δύναμι.  Εἶναι ἐξόχως δύσκολο νὰ δαμάσῃς καὶ νὰ χαλιναγωγήσῃς τὴν ἄγρια ῥοὴ τῶν ἐρωτικῶν ὑδάτων καὶ νὰ ἱππεύσῃς τὸ κῦμα τους, ἐπιλέγοντας συνειδητὰ τὸν παραπάνω τελικὸ προορισμό. Τὸ κλειδὶ κρίνω πὼς εἶναι ἡ διοχέτευσις τῆς δυνάμεως ὅπου χαρίζει ὁ ἔρως στὴν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν ἐραστὴ δημιουργία, κυρίως στὸ πνευματικὸ ἀλλὰ καὶ στὸ ὑλικὸ πεδίο. Διαφορετικὰ καὶ ὅπως βλέπουμε συνήθως νὰ συμβαίνῃ στὴν ζωή, μπορεῖ νὰ ἀποβῇ διαλυτικὴ γιὰ τὸν ἑαυτό, μία ἐμπειρία καταστροφικὴ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸ Ἐγὼ εἴτε σὲ ὀπισθοχώρησι καὶ περιχαράκωσι εἴτε σὲ ξόδεμμα τοῦ ἱεροῦ σώματος καὶ ἀνώφελο σκόρπισμα τῶν ψυχικῶν δυνάμεων.

Ἡ ἀπὸ κοινοῦ δημιουργία γεννᾷ τὴν μυητικὴ σχέσι διδασκάλου καὶ μαθητοῦ, ὅπου οἱ ἐραστὲς κατέχουν τοὺς δύο ῥόλους ταυτοχρόνως. Καὶ σαφῶς ἡ ἀνώτερη δημιουργία εἶναι ἡ ἴδια ἡ σχέσις. Δίπλα στοὺς παραλλήλους δρόμους τοῦ μέχρι τότε βίου τῶν ἐραστῶν ξεκινᾷ ἕνας τρίτος κοινός, ἀρχικῶς παράλληλος πρὸς τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐν καιρῷ συγκλίνουν καὶ τελικῶς ἑνώνονται, ἂν καὶ πάντα ὑπάρχει ἕνας μυστικὸς παράδρομος. Μέσα ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀπόκτησι ποικίλων ἐμπειριῶν καὶ ἀντιμετωπίζοντας τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς καὶ τὶς εὐχάριστες, οὐδέτερες ἢ δυσάρεστες ἐναλλαγὲς τῆς τύχης, σφυρηλατοῦν παρομοίως, τὰ δύο πρόσωπα ὡς συνασπισμένοι σύμμαχοι πλέον, κοινὸ τρόπο σκέψεως καὶ δράσεως ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν περιστάσεων, ὅμως ὄχι ἁπλῶς υἱοθετῶντας ὁ ἕνας τὸν μηχανισμὸ τοῦ ἄλλου, τοῦτο θὰ ἦταν λάθος. Ὁ νέος κοινὸς τρόπος, εὐγενέστερος καὶ ὑψηλότερος, θὰ πρέπῃ νὰ ὑπερβῇ τοὺς προηγουμένους ἔχοντας ὡς σκοπὸ τὴν ἐξύψωσι τῶν ἐραστῶν σὲ μία νέα ψυχονοητικὴ κατάστασι, στὴν ἀναγέννησι αὐτῶν ὡς κοσμικῶν πολεμιστῶν. Ἡ ἐρωτικὴ δύναμι δύναται, μὲ τὴν ὀρθὴ καὶ πάντα μέσα ἀπὸ λάθη κατακτημένη χρῆσι της, νὰ ἐξυψώσῃ τοὺς ἐραστὲς σὲ ὄντα ἀνώτερα. Νομίζω κάπως ἀνάλογο μὲ τὸν παραπάνω συλλογισμὸ κηρύττει μὲ τὸν ποιητικό του λόγο ὁ Χριστιανόπουλος στὸ ποίημα «Κατάνυξη».

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.  

Καὶ ἐδῶ μοῦ ἔρχεται στὸν νοῦ τὸ σύμβολο τοῦ λυκανθρώπου, ὄχι βεβαίως ἀπὸ τὸν γνωστὸ μῦθο ἀλλὰ μὲ μίαν ἔννοια βαθύτερη ὅπου τοῦ ἀποδίδει ὁ μυστικισμός. Ὁ μύστης λυκάνθρωπος γιὰ ὡρισμένους ἀποκρυφιστὲς εἶναι τὸ ὄν ὅπου κατορθώνει νὰ δαμάσῃ τὴν ἀρχαία δύναμι καὶ νὰ μετατρέπῃ τὸ σκότος σὲ φῶς, τὸ χάος σὲ τάξι, τὴν ἀσχήμια σὲ κάλλος, τὸ κτῆνος σὲ ἄνθρωπο, στὸ μικρό του ἔστω πεδίο· ὄν στὸ σύνορο δύο κόσμων, ὁ κατ’ ἐξοχὴν κοσμικὸς πολεμιστής. Οἱ ἐραστὲς μποροῦν νὰ τιθασεύσουν τὴν ἐρωτικὴ δίνη ἀνοίγοντας πύλη πρὸς τὰ ἀνώτερα πεδία καὶ νὰ αὐλακώσουν τὴν ἀχαλίνωτη ῥοή της καθοδηγῶντας την στὸ νὰ ξεπλένῃ τὸ σκότος μὲ φῶς, τὸ χάος μὲ τάξι, τὴν ἀσχήμια μὲ κάλλος καὶ νὰ ἐξανθρωπίζῃ τὸ ἐντὸς κτῆνος.

Στὴν ἀστρολογία ὁ πλανήτης τῆς Ἀφροδίτης κυβερνᾷ τὸ ζώδιο τῶν Ταύρων καὶ κυρίως τῶν Ζυγῶν. Ὁ ἥλιος στὸν Ζυγὸ εἶναι ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, γιὰ νὰ δανειστῶ τὴν ὡραία ἔκφρασι ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Τὸ σύμβολό του, ἡ ζυγαριά, τὸ μοναδικὸ ἄψυχο σύμβολο τοῦ κύκλου, καὶ γιὰ τοῦτο κάποιοι ὀνομάζουν τοὺς Ζυγοὺς «ἄψυχους», δηλαδὴ ἀνθρώπους ὅπου μποροῦν νὰ κλειδώνουν τὰ συναισθήματά τους ὥστε νὰ ἀποδίδουν δικαιοσύνη καὶ ὡς γεφυροποιοὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων νὰ παρατηροῦν ψυχρὰ ὅλες τὶς πλευρὲς ὥστε νὰ ἐντοπίζουν τὸ ἀνείδωτο γιὰ τοὺς πολλοὺς μονοπάτι ὅπου διαπερνᾷ τὰ πράγματα. Αὐτὰ σὲ συμβολικὸ μόνον ἐπίπεδο. Ὅμως κάτι ἀνάλογο νομίζω ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν πολεμικὴ Ἀφροδίτη γιὰ νὰ δαμαστῇ τὸ ἄγριο κῦμα τῶν ἐρωτικῶν ὑδάτων, ἔτσι ὥστε νὰ χρησιμοποιηθῇ γιὰ τὸν σκοπὸ ὅπου ἀνέφερα παραπάνω. Νὰ κατανοήσῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ κοσμικὸ δίκαιο, τὸν συμπαντικὸ Νόμο ὁ ὁποῖος ὑμνεῖται στὸν ὀρφικὸν ὕμνο, καὶ νὰ τὸν υἱοθετήσῃ ὡς μηχανισμὸ κλειδώματος τῶν χαοτικῶν συναισθημάτων τῆς ἀτελοῦς ἀνθρωπίνης φύσεως· ἡ ὁποία ὄντας ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητη μπροστὰ στὴν πίεσι τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἀνάγκης πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖται σὲ ἀκραῖες συμπεριφορές. Ἔτσι θὰ μπορῇ νὰ διοχετεύῃ τὴν ἐρωτικὴ δύναμι, κοινὸ καὶ μέγα ἔργο μὲ τὸν ἐραστή του, στὸν ἀγῶνα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τριπλῆς ἁρμονίας, καὶ νὰ ἐπιτελῇ τὸ κοσμικὸ καὶ προσωπικό του καθῆκον, τὰ ὁποῖα ἄλλως τε εἶναι συνυφασμένα. Ἡ ταραχώδης θάλασσα τῶν συναισθημάτων ἄνευ σκοποῦ καὶ προορισμοῦ καταλήγει πολλὲς φορὲς σὲ ναυάγια. Ὅταν ἡ μάχη πολεμηθῇ καὶ ὁ ἀγῶνας ἔχει αἴσια ἔκβασι, ἡ γεωμετρία εἶναι τὸ ἀκριβό μας ἔπαθλο, τὸ χρυσοῦν γέρας. Ἡ γεωμετρία εἶναι (πάντα) τὸ ζητούμενο.



Πίνακας: William-Adolphe Bouguereau


αναδημοσίευση από:  

Ἐν Μακεδονίᾳ

«μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου» ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΥ. ΣΑΡΡΗΣ

https://saritori.blogspot.com/

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Ο προορισμός και ο στόχος (ο κ. Γκοριτζάκης)…


         
Ο
κ. ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΤΥΧΑΙΑ Σ'ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΑΣΗ. Έμαθε πως απ'αυτήν περνάει το λεωφορείο που θα τον πάει στον επιθυμητό του προορισμό. Έχω έναν προορισμό, σκεφτόταν, όχι ένα στόχο όμως. Ίσως αν φτάσω στον προορισμό μου να μου αποκαλυφθεί και ο στόχος. Εκτός κι αν τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα, μονολογούσε καθώς είχε στηθεί στο σημείο αυτό και ξεκίνησε η περίεργη διαδικασία της αναμονής αυτού του λεωφορείου.
          Πέρασαν μερικές ώρες αλλά το λεωφορείο δεν φαινόταν. Όταν ήρθε στη στάση ο κος Γκοριτζάκης, ήταν μεσημέρι και τώρα σουρούπωνε κιόλας. Ήταν προχωρημένο φθινόπωρο και άρχισε να κρυώνει λιγάκι. Δεν το σκεφτόταν αρνητικά. Δεν πρέπει να σκέφτομαι ποτέ αρνητικά, είπε στον εαυτό του. Όποιος σκέφτεται αρνητικά ακυρώνει το αποτέλεσμα της σκέψης και η σκέψη πρέπει να οδηγεί κάπου. Εκτός κι αν ο νους σκέφτεται απλά και μόνο γιατί του αρέσει ή γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
          Πέρασε το βράδυ, ξημέρωσε η επόμενη ημέρα και το λεωφορείο δεν ερχόταν. Ο κ. Γκοριτζάκης περίμενε υπομονετικά. Ακόμη η υπομονή του δεν είχε καταστεί ακριβώς αυτό που θα έλεγε κανείς 'αξιοθαύμαστη' αλλά πάντως κέρδιζε συνεχώς πόντους προς αυτή την εκλεκτή θέση. Το βράδυ το πέρασε κουρνιασμένος πάνω στο άβολο παγκάκι της στάσης και λίγο μετά τις δυόμισι κοιμήθηκε και είδε ένα παράξενο όνειρο. Ήταν παιδί, δέκα χρόνων και παρακολουθούσε λαθραία τους γονείς του να κάνουν έρωτα στην κρεβατοκάμαρά τους. Η μητέρα του βογκούσε και έγδερνε με πρωτοφανή μανία την πλάτη του πατέρα του ο οποίος ανέπνεε βαριά και έσπρωχνε βίαια μπρος πίσω το κορμί του σε μια διαρκή προσπάθεια να διεμβολίσει τη μητέρα του. Η σκηνή τον θύμωσε, άνοιξε την πόρτα και μπήκε αποφασισμένος να διακόψει αμέσως αυτό το αίσχος! Πριν προλάβει να πει ή να κάνει οτιδήποτε παρακολούθησε έκπληκτος την αγαπημένη του μητέρα να στρέφει ένα τεράστιο Μάγκνουμ -και είχε την βεβαιότητα ότι επρόκειτο για το ίδιο όπλο του θρυλικού «Βρόμικου Χάρρυ»- και να ετοιμάζεται να αδειάσει το περιεχόμενό του πάνω του! Ακινητοποιήθηκε και πριν αντιδράσει, ο πατέρας του σηκώθηκε, κατέβηκε από το συζυγικό κρεβάτι και στάθηκε ολόγυμνος, ως άλλος Αδάμ εμπρός του! Πρώτη του φορά έβλεπε τον ανδρισμό του πατέρα του αλλά αυτό ανήκε σε άλλη σφαίρα συλλογισμών που θα τον απασχολούσαν αργότερα. Προς στιγμήν είχε να κανονίσει το υπέρ-επείγον ζήτημα της ζωής ή του θανάτου του! Ο πατέρας του τού άστραψε ένα δυνατό χαστούκι που δεν το ένιωσε καθόλου γιατί είχε στυλωθεί τώρα και κοιτούσε την απόκρυφη περιοχή της μητέρας του. Το Μάγκνουμ τον απειλούσε θανάσιμα αλλά εκείνος είχε μαγευτεί, είχε αποβλακωθεί σχεδόν με το θέαμα του γυναικείου αιδοίου... Και τότε...
          Δεν πρόλαβε να δει τη συνέχεια του ονείρου. Κάποιος τον ξύπνησε ταρακουνώντας τον βίαια. Ήταν μια γιαγιά που τον κοιτούσε περίεργα. Ακολούθησαν κάποιες σύντομες εξηγήσεις για να ξεφορτωθεί την αδιάκριτη γερόντισσα και έμεινε πάλι μόνος στην στάση του.
          Διαπίστωσε τρία πράγματα.
          Πεινούσε πολύ.      
          Η εικόνα της μυστικής περιοχής της μητέρας του ήταν ανάγλυφη εμπρός του.
          Και είχε στύση.
          Λίγο αργότερα πέρασε κάποιος που πουλούσε κουλούρια και μπόρεσε να ξεγελάσει την πείνα του. Από το ψιλικατζίδικο απέναντι αγόρασε και δυο μπουκάλια νερό.
          Εξακολουθούσε να σκέφτεται περίεργα τη μητέρα του όμως.
          Γύρω στο μεσημεράκι είχε μια συνάντηση με κάποιον αστυνομικό ο οποίος τον πληροφόρησε πως η στάση αυτή είχε καταργηθεί και κανένα λεωφορείο δεν θα περνούσε από κει στον αιώνα τον άπαντα. Δεν τον πίστεψε τον αστυνομικό. Όχι πως ήταν φύσει καχύποπτος, όμως ήξερε καλά πως τίποτε δεν καταργείται παρά μονάχα αυτο-καταργείται και πως η έννοια του χρόνου είναι καθαρά φιλοσοφική και καθόλου ετεροπροσδιορίσιμη. Με άλλα λόγια, φιλοσοφώντας με συνοπτικές διαδικασίες, έστειλε τον αστυνομικό στον αγύριστο και κούρνιασε ξανά στο παγκάκι για να περιμένει το λεωφορείο του.
          Πέρασε ένας μήνας περίπου. Τον ενοχλούσε η απλυσιά του αλλά ήταν ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα. Το μείζονος ήταν το λεωφορείο. Το λεωφορείο και ο προορισμός που δεν ταυτίζεται πάντα με το στόχο.
          Πέρασαν δυο μήνες.
          Πέρασαν τέσσερις μήνες.
          Κάποια μέρα στο ακάλυπτο οικόπεδο που βρισκόταν πίσω από τη στάση του εμφανίστηκαν κάποιοι τοπογράφοι και άρχισαν να μετράνε. Δέκα μέρες μετά εμφανίστηκαν συνεργεία εργατών, μηχανήματα, μπουλντόζες. Ήταν φανερό πως από δω και πέρα η ευλογημένη ησυχία που είχε η στάση του πήγαινε περίπατο. Άλλη μια πολυκατοικία θα χτιζόταν και τουλάχιστον, σκέφτηκε, θα έχω την ευκαιρία να παρακολουθήσω από το μηδέν την ανέγερσή της. Υπάρχει μια γλυκιά ηδονή στο να παρακολουθείς οτιδήποτε αλλά υπάρχει αληθινή ευτυχία στο να παρατηρείς κιόλας, σκέφτηκε και η σκέψη του τον άφησε ικανοποιημένο.
          Όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση της πολυκατοικίας, είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από την πρώτη ημέρα που ο κ. Γκοριτζάκης είχε σταθεί σ'αυτή τη στάση και περίμενε το λεωφορείο του. Είχαν γίνει πολλά σ'αυτά τα τρία χρόνια. Αλλά δεν είχε γίνει το βασικότερο. Το λεωφορείο παρέμενε άφαντο!
          Ο κ. Γκοριτζάκης ξύπνησε ένα πρωινό κοιτάζοντας την θεόρατη πολυκατοικία που δέσποζε στην περιοχή, εκεί που λίγα χρόνια πριν υπήρχε μονάχα ένα άδειο αν και βρόμικο οικόπεδο. Και ξαφνικά το αποφάσισε! Θα αγοράσω κι εγώ ένα διαμέρισμα σ'αυτή την πολυκατοικία. Θα περιμένω το λεωφορείο μου μέσα στο ζεστό μου σπιτάκι, δε θα ξεπαγιάζω πια σ'αυτό το ξύλινο παγκάκι, δε θα με περονιάζει το κρύο του Γενάρη ούτε θα με σιγοψήνει ο καύσωνας του Ιούλη. Θα περιμένω το λεωφορείο μου με την άνεσή μου και όταν εμφανιστεί... τι θα κάνω όταν θα εμφανιστεί το λεωφορείο μου;
          Όλη την επόμενη ημέρα την ανάλωσε σκεφτόμενος την ορθότητα της απόφασής του. Μια απόφαση θα πρέπει να παίρνεται ύστερα από εξονυχιστική διερεύνηση όλων των εναλλακτικών θέσεων και η τελική επιλογή θα πρέπει να είναι όχι η βολικότερη αλλά η αληθινά ορθότερη, είπε στον εαυτό του.
          Το ίδιο βράδυ και μετά από τρία χρόνια είδε ξανά εκείνο το όνειρο και μάλιστα από το σημείο που είχε μείνει πριν τον ξυπνήσει βίαια σκουντώντας τον εκείνη η παλιόγρια.
          Στεκόταν ξανά, δίπλα στο μεγάλο, διπλό κρεβάτι των γονιών του, όρθιος, αποσβολωμένος, άναυδος και εκστατικός, με τα αδιάκριτα μάτια του να ρουφάνε την υπέροχη εικόνα του αιδοίου της μητέρας του που εξακολουθούσε να τον σημαδεύει με το φονικό της όπλο. Ο πατέρας του τον αποκαλούσε 'βλαμμένο' και 'τρόμπα' και ούρλιαζε έξαλλος στο αυτί του, όμως εκείνος δεν έλεγε να το κουνήσει από την θέση του. Ήθελε να το κοιτάζει συνέχεια, ήθελε να το χαϊδέψει, ήθελε να το αγγίξει. Και όταν έκανε την κίνηση προς τα εμπρός ακούστηκε ο πυροβολισμός και... ο κ. Γκοριτζάκης πετάχτηκε κάθιδρος στο σκληρό του παγκάκι. Ήταν βράδυ ακόμα, θεοσκότεινα και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο κ. Γκοριτζάκης για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε την καρδιά του να θέλει να ανοίξει το στήθος του και να πεταχτεί έξω. Οι φλέβες του βρίσκονταν σε μια περίεργη αρμονική σύνθεση σφυροκοπημάτων και το κεφάλι του πονούσε φριχτά. Με σκότωσε, είπε δυνατά, με σκότωσε!
          Όταν συνήλθε είχε ξημερώσει για τα καλά. Την ίδια μέρα, μια μέρα του πέμπτου Νοέμβρη που ζούσε περιμένοντας το λεωφορείο του σ'αυτή την στάση αγόρασε ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην πρόσοψη.
         
          Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια.
          Στη γειτονιά που ζούσε πια σαν μόνιμος κάτοικος, όλα είχαν αλλάξει. Και ο ίδιος είχε αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια περιμένοντας το λεωφορείο του. Είχε πυκνά μαλλιά και γενειάδα που έφτανε ως το στέρνο του και οι ρυτίδες είχαν ζώσει τα μάτια και το μέτωπό του. Στο βλέμμα του όμως υπήρχε πάντα η ίδια λάμψη, στη ψυχή του η ίδια φλόγα, τίποτε εκεί δεν είχε αλλάξει. Μονάχα που είχε αρχίσει να φοβάται πως το λεωφορείο του ίσως να μην περνούσε ποτέ. Η μοναχική στάση παρέμενε στη θέση της και τις περισσότερες ώρες της ημέρας καθόταν στη βεράντα του και την κοιτούσε. Κάποιες φορές τον πλημμύριζε μια παράλογη νοσταλγία για το παγωμένο πια, παγκάκι του, που τον είχε φιλοξενήσει τόσες αμέτρητες μέρες και νύχτες και τα μάτια του βούρκωναν. Πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις στον προορισμό σου, μονολογούσε και σκούπιζε τα δάκρυά του, πόσο δύσκολο...
          Πέρασαν 24 χρόνια.

          Εκείνο το βράδυ, ανήμερα των γενεθλίων του, ο κ. Γκοριτζάκης είχε σταθεί όρθιος στον καθρέφτη και εξέταζε την εικόνα του εαυτού του. Είναι μια εικόνα, το είδωλο, δεν είναι ο εαυτός μου, είπε αλλά δεν μπορούσε να μην μελαγχολήσει με το θέαμα που αντίκριζε. Τα μαλλιά του παρέμεναν πυκνά και μακριά αλλά ήταν σχεδόν άσπρα όπως και τα γένια του που σκέπαζαν πια όλο του το στήθος σχεδόν. Οι ρυτίδες είχαν βαθύνει και είχαν σκάψει το πρόσωπό του. Είμαι σαν ερημίτης, είπε και χαμογέλασε. Και τι κάνουν οι ερημίτες; Προσεύχονται, μάχονται, ανεβαίνουν τον Γολγοθά του εαυτού τους, σκοντάφτουν, πέφτουν κι άντε πάλι απ'την αρχή. Αυτό είμαι. Ένας ερημίτης, ένας ασκητής στην έρημο του εαυτού μου, στον Γολγοθά της ψυχής μου.
          Εκείνο το βράδυ είδε ξανά το όνειρο. Και το είδε ως το τέλος.
          Η μητέρα του είχε στρέψει το όπλο αργά αλλά σταθερά προς τον πατέρα που την κοίταξε με γουρλωμένα, έκπληκτα μάτια και λίγο πριν ορμίσει να της αρπάξει το φονικό σιδερικό από τα χέρια, εκείνη πάτησε την σκανδάλη δυο φορές με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία. Ο πατέρας κειτόταν νεκρός, δίπλα του, στα πόδια της συζυγικής κλίνης και κάτω από το γυμνό του σώμα είχε αρχίσει να σχηματίζεται κιόλας μια σκούρα κόκκινη κηλίδα. Η μητέρα φαινόταν ατάραχη παρά το φόνο που μόλις είχε διαπράξει και συνέχισε να κρατά σφιχτά το όπλο στο χέρι της. Το παιδί Γκοριτζάκης γρήγορα ξέχασε τον νεκρό πατέρα του γιατί του είχε κλέψει την προσοχή το περίεργο βλέμμα της μητέρας του και το θλιμμένο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Το παιδί χώθηκε στην γυμνή αγκαλιά της και εκείνη άρχισε να το χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά του πριν ακουστεί και ο τρίτος πυροβολισμός.
          Το παιδί Γκοριτζάκης τινάχτηκε τρομοκρατημένο. Το μισό κεφάλι της μητέρας του είχε γίνει μια άμορφη μάζα από μυαλά και κομμάτια κρανίου πάνω στον τοίχο. Το παιδί Γκοριτζάκης πήρε το πιστόλι από το χέρι της μητέρας του και βγήκε από το υπνοδωμάτιο με αργά, σταθερά βήματα. Πήγε στο δωμάτιό του, έκρυψε το ζεστό όπλο κάτω από το μαξιλάρι του και έπεσε να κοιμηθεί.
         
          Ο κ. Γκοριτζάκης αυτή τη φορά δεν πετάχτηκε ιδρωμένος από το κρεβάτι του. Ξύπνησε ήρεμος και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν σχεδόν πέντε το πρωί. Η καρδιά του δεν χτυπούσε σαν τρελή, δεν ήταν ιδρωμένος.
          Σηκώθηκε, φόρεσε τις παντούφλες του και βγήκε στην βεράντα. Δεν τον άγγιξε η διαφορά θερμοκρασίας που χτύπησε το σώμα του. Στύλωσε το βλέμμα του στην στροφή του δρόμου και είδε δυο φωτεινές δέσμες από προβολείς να σχίζουν το πέπλο της νύχτας. Αμέσως άκουσε και τον ήχο μηχανής. Σε δευτερόλεπτα διέκρινε τον όγκο ενός λεωφορείου να πλησιάζει. Χαμογέλασε. Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στην έρημη στάση και η πόρτα άνοιξε. Ο κ. Γκοριτζάκης χαμογέλασε ξανά. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και η πόρτα έκλεισε, το λεωφορείο επιτάχυνε, εξαφανίστηκε στην επόμενη στροφή.
         
          Ο κ. Γκοριτζάκης μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρά του και κάθισε το ίδιο ήρεμος, το ίδιο χαμογελαστός στο κρεβάτι του.
          Σήκωσε το μαξιλάρι του και πήρε στα χέρια του το μεταλλικό αντικείμενο που βρήκε εκεί. Το χάιδεψε για λίγο απαλά και το ξανάβαλε στη θέση του. Έπεσε στο κρεβάτι, έκλεισε το φως και κοιμήθηκε...

* * *


Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Μέδουσες



Κάτι λείπει εδώ…

Κάτι που φοβάται να υπάρξει…

Κοιτάμε μέσα απ’το γυαλί του ενυδρείου τα πλάσματα με τα πτερύγια… τον κόσμο εκείνο που απλώνεται μακριά… και είναι εχθρικός… δεν τον αναγνωρίζουμε… είναι όμορφος και ξένος…

Και μέσα μας γεμίζει το απεριόριστο με κάτι ψηλαφητό… με κάτι που μοιάζει με εσωτερική μέδουσα με ίνες που μας μαστιγώνουν και πονάμε… κάτι σαν ζελές που πάλλεται, ανασαίνει ανεξάρτητα από εμάς, ζει βυθισμένο στα αρχαία του βάθη… και που και που αναδύεται, μας ενοχλεί, μας πονά και μετά χώνεται πάλι στην άβυσσό του…

Ξαφνικά, όλα μάς μιλούν για εκείνο που κάποτε ήμασταν και τώρα το χάσαμε… το χάσαμε για πάντα…

Η νοσταλγία μάς πλημμυρίζει...  αυτό που ήμασταν κάποτε

Αυτό που χάσαμε για πάντα…

Όμωςείμαστε ακόμη ικανοί να κοιτάζουμε… ίσως κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε… κάποτε όμως, όχι ακόμα.

Μα είμαστε ικανοί να κοιτάζουμε. Μέσα απ’το γυαλί του ενυδρείου. Τα αλλόμορφα πλάσματα με τα άδεια μάτια και τα μεγάλα σκοτεινά πτερύγια… κολυμπούν στο αμνιακό υγρό της Ύπαρξης και δεν φοβούνται… ή κι αν φοβούνται σιωπούν, εργάζονται το επόμενο λεπτό, την ίδια τη μακάβρια και υπέροχη στιγμή που ζουν… χωρίς το χρόνο… χωρίς το τσεκούρι της μνήμης… χωρίς το μαχαίρι της ελπίδας…

Εκεί εμείς δεν θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε… δεν έχει σημασία… αυτό που ήμασταν τότε, έφυγε… κάποιες ποιότητες σαν μακρινή αύρα έρχονται στο στόμα μας και είναι γεύσεις γλυκόπικρες, παράξενες.

Ευτυχώς, μένουν για λίγο. Αρκεί να πλύνουμε το στόμα μας με τη σκέψη και όλα καθαρίζουν…

Γυρνάμε το βλέμμα απ’το μονότονο θέαμα των πλασμάτων που πλησιάζουν το γυαλί για μια στιγμή και ύστερα συνεχίζουν την περιπλάνησή τους και απομακρυνόμαστε…

Αυτό δα το μάθαμε καλά.

Αιώνες τώρα…

Να απομακρυνόμαστε…

Κυριακή 19 Μαΐου 2019


Εἴθε νὰ μὴν ὑπῆρχα
μαβὴς ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς, ἀλητεία.
Κι ἂν εἶπα τὶς προάλλες τὴ ζωὴ ἀντίρρηση τοῦ σκούληκα
δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
ἡ ἀπελπισία.
Θὲς τὸ ζῷο θὲς ὁ ἅγιος τίμημα ἡ ἀπουσία.
Κορφόνυχα μὲς στὴ φωτιὰ σὲ ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου καὶ χρόνια
ἔκανα ῾γὼ τὸ μπόι μου βλαστοβολώντας ὕψος
χωρὶς νὰ συμβουλεύομαι
κακοὺς ὀνειροκρῖτες καὶ θολὰ μαντεῖα.
Δὲν ἀναμέτρησα κινδύνους, ἀποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στὰ χρυσάνθεμα ὁρκίστηκα στὴ χλόη
κι ὅπως ρεκάζει ἐπιστήθιος ἄνεμος ἀπὸ βροχερὰ
συμπεράσματα
στὰ ἐρυθρὰ χαλάσματα τοῦ ἥλιου ξαναφαίνομαι
κι ἀνιστορῶ τὰ ρόδινα νεφρά μου.


Νίκος Καρούζος, "Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη".

(Απόσπασμα).

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Να ‘θυμώνεις’ πνευματικά –όχι συναισθηματικά…



Τ
ο Έργο επιτελείται κατά στάδια. Έχει αναβαθμούς. Και απαιτεί χρόνο. Χρόνο και μελέτη. Μελέτη και υπομονή. Υπομονή και… ψυχραιμία. Ένα σύντομο αφήγημα θα διαλύσει τα νέφη της απορίας.
Ένας καλός φίλος, σε μακρινές εποχές, συνήθιζε να διαβάζει ένα απόσπασμα από τη Γραφή κάθε απόγευμα και έπειτα, σε έξαλλη κατάσταση, εκσφενδόνιζε το βιβλίο του προς οιαδήποτε κατεύθυνση. Μια μέρα μού τηλεφώνησε κατά τις 7.00. Για την ακρίβεια με ξύπνησε.
«Σε ξύπνησα;», με ρώτησε επαναλαμβάνοντας την ίδια περιττολογία που χαρακτηρίζει όλους μας για να καταπολεμήσουμε την αμηχανία.
«Τι σημασία έχει; Τώρα έγινε», του είπα. «Συμβαίνει κάτι;»
«Κερνάω καφέ»
«Σε λίγο πάω στη δουλειά», του είπα. Λάθος. Ήταν Κυριακή. Ο φίλος μου κι εγώ λοιπόν, σε λιγότερο από μια ώρα καθόμασταν ολομόναχοι σε καφέ του Πειραιά με την κοπέλα που πήρε παραγγελία να μας στραβοκοιτάζει.
«Μου κάνει εντύπωση», του είπα μετά την πρώτη γουλιά και με κάποια νεύρα για το βίαιο ξεσηκωμό μου Κυριακάτικα.
«Τι πράγμα;»
«Η επιμονή σου με την Αγία Γραφή… αφού ό,τι διαβάζεις σε εκνευρίζει… γιατί δεν την παρατάς;»
«Αυτή θα ήταν μια ήττα που δεν θα την επέτρεπα να μου συμβεί», είπε. Ήταν και αυτός αρπαγμένος. Για άλλους λόγους.
«Δεν φταίει η Γραφή», του είπα και τον φούντωσα περισσότερο.
«Τι φταίει;»
«Εσύ»
Τον είδα να κουνάει το κεφάλι του.
«Χτες ας πούμε… τι έγινε;»
«Χτες τα πήρα πολύ άγρια… έφτασε η Γραφή απέναντι, στη γειτόνισσα», είπε και ανακάθισε.
Χαμογέλασα.
«Τι γελάς; Της χτύπησα το κουδούνι βραδιάτικα… ευτυχώς δεν με παρεξήγησε… είχε προσγειωθεί στο μπαλκόνι της»
«Ευειδής η γειτόνισσα;», τον ρώτησα με νόημα.
«Μια χαρά. Και νεοτάτη»
«Άρα κάνεις και γνωριμίες…», είπα και ο εκνευρισμός του πήρε φωτιά.
«Θα σου πω τώρα τι κάνω πρωινιάτικα και σένα»
«Καλά… εντάξει… ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Τι προκάλεσε την οργή σου;»
Ο φίλος μου ήπιε όλο τον υπόλοιπο καφέ του, παρήγγειλε δεύτερο και άρχισε να μου ιστορεί.
«Με τάραξε αυτή η… συνάντηση του Ιησού με τη Χαναναία… τα θυμάσαι το περιστατικό… από τον Ματθαίο…»
Του έγνεψα καταφατικά.
«…το διάβαζα, το ξαναδιάβαζα… πόσο πολύ τα είχα πάρει… οι Εβραίοι από πάνω κι εμείς από κάτω… δεν το αντέχουν, με νιώθεις φίλε; Δεν το αντέχουν ότι εμείς ήμασταν και είμαστε οι από πάνω… και παρουσίασαν την ειδωλολάτρισσα γυναίκα να ικετεύει τον Ιησού να θεραπεύσει την κόρη της… κι αυτός την αποκάλεσε ‘ψωριάρικο σκυλί’… ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων… ‘δεν χαραμίζω τα θαύματα για τους κωλο-έλληνες’, της πέταξε στη μούρη… εκεί ήταν που πήγα να πετάξω τη Βίβλο για πρώτη φορά… αποφάσισα όμως να περιμένω… ε, στο τέλος δεν άντεξα… το κέρατό μου…»
Η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα ξαναδεί τόσο οργισμένο το φίλο μου… το σκηνικό μού φάνηκε προς στιγμήν εντελώς σουρεαλιστικό… να θυμώσεις για ένα περιστατικό που ‘συνέβη’ κάποτε, δυο χιλιάδες χρόνια πριν σε κάποια περιοχή έξω από την Ιουδαία ανάμεσα στον Ιησού και μια άγνωστη γυναίκα… εντελώς τρελό μού φάνηκε για μια στιγμή… όμως μετά άρχισα να το βλέπω διαφορετικά.
Τα πνευματικά ζητήματα δεν έχουν ηλικία. Η αλήθεια δεν έχει ηλικία. Η ζωή δεν έχει ηλικία. Ούτε ο θάνατος.
Γιατί θυμώνουμε με τα πνευματικά ζητήματα; Γιατί κάνουμε ‘συναισθηματικές αναγνώσεις’ ενώ θα έπρεπε να κάνουμε πνευματικές.
«Αν δεν πάψεις να βλέπεις τη Γραφή σαν το μπεστ-σέλλερ του μήνα ή του χρόνου και δεν αρχίζεις να ‘αποστασιοποιείσαι’ αυτά θα παθαίνεις», του είπα ξαφνικά και τον έκανα να σιωπήσει, να ακινητήσει με την κούπα καφέ στο χέρι.
«Τι θέλεις να πεις;», με ρώτησε με χαμηλωμένο τόνο φωνής.
«Θέλω να πω ότι διαβάζεις συναισθηματικά και ανάλογα ερμηνεύεις. Αν δεν κατανοείς το ‘συναισθηματικά’ ας το διατυπώσω διαφορετικά. Διαβάζεις ως αναγνώστης που θέλει να ‘πάρει θέση’, να βρει ήρωα να ‘ταυτιστεί’, να ελευθερωθεί μέσω του ήρωα… αυτή δεν είναι μελέτη ενός ιερού κειμένου, είναι κάποιο τεύχος του Λούκυ-Λουκ… και χωρίς να σε διασκεδάζει κιόλας… γι αυτό θυμώνεις… Έλληνες εναντίον Εβραίων… στη Βίβλο κερδίζουν οι Εβραίοι, δεν έχεις καμιά ελπίδα… πάρτο απόφαση… κι ας υπάρχουν εδάφια που δήθεν ‘σημαίνουν’ το αντίθετο… κι εσύ κάνεις μια ιδεολογική ανάγνωση, βουτάς με όλο σου το πάθος και πιάνεις τον Ιησού από το λαιμό επειδή μίλησε άσχημα στη Χαναναία… δεν κάνουμε δουλειά έτσι…»
Ο φίλος μου ολοκλήρωσε και τον δεύτερο καφέ του… σιωπηλός όμως. σκεφτόταν.
‘Ώστε αυτό κάνω λοιπόν… ταυτίζομαι’
«Είμαστε παιδιά της εικόνας, του κινηματογράφου… ό,τι ξέρουμε το μάθαμε πρώτιστα από τις εικόνες και έπειτα από την προσωπική μας εμβύθιση στο βάθος των γεγονότων… δεν λειτουργούσαν έτσι κάποτε τα πράγματα… κάποτε οι άνθρωποι μάθαιναν δια της ακοής όχι δια της οράσεως… σήμερα δεν αρκεί καν η εικόνα… είμαστε οι πιο έξυπνοι ηλίθιοι της ιστορίας… πολύπλοκοι στη διαδικασία και ρηχοί στην ουσία… με άλλα λόγια…»
«Με λες ηλίθιο;» με ρώτησε δήθεν ενοχλημένος.
«Έξυπνο ηλίθιο… έχει διαφορά. Αυτό λοιπόν που πρέπει να κάνεις…»
«…είναι να το πάρω αλλιώς!», είπε ξαφνικά σα να φωτίστηκε.
«Ακριβώς! Κάποιος που μελετά την ελληνική μυθολογία βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα… ο Δίας ήταν ατακτούλης και άπιστος, η Ήρα γκρινιάρα και σκρόφα, ο Άρης ήταν ο Ράμπο και η Αφροδίτη η… τέλος πάντων πρωί πρωί… τι θα του έλεγες αυτού του ανθρώπου; Ήταν οι Έλληνες άραγε τόσο ολιγόνοες ώστε να θυσιάζουν στα σχήματα, στις μορφές και στα είδωλα; Αυτή τη θεώρηση υιοθετούμε για τους προγόνους;»
«Με μια πρώτη ανάγνωση όμως αιφνιδιάζεσαι… πρέπει να το παραδεχτείς…», μου αντιγύρισε ξεθαρρεμένος.
«Είσαι στο μονοπάτι της πνευματικής αναζήτησης χρόνια φίλε μου… πώς καταδέχεσαι να αρκείσαι στην ‘πρώτη’ ανάγνωση; Και να με ξυπνάς πρωί πρωί με τη δροσούλα για να σου εξηγώ τα αυτονόητα;»
Ο φίλος μου έκανε μια χειρονομία ‘συγνώμης’. Ύστερα έπεσε και πάλι σε στοχασμό.
«Και πώς γίνεται να μη θυμώνει κανείς;»
«Να θυμώνεις… αλλά όχι συναισθηματικά… πνευματικά. Πάει να πει να επιστρέφεις στον τόπο του εγκλήματος όπως κάθε καλός ‘ντετέκτιβ’… ‘θα το βρω το κλειδί’ να λες ‘τσαντισμένος’… με τον εαυτό σου όμως… το μυαλό δουλεύει, η ψυχή επαναστατεί, η καρδιά χτυπά δυνατά… είσαι σε κίνηση, σε συναγερμό… όλα συνεργάζονται εντός σου… κι όλη τούτη την ενέργεια που σπατάλησες στην εξαλλοσύνη και το θυμό την παροχετεύεις σε άλλο κανάλι πλέον… και πυροδοτείς τον μυητικό στοχασμό…»
Έπεσε σιωπή.
«Άλλο καφέ;»
Τον είδα να μού χαμογελά συνωμοτικά.
«Το παράκανες μου φαίνεται… σε όλα υπερβολικός!»
«Μου αρέσει να μιλάμε… γι αυτό…»
«Ας σηκωθούμε να περπατήσουμε καλύτερα… έχουμε να πούμε κι άλλα. Είπες θα κεράσεις… δεν βλέπω να βγάζεις το πορτοφόλι», είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα.



Τρίτη 14 Μαΐου 2019

[όροι του σκοτεινού]



Ώστε λοιπόν ο άνθρωπος δεν είναι ροϊκός… ίσως ο Ηράκλειτος να είχε άδικο… ο μεγάλος Σκοτεινός μπορεί να έσφαλλε… μπορεί ο άνθρωπος να μεταβάλλεται διαρκώς καθώς όλα γύρω του αενάως μεταβάλλονται, μεθίστανται, μεταποιούνται… ναι… όμως… ίσως εκείνος δεν ρέει ενιαία. Διαρρέει περισσότερο… κι αυτό έχει μεγάλη διαφορά… σχεδόν οντολογικής τάξης…

Θυμάμαι μια ομιλία στον Πόρο… εποχές προπαίδευσης, εποχές που τότε δεν μπορούσα να αξιολογήσω το ατίμητό τους… μας είχαν μαζέψει ως συνήθως στη μεγάλη αίθουσα… τούτο το πρωινό, βροχερό θυμάμαι, είχαν καλέσει έναν ψυχίατρο… δεν θυμάμαι το όνομά του ούτε το βαθμό του… θυμάμαι πως όλο σχεδόν το στρατόπεδο είχε στριμωχτεί στην πελώρια αίθουσα για ‘να ακούσει’ τα ενδιαφέροντα λόγια ενός ακόμη προσκεκλημένου γαλονά που δικαιολογούσε κάποια έξοδα του προϋπολογισμού του ΓΕΝ.

Θυμάμαι ακόμη τον εαυτό μου, κάπου εκεί, στο τέλος της αίθουσας, μακριά… στοχαζόμουν, ως συνήθως… είχα το μυαλό μου άλλα... ο άνθρωπος είχε αρχίσει την ομιλία του στο αναλόγιο… οι ναύτες δεν έδιναν δεκάρα… σκέφτονταν χίλια δυο, μιλούσαν μεταξύ τους ή απλά ξεκουράζονταν… το πρόγραμμα όλων ήταν πολύ φορτωμένο και το σοκ της ναυτολόγησης ήταν πολύ νωπό… τι δουλειά είχαμε όλοι εμείς εκεί πέρα;

Θυμάμαι μια λέξη που με έβγαλε από τη βύθισή μου… fragmentation… ο άνθρωπος την είπε καθαρά… την τόνισε… βγήκα από τα μέσα μου και άρχισα να τον παρακολουθώ… πάτησα μάλιστα και σε ένα τραπέζι για να μπορώ να τον βλέπω καθαρά… μιλούσε για τον κερματισμό, το κομμάτιασμα του ψυχικού κόσμου… δεν καταλάβαινα τίποτα… ένιωθα αλλά ήθελα να καταλάβω… ο άνθρωπος κάτω από τρομακτικές πιέσεις της ζωής, κάτω από ειδικές συνθήκες, κάτω από φοβερό στρες μπορεί να χάσει τη συγκρότησή του… να ‘σπάσει’, να γίνει θραύσματα, να γίνει διακριτά τμήματα… ο άνθρωπος παύει να είναι ενιαίος, άλλωστε ποτέ δεν ήταν… παύει να έχει την αυτό-εικόνα του αμιγή, παύει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα όλο… γίνεται πολλοί, γίνεται fragments

Παραμέρισα τους γύρω μου, πάτησα πάνω σε κορμιά, έφτασα τελικά κοντά στον απορημένο αξιωματικό που με έβλεπε να τον πλησιάζω σαν μαγεμένος… χαμογέλασε νομίζω… ίσως όχι για μένα…

Τέλειωσε η ομιλία του και είχα παραμείνει μόνος μέσα στην πελώρια, άδεια πλέον αίθουσα να στοχάζομαι όλα αυτά τα σημαντικά που είχα ακούσει από αυτόν τον άνθρωπο…

Ώστε ο άνθρωπος δεν είναι κάτι ενιαίο, μονοπαγές, σταθερό και ανάλλακτο… τότε; Τότε ποιος σκέφτεται τώρα; Ποιος αντικρούει; Ποιος εποπτεύει όλη τούτη τη δράση; Με κείνες τις παράξενες και ασύμβατες με το χώρο και τις περιστάσεις σκέψεις, βγήκα από την αίθουσα και αναζήτησα κάποιους συναδέλφους για να ανταλλάξω δυο τρεις κουβέντες…

Σήμερα σκέφτομαι πως ακόμη και η έννοια του συνεχούς μπορεί να είναι ευόλισθη δομικής αμφισβήτησης… όμως από την άλλη… αν μετείχε κάποιος ολοκληρωτικά σε οποιοδήποτε βίωμα, θα επιβίωνε;

Μπορεί ο μεγάλος και ιδιότροπος Εφέσιος να γελούσε μόνος του όταν άφηνε τα αποτυπώματα των σκοτεινών στοχασμών του στις επόμενες γενιές… δεν έδινε δεκάρα, είναι βέβαιο… ή έτσι ήθελε να ξέρουν οι άλλοι τουλάχιστον… γιόρταζε τη μοναχικότητά του, επισκοπούσε από τα ύψη του το ανθρώπινο μελίσσι που πάσχιζε να επιβιώσει άλλη μια μέρα κάτω από τον ήλιο και ύστερα έκλαιγε για τη σκληρή μοίρα όλων μας… όλου του κόσμου, όλων των υποστατών και ψηλαφητών… όλης της κτίσης… ένα μοναχικό ταξίδι μέσα στο άπειρο του σύμπαντος…

δηλαδή του εαυτού…

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

όχι για πολύ ακόμα…


Κανένας δεν μάς περίμενε αδελφέ μου στις Σκαιές Πύλες.
Υπήρχε μια ιδιαίτερη ησυχία σε τούτο τον τόπο της αναχώρησης. Μια ησυχία που ορίζουν ο χρόνος και η απουσία χρόνου.

Ο ουρανός ήταν εχθρικός, σκοτεινός και λάβρος. 
Είχες ένα βλέμμα γλυκό, παιδικό, ήρεμο. Δεν σε ενοχλούσε εσένα ποτέ ό,τι γινόταν έξω. Δεν έδωσες ποτέ σου σημασία στις μεταβολές της φύσης, στα παιχνιδίσματα του ανέμου, στα ερωτικά καλέσματα της θάλασσας. Δεν μπορούσε εύκολα να σε ξεγελάσει τίποτε που οι αισθήσεις μακαρίζουν και οι οφθαλμοί ερωτεύονται. Το παλίμβουλο της φύσης φρόνημα εσένα δεν σε άγγιξε ποτέ.
Ήξερες πως όλα βρίσκονται μέσα μας. Ήξερες πως ό,τι δεχόμαστε και ό,τι αρνιόμαστε, ό,τι ονοματίζουμε και ό,τι αποσιωπούμε, ό,τι χαρίζουμε κι ό,τι μάς δωρίζουν είναι μικρές ψηφίδες σε ένα παλίμψηστο που κάποτε θα διαβρωθεί, θα σπάσει, θα χαθεί. Για πάντα.
Σε κρατούσα από το χέρι σα να ήσουν μικρό παιδί. Κι εσύ δυσφορούσες και με άφηνες. Ήθελες να περπατήσεις μόνος σου, ήθελες να τρέξεις σε τούτα τα λιγοστά τελευταία μέτρα ως το Μεγάλο Κατώφλι. Μα εγώ δεν μπορούσα να σε αφήσω και σ’έπιανα πάλι. Αιχμάλωτο για πάντα σε ήθελα, δικό μου κι αυτό ποτέ σου δεν μού το συγχώρησες.
Και σε τούτες τις φοβερές πύλες δεν μάς περίμενε κανείς.
Ολόγυρα ένα σκληρό, αμείλιχο τοπίο. Ένα τοπίο αγέλαστο, πανάρχαιο, σιωπηλό.
Ανάσαινες βαριά τώρα κι ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Τι ερχόταν τώρα; Τι μάς περίμενε; Μα για τα όσα άφηνες πίσω σου είχες προ πολλού αδειάσει την ψυχή σου και δεν ενδιαφερόσουν. Ούτε για μένα πια ενδιαφερόσουν καθώς το βήμα σου γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονο. Ήθελες να γνωρίσεις τι συμβαίνει, ήθελες να ψηλαφήσεις το αναπόδραστο, να κοινωνήσεις το αιώνιο. Η ψυχή μου ζήλεψε την αγέρωχη στάση σου, το γενναίο σου πνεύμα. Δεν ήσουν εσύ που φοβόσουν, εγώ ήμουν.
Σαν φτάσαμε κάτω απ’τις Πύλες άρχισε να πνέει ένας παράξενος, ζεστός άνεμος. Δεν έκανες καμιά κίνηση να προστατευτείς. Γύρισες μονάχα και με κοίταξες για μια στιγμή μού άφησες το χέρι και προχώρησες. Νόμιζα πως θα διαλυθώ σε όλα μου τα εκατομμύρια κύτταρα από τούτο τον αποχωρισμό μα σε κοιτούσα στέρεος ακόμα και όρθιος να διαβαίνεις θαρρετά το πιο φοβερό κατώφλι της Ύπαρξης.
Λίγο πριν σε χάσω μέσα στο στροβιλισμό αυτού του λίβα που κατέκαιε το πρόσωπό μου, γύρισες και με κοίταξες ξανά, για στερνή φορά. Δεν μού χαμογελούσες, δεν είπες τίποτα. Κι ύστερα χάθηκες μέσα στο πέρασμα που οδηγεί τα ανθρώπινα πλάσματα από το μερικό στο Όλο και από το πολλαπλό στο Εν…
Έμεινα κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ακίνητος και περίμενα… δεν ήξερα τι… πού να γυρίσω, είπα, πού να πάω… σκέφτηκα να κινήσω κι εγώ μπροστά, να σ’ακολουθήσω, να χωθώ κι εγώ μέσα στην νεκροδίνηση αυτή που μαινόταν ολόγυρα μα σιγά σιγά έπαυε.
Έκλεισα τα μάτια και με την απόφαση να πυργώνεται μέσα μου έκανα ένα βήμα μπρος… κι άξαφνα μια τρομερή δύναμη με τίναξε προς τα πίσω και βρέθηκα ξαπλωμένος πάνω σ’αυτό το ξερό, άνυδρο χώμα.
Άρχισε να βρέχει… ένα γκρίζο, βρομερό ψιλόβροχο… οι σταγόνες πέφταν στο κεφάλι και στα χέρια και με έκαιγαν…
Σηκώθηκα, γύρισα το σώμα μου αργά και πήρα το δρόμο της επιστροφής…

Όχι για πολύ αδελφέ μου, είπα μέσα μου…
όχι για πολύ ακόμα…



Time Gate

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Το δωμάτιο


The Table of Souls



One thousand steps to the demise of the day.
One thousand degrees while the sun flares and wanes.
As I stare at the curve of the spine of this land
One thousand bottles pass through my hands.
Now they say you’ve gone under but I saw you ascend
Holding aloft a gold ring and a brand.
Now a thousand meanings have clouded that code.
And one thousand sorrows have darkened my road.
When will I find the light?
How will I use the light?
And by my very life
Do I reduce the light?
Will the light that I lack come back to smite my diffident soul?
What did my empty hands hold?
We came upon that bright plain, strangers
One thousand miles till we met on that hill.
Then down into the valley where the rain rages
One thousand years and it’s raging still.
Now all cries for mercy they go unheeded
And miseries worsen and miseries pour.
Then finally left to bow down, defeated
A thousand supplicants to the wrath of the Lord.
Did we receive the light?
Why did we leave the light?
To grope a vacant night like naked acolytes
Gone blind to the Christ from the thousand sights our eyes did behold
Trauma upon trauma upon trauma, one thousand fold.
From my chair I stare at the encroachment of night.
A herd of women pass through my sights.
A herd of men construct castles in clay.
I heard you coming from miles away.
But I defy you to smile should you look on my face
All the traits you revile are carved into that space.
And if you don’t want for violence, don’t speak and don’t think.
Simply sit there in silence and silently drink.
And should we find the light
Since we maligned the light
We’ll simply act contrite
And crawl to paradise
Two parasites for the Lord, restored at last to the Table of Souls.
To the Table of Souls. To the Table of Souls. To the Table of Souls.

Lyrics by Michael Bradley