Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

τρυφερότητα...



Σ’
έναν κόσμο από σακατεμένα εγώ που ανθίζουν πάνω στις μολυσμένες λίμνες του κυνισμού και της εαυτολατρείας, θα περίμενε κανείς πως εκείνο που θα δοξολογείται θα περιέχει τις ποιότητες μιας άλλης δύναμης. Μιας δύναμης ικανής να τα αλλάξει όλα. Να τα δικαιώσει όλα. Να τα ακεραιώσει. Δηλαδή να τα σώσει.

Κι όμως, δεν συμβαίνει.

Σ’έναν κόσμο που κινητροδοτείται και αιμοδοτείται από τον παρασιτισμό της εγωλαγνείας και του συναισθηματικού αυτισμού, θα ανέμενε κανείς πως εκείνο που θα αναζητείται είναι μια ανάσα φωτός και ανοιχτοσύνης.

Κι όμως, δεν συμβαίνει.

Γιατί αν υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να απαντλήσει όλα αυτά τα τοξικά λύματα της κεντρομόλου και εγωσυντονικής κούρσας προς τον ειναιικό θάνατο, είναι μονάχα η τρυφερότητα.

Κάποιοι πιστεύουν ότι η τρυφερότητα είναι μια εκδήλωση ασθενικής, αδύναμης, ηττοπαθούς φύσης. Πως ο τρυφερός άνθρωπος είναι κατά κάποιο τρόπο ανεπαρκής, ελλειμματικός, ενδοτικός και ευόλισθος στην συγκατάβαση, ακόμα και στο συμβιβασμό.

Δεν γνωρίζουν όσοι τα σκέφτονται ή τα πρεσβεύουν όλα αυτά πως η τρυφερότητα είναι η ισχυρότερη δύναμη του ανθρώπου! Δεν γνωρίζουν πως η τρυφερότητα είναι η μεγαλύτερη επανάσταση και μαζί νίκη του ανθρώπου. Νίκη πάνω στον άπληστο εκτατισμό του βρυαρού υπερ-λυρικού και νοσηρού συγκινησιασμού, στην άλογη και έξαλλη προσπάθεια του υπετροφικού εγώ να κυριαρχήσει πάνω στους άλλους, πάνω σε οτιδήποτε δεν είναι μέρος του.

Πως ο τρυφερός άνθρωπος, τούτο δεν υποψιάζονται ακόμα, είναι σαν ένα υπέροχο και πανέμορφο δάσος που πάντοτε όμως κρύβει και σκληρά μυστικά και αρχέγονες δυνάμεις αντίστασης και δράσης! Δυνάμεις ως τα σήμερα ανίκητες, αξεπέραστες, ασύγκριτες!

Γιατί τη σκληρότητα δεν την αντιπαλεύεις με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα.

Τον κυνισμό δεν τον δαμάζεις με ακόμα ρυπαρότερο κυνισμό.

Ό,τι περιέχεις είναι μολυσματικό μονάχα αν έχεις δηλητηριαστεί πνευματικά.

Ό,τι εκφράζεις είναι βδελυρό μόνο αν πηγάζει από τις χαίνουσες πληγές της νοσηρότητας.

Δεν είναι εύκολο να εκδηλώνεις τρυφερότητα ακόμα κι αν είσαι τρυφερός. Γιατί όλο τούτο εύκολα χλευάζεται, συκοφαντείται, υπονομεύεται.

Μα είναι αναγκαίο γιατί η ψυχή μας διψά και αν ποτίζεται μόνο από τις ρηχές λίμνες της χυδαιότητας και του καθημέριου λυγμού δεν μπορεί παρά να επιστρέφει πόνο και λυγμό.


Κι αναζητά η ψυχή τους περήφανους καταρράκτες της τρυφερότητας για να ξεδιψάσει αληθινά. Και να προσφέρει έπειτα στον τολμητία που προσπέρασε το προφανές για να ανακαλύψει το κεκρυμμένο, ορίζοντες δροσιάς και ουρανούς γλυκύτητας…

Duet...

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Έτσι ‘οφείλουν’ να φεύγουν οι ποιητές...

[κάποιες σκέψεις με αφορμή την αναχώρηση της Κ. Δημουλά]

If or poetry in motion
gerard sexton

Αποτελεί άλλη μια μελαγχολική διαπίστωση και με το φόβο να με αναγνώσει κάποιος στραβά, καταθέτω την διαπίστωση και ας με ‘διαβάσει’ έκαστος κατά τα δικά του φρονήματα. Η ευθύνη της πρόσληψης των πραγμάτων δεν είναι πάντοτε δική μας. Η ευθύνη όμως της διερμηνείας τους και μετ-εργασίας τους στον ενδόκοσμό μας είναι αποκλειστική προνομία μας.
Φεύγουν οι ποιητές από τούτο τον ψευδό-κοσμο της φθοράς και της παχυλής ψηλάφησης των αισθητών και των ‘αντικειμένων’, όπως ήλθαν… αθόρυβα και εν σιγή… έτσι τους πρέπει και έτσι τους αρμόζει… ακόμη κι αν γνώρισαν την όποια εφήμερη ‘δόξα’ ανάμεσα στους συνανθρώπους τους και συναθλητές στο αρχαιώνιο αγώνισμα του βίου, ακόμη κι αν έχουν απολαύσει τιμών και διακρίσεων από δημάρχους, κυβερνήτες, υπουργούς και πρωθυπουργούς. Ακόμη και αν έχουν εκφωνήσει βαρυσήμαντους λόγους που δεν άγγιξαν κανέναν. Ακόμη και αν έχουν γράψει με το αίμα της ψυχής τους στίχους και ρίμες που τους κόστισαν κομμάτια από το είναι τους και τους ακρωτηρίασαν.
Έτσι ‘οφείλουν’ να φεύγουν οι ποιητές και κάθε άλλη ‘τιμή’ και ‘αφιέρωμα’ και ‘δοξολογία’ και ‘ενθύμηση’ και ανάλυση ‘του έργου και της προσφοράς τους’ είναι κατ’εμέ μια τρανή απόδειξη και κατάδειξη της ανεπάρκειάς μας να συντονιστούμε με ρυθμούς και καρδιακούς παλμούς άλλης τάξης, άλλων δονήσεων, άλλων διαστάσεων. Εκείνο που με παρηγορεί περισσότερο είναι να βλέπω ή να ακούω συνανθρώπους μου να μνημονεύουν σε ανύποπτο χρόνο ένα στίχο ή μια αποστροφή του Καβάφη, του Σεφέρη, της Δημουλά, του Μπάιρον και μάλιστα σε τόπους και στιγμές που δεν θα περίμενε κανείς. Σε κάποιο καφέ ένα μεσημέρι Κυριακής, σε κάποιο σταθμό λεωφορείων, σε μια ουρά αναμονής μιας δημόσιας υπηρεσίας. Όταν η ποίηση μεταβολίζεται σε καθημέριο λόγο των ‘απλών’ ανθρώπων σημαίνει πως ο Όλυμπος κατέβηκε στις πεδιάδες και στις πόλεις και στους δρόμους κι έγινε από νέκταρ και αμβροσία των αθανάτων πρωινό και δεκατιανό και γεύμα των ‘πολλών’…

Και το χαμόγελο όλων εκείνων που αθανάτισαν τις στιγμές μας και αιωνίωσαν τον πόνο μας με το λόγο και την ανάσα τους είναι ένα ρίγος που το αισθάνεσαι στη ράχη της ψυχής σου…

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

γαρμπίλι




Με πυρετούς
τανάλιες κόκκινες
που έσφιγγαν λαιμούς
ιδρώτες 
λευκό γαρμπίλι
στο μέτωπο
υποδεχόταν ο λεπρός την αγιοσύνη
της κάθε μέρας
και ο έγκλειστος σακάτης
πόρνος
την κουρασμένη βλασφημία
της κάθε νύχτας

μετά το Ένα
μετά το φως
μετά το άοδμο
αίμα
ο άνθρωπος χλομός
ο άνθρωπος όρθιος
ο άνθρωπος
υβός

ανασαίνοντας το χτες
εισπνέοντας θάνατο
μνήμες
καταβροχθίζοντας

με θόρυβο
με θόρυβο
με θόρυβο

σαρκώνεται
θνητός κι όμως
τον αθάνατο καμώνεται

θάνατο εισπνέοντας


ζωή εκ-πνέει

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Η ετοιμότητα της φυγής...




Ε
ίναι η ζωή μια διαρκής και ατελεύτητη ασκητική ανάβασης;
Μια ασκητική πένθους;
Αν είναι πράγματι έτσι γιατί η ετοιμότητα της φυγής αποδεικνύεται πως αποτελεί το πιο δύσκολο απ’όλα τα επιτεύγματα στην πνευματική ωρίμανση του ανθρώπου;
Η ετοιμότητα της φυγής… γιατί άραγε θα πρέπει να είναι κανείς ‘έτοιμος’ να φύγει;
Γιατί θα πρέπει να ζει κανείς διαρκώς ‘με μια βαλίτσα στο χέρι’;
Γιατί να μην αφεθεί;
Γιατί να μην ‘ξεχαστεί;’
Γιατί να μην έχει το δικαίωμα της λήθης του θανάτου;
Θυμάμαι μια συνομιλία με μια παλιά φίλη που αποτελεί και την αφορμή αυτής της ανάρτησης. Είχαμε συναντηθεί στο φιλόξενο σπίτι ενός κοινού φίλου και κάποια στιγμή θέλησε να μου αναφέρει ένα όνειρό της. Ένα όνειρο που θεωρούσε ‘σημαδιακό’.
«Είδα πως βρισκόμουν σε ένα μεγάλο κρουαζιερόπλοιο», μου είπε κι ήταν ήδη αναστατωμένη καθώς αναβίωνε το όνειρό της. «Κόσμος πολύς σ’αυτό το τεράστιο πλοίο και λογής λογής. Θυμάμαι πως κάποιοι ήταν σε μια διαρκή ετοιμότητα, σε μια έντονη ανησυχία, σε μια αφύσικη εγρήγορση… όχι εγώ… εγώ ήμουν σε μια αναπαυτική ξαπλώστρα σε κάποιο ευρύχωρο κατάστρωμα, παρέα με τα παιδιά μου και απολάμβανα το ταξίδι. Δεν μπορούσα να κατανοήσω γιατί υπήρχε σε κάποιους αυτή η ‘πολεμική’ ετοιμότητα. Οι περισσότεροι δεν ήταν έτσι. Ήταν μάλλον σαν κι εμένα, ανέμελοι. Άλλοι πάλι σουλατζάριζαν ήρεμα και στοχαστικά και περνούσαν από μπρος μου. Κανείς δεν μιλούσε στους άλλους όμως γύρω του. Όλοι ήταν απορροφημένοι στον εαυτό τους, όλοι ήταν σε μια περίεργη μοναξιά.
Δεν ήμουν εκεί για διακοπές. Αυτό το ένιωσα, δεν το ήξερα. Ούτε που πήγαινε το πλοίο είχα ιδέα. Όμως κάποια στιγμή ένιωσα πως το πλοίο ζύγωνε στον προορισμό του. Είδα κάποιους συνεπιβάτες να βαδίζουν νευρικοί προς την πλώρη, άλλοι απλώς περνούσαν σαστισμένοι, επικρατούσε ένας σχετικός αναβρασμός. Όχι πανικός όμως. Άλλωστε οι περισσότεροι ήταν όπως εγώ. Απολαμβάναμε ακόμα το ωραίο ταξίδι.
Κάποια στιγμή με πλησίασε ένας σοβαρός άντρας με στολή. Κατάλαβα ότι ήταν ο πλοίαρχος. Μόλις τον είδα από πάνω μου τα χρειάστηκα. Δεν είχε κάτι ευχάριστο να μου ανακοινώσει ή να μου πει, το αισθάνθηκα»
-Τι κάνεις εσύ εδώ;, με ρώτησε αυστηρά και αμέσως σηκώθηκα από την ξαπλώστρα μου λες κι είχα κάνει κάτι κακό κι έπρεπε να απολογηθώ.
Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Δεν ήξερα. Συνειδητοποίησα όμως ότι ξαφνικά το ταξίδι είχε τελειώσει και με είχε βρει απροετοίμαστη.
-Ξεχάστηκα, αυτό βρήκα να του πω και με πήραν τα κλάματα…»
Η φίλη μου τελείωσε την αφήγησή της μέσα σε έντονη συγκίνηση. Μου είπε μάλιστα πως όταν ξύπνησε κάθιδρη, έκλαιγε ακόμη και αναστέναζε. Το όνειρο την είχε συνταράξει ως τα κατάβαθα του είναι της.
«Πιστεύεις πως το όνειρό μου έχει κάποιο ιδιαίτερο περιεχόμενο ή απλά έτσι το βιώνω εγώ;»
Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή είχα πολλές σκέψεις μέσα μου και καμιά δεν ήταν επεξεργασμένη. Της υποσχέθηκα να της απαντήσω σε μερικές ημέρες αν ακόμη ενδιαφερόταν. Είχε διηγηθεί το όνειρό της σε πολλούς ανθρώπους όχι μόνο στον δικό μας ‘κύκλο’ αλλά γενικώς. Και είχε λάβει πολλές και διάφορες ‘ερμηνείες’.
Τώρα, το θέμα που απασχολούσε εμένα δεν ήταν τόσο μια ‘ικανοποιητική’, πάει να πει ‘ικανή’ ερμηνεία ενός ονείρου. Το ζήτημα των ονειρικών προτυπώσεων ή αποτυπώσεων είναι πολύ μεγάλο και δεν έχω καμιά ειδίκευση στον τομέα αυτό. Μπορεί να έχω διαβάσει κάποια βιβλία ή να με είχε απασχολήσει παλαιότερα εντός του πεδίου των αναζητήσεών μου αλλά για να πω την αλήθεια, δεν είχα ποτέ την τάση να δίνω μεγάλη σημασία στα όνειρα και τα ενύπνια.
Το συγκεκριμένο αφήγημα όμως είχε συγκρότηση, ενδιαφέρον και πιστεύω πως απεικόνιζε γλαφυρά την εγγενή αγωνία της ονειρευόμενης για τη ζωή και το θάνατο. Αυτό περίπου της είπα και όταν επικοινώνησα μετά από λίγες ημέρες. Είναι βέβαιο πως επρόκειτο για ένα όνειρο που θα την απασχολούσε για πολύ καιρό ίσως και για πολλά χρόνια. Όλοι έχουμε δει ‘προφητικά’ ή ‘σημαδιακά’ ή άλλα τέτοια όνειρα… μερικά εγγράφονται εντός μας ανεξίτηλα…
Κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη φίλη εξέφρασε ονειρικά και αρκετά ‘λογοτεχνικά’ αυτό που αποτελεί εν τέλει ο ίδιος ο κύκλος του βίου για όλους μας. Απλώς, όταν το ζεις ως πρωταγωνιστής και όχι ως ‘θεατής’ η εμπείρωση ίσως να είναι και τραυματική. Ξύπνησε γεμάτη από την αγωνία του επερχόμενου πέρατος του ταξιδιού… ήταν επίσης γεμάτη ενοχές… έζησε ‘ανέμελα’ χωρίς καμιά ‘προετοιμασία’ για το τέλος… το τέλος με μια έννοια αρκετά ειρωνική ‘την έπιασε στον ύπνο’.
Καμιά ετοιμότητα εδώ λοιπόν.
Εκείνη πίστευε πως ο ‘καπετάνιος’, ο ένστολος άντρας που την επέπληξε τόσο αυστηρά δεν ήταν άλλος από τον Ιησού. Με άλλα λόγια της είπε: Τι έκανες σε όλη σου τη ζωή; τίποτα. Απλά αγνάντευες το πέλαγος… πώς αξιοποίησες το δώρο που σου εμπιστεύτηκα; Πώς ετοιμάστηκες για ‘την άλλη όχθη’; Δεν έκανες τίποτα άλλο από το να… ‘ζεις’.
Κατά την ταπεινή μου άποψη ο ένστολος άντρας ήταν ο εαυτός της που απλώς την ήλεγχε για την… αμεριμνησία της. Είχε κάνει ένα ολόκληρο ταξίδι χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Το αντελήφθη μονάχα στο τέλος του. Ή έστω, λίγο πριν το τέλος.
Η απάντηση που του έδωσε μάλιστα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι το κλειδί: Ξεχάστηκα. Μια ολότελα παράξενη απάντηση για έναν ταξιδιώτη που στο κάτω κάτω αυτό ακριβώς ήθελε, να ‘ξεχαστεί’. Όπως όταν πηγαίνει κάποιος διακοπές με ένα πλοίο. Ο στόχος είναι ακριβώς αυτός, να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Όμως εδώ υπάρχει κάτι άλλο. Το ταξίδι αυτό δεν ήταν ταξίδι αναψυχής. Ήταν το ταξίδι της ίδιας της ζωής της. Και ο εαυτός της –με τη μορφή του ένστολου αξιωματικού- την ήλεγξε αυστηρά. Δεν είχες δικαίωμα να ξεχαστείς…
Γιατί άραγε;
Το πολύ ενδιαφέρον αυτό όνειρο της φίλης μου γέννησε αλυσιδωτούς στοχασμούς. Η φίλη μου αυτή είναι μια γυναίκα που ασχολείται έντονα με τα λεγόμενα πνευματικά ζητήματα. Είναι ένας μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος. ‘Ψάχνεται’ από νεαρής ηλικίας. Στις συναντήσεις μας κατά καιρούς θυμάμαι πως διετύπωνε εύστοχα και αιχμηρά ερωτήματα. Τα περισσότερα είχαν να κάνουν ακριβώς με τη ζωή και το θάνατο. Όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που έχουν μεταφυσικές και πνευματικές εκζητήσεις και ανησυχίες. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο με ενεργό πνευματικό εαυτό. Πιθανώς υπερβολικά ενεργό σε κάποια δεδομένη χρονική περίοδο της ζωής της. Ίσως αυτή η εποπτεία υπερέβη τα όρια και εκφράστηκε με αυτό το όνειρο στο ασυνείδητό της. Ίσως.
Όμως το βασικό, το πυρηνικό ερώτημα πάει οπωσδήποτε πέρα από το όνειρο αυτό. Διότι η αλήθεια είναι πως όλοι οι πνευματικοί διδάσκαλοι καλούν σε εγρήγορση, σε διαρκή ετοιμότητα τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται να αναφέρει κανείς σχετικά εδάφια από την Καινή Διαθήκη, επί παραδείγματι όπου είναι σαφής και ανάγλυφη η αγωνία του Ιησού ή του Παύλου για το μη επιτρεπτό της ‘ανάπαυσης’ στις βιοτικές μέριμνες. Ο Ιησούς μάλιστα κάποτε επέπληξε και την Μάρθα, την μια αδελφή του Λαζάρου για την υπερβολική της ενασχόληση με τις ‘αγγαρείες’ του νοικοκυριού της ενώ η αδελφή της, η Μαρία, είχε καθίσει στα πόδια Του και άκουγε τα λόγια Του. Ακολούθησε μάλιστα και διάλογος της εκνευρισμένης Μάρθας για την αδιαφορία της Μαρίας και η απάντηση του Ιησού (στο Λουκά όλ’αυτά).
Η ετοιμότητα της ‘φυγής’, της ‘αναχώρησης’ βέβαια είναι ένα τεράστιο θέμα, ένα μεγάλο ζήτημα που αγγίζει βαθύτερα επίπεδα, αμιγώς υπαρξιακά.  Θα έλεγα, εν τέλει, μυητικά.
Αυτό το ‘ξεχάστηκα’ όμως στο όνειρο της φίλης μου, έχει και μια τρυφερότητα, μια λύπη, μια μελαγχολία… Πολλές φορές το ανακαλώ ή το σκέφτομαι. Μπορεί η ατραπός να είναι μια στενή οδός και τεθλιμμένη, μπορεί ο πνευματικός αγώνας να είναι σκληρός και διαρκής και απαιτητικός, όμως η ανθρώπινη συνθήκη περιλαμβάνει και την ανάπαυση, την αποδοχή των όρων του βίου, την προσωρινή έστω ‘ανακωχή’…
Αν είναι η αποστολή του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του, να εναρμονίσει τις δονήσεις του, να πνευματικοποιηθεί, να ανέλθει, να εκφύγει της χυδαίας προσκόλλησης σε οτιδήποτε, δεν είναι άραγε και η πρόσκαιρη καταφυγή αι ανάπαυση στο πεπερασμένο, το ενθαδικό, το γαιώδες, το χοϊκό ένα άνοιγμα φωτός που δικαιούται;

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020


Είπε

μπορώ ακόμα με τα δάχτυλα του νου

να σε ψηλαφήσω

είχες πάντα

μια γεωγραφία μυστική


όχι πια…


και δεν χρειάζομαι τώρα

τις προσδοκίες

τις φαντασιακές αναστατώσεις

για να επαίρομαι πως σε πυρπολώ

ή πως σε αγνοώ

στα όνειρά μου

σ’αγαπώ σαν μια απέραντη έρημο

από κόκκους μίσους

σε αφομοιώνω…



Είπε

τις νιώθω

να σκαρφαλώνουν στο σώμα μου

σαν αναρριχώμενο φυτό

τις ώρες

τις νύχτες

τις ματαιώσεις…

ακινητοποιούμαι

έχοντας το βλέμμα

στο γενέθλιο φως…