Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Άφθαρτη...



Θέλω να σ' αγαπώ με έναν τρόπο μυστικό, αθέατο και ευγενικό.Κι εσύ, θέλω να μ' αγαπάς με ένα κρυφό στοίχημα στην καρδιά σου. 
Πως αν με χάσεις, τίποτα δεν θα έχεις χάσει παρά ένα απρόσιτο άγγιγμα ενός ιερού Πολεμιστή που σε ονειρεύτηκε για χίλιες αιωνιότητες.
Και πως αν με κερδίσεις, θα μοιραστούμε τους γαλαξίες και τα σύμπαντα που φανταστήκαμε.

Θέλω να είσαι πάντα ένα κάστρο απόρθητο, στην κορυφή του κόσμου. Κι εγώ ένας στρατός που στρατοπέδευσε ολόγυρα αλλά δεν σε πολιορκεί. Έρχονται στο πρόσωπό μου οι μυρωδιές του κορμιού σου αλλά δεν θέλω να τις μπολιάσω με τις δικές μου για να μην μαγαριστούν. Έρχονται στ' αυτιά μου οι φωνές σου αλλά δεν θέλω να συναντηθούν με τις δικές μου βλάσφημες κραυγές του πόθου. 
Κι έχω που και που την ευλογία να σε κοιτάζω από μακριά, να στέκεσαι αγέρωχη στο ακρόπυργο και να ανεμίζουν περήφανα τα μεταξένια μαλλιά σου, αληθινή Βασίλισσα των ονείρων μου. Μα δεν θέλω να εισβάλλω στο ακριβό σου οχυρό και να σε λεηλατήσω. Γιατί ξέρω πως όσα με έκαναν να εκστρατεύσω και να' ρθω ως εδώ, αν χιμήξω στο Άδυτό σου και σε κατακτήσω, όλα θα χαθούν. Από μυθική ιέρεια των στοχασμών μου θα γίνεις μια καθημερινή αγάπη που θα φτωχαίνει μέρα τη μέρα. Κι από απρόσιτη νεράιδα των ταξιδιών μου θα γίνεις μια γήινη και στέρεη υπόσχεση.

Είσαι ένα κάστρο μαγικό, απόρθητο και ονειρικό.
Όσο σ' αγαπώ, θα' μαι εδώ, απ' έξω και θα μοιράζομαι την αγάπη σου με τον άνεμο που θα μου φέρνει την μυρωδιά σου, τη φωνή και την ανάσα σου.
Όσο σ' αγαπώ, θα είμαι εδώ, φύλακας και φρουρός της αγιοσύνης τούτης της αγάπης που θα την πλένω νύχτα μέρα στο ποτάμι του μυστικού μου πόθου.
Κι όταν πάψω μια μέρα να σ' αγαπώ, θα φύγω και θα σ' αφήσω ανέγγιχτη, ακριβή και ακέραιη, όπως σε βρήκα.
Μαζί μου θα πάρω μονάχα τον άνεμο, την εικόνα και την μυρωδιά σου.


Έτσι θα είσαι αθάνατη, άφθαρτη και αιώνια μέσα μου...

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017



ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (JERUSALEM)

Αν σ΄εγκαταλείψω κατεργάζομαι την πέτρα
Αν γυρίσω σε σένα με κατεργάζει η πέτρα.

Σε ονομάζω Μέδουσα,
Σε ονομάζω μεγάλη αδελφή των Σοδόμων και των Γομόρων,
Εσύ, βαπτιστική κολυμπήθρα που έκανε τη Ρώμη να καεί.

Ο ψίθυρος των δολοφονημένων, τα ποιήματα σου στους λόφους.
Οι εξεγερμένοι λογοκρίνουν τους χρονικογράφους σου
Και στο μεταξύ αφήνω τη θάλασσα κι επιστρέφω,
Σε σένα επιστρέφω,
Για ΄κείνο το ρυάκι που μέσα του τρέχει η απελπισία σου.

Ακούω τους αφηγητές του Κορανίου, τους πεθαμένους, τα πτώματα.
Ακούω τη σκόνη εκείνων που κινούνται.
Αν και δεν έχω κλείσει ακόμη τα τριάντα, όμως μ έχεις θάψει ήδη μια φορά και μια ’ άλλη
Και ξανά εξ αιτίας σου
Αναδύομαι από τη γη.
Άφησε αυτούς που προσεύχονται για σένα να πάνε στην κόλαση,
Κι όσους πουλούν σουβενίρ από τον πόνο σου,
εκείνους που στέκονται όρθιοι με μένα στις φωτογραφίες.

Σε ονομάζω Μέδουσα,
Σε ονομάζω μεγάλη αδελφή των Σοδόμων και των Γομόρων,

Εσύ, κολυμπήθρα βαπτιστική που καις ακόμη


Najwan Darwish



μετ.: από τα ισπανικά Νίκος Βλαχάκης

πηγή: http://www.diapolitismos.net/

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

αναδημοσίευση από Diastixo.gr
http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/7359-vladimir-mayakovsky

"Γράμμα στον σύντροφο Καστρόφ απ’ το Παρίσι για την ουσία της αγάπης»
του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι


απόδοση: Ελένη Κατσιώλη
Το 1928 ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι πήγε στη Γαλλία ως διαπιστευμένος δημοσιογράφος. Είχε οριστεί συντάκτης στην εφημερίδα Κομσομόλσκαγια Πράβντα από τον Ταράς Καστρόφ στον οποίο έστελνε ειδήσεις για τη ζωή και την πολιτική στο εξωτερικό. Μετά από δύο μήνες έστειλε στον φίλο του Ταράς το ποίημα που ακολουθεί. Αιτία γι’ αυτό στάθηκε η γνωριμία του με τη Ρωσίδα πρόσφυγα Τατιάνα Γιάκοβλεφ την οποία ερωτεύτηκε.

Γράμμα στον σύντροφο Καστρόφ
απ’ το Παρίσι
για την ουσία της αγάπης
Συγνώμη
σας ζητώ,
σύντροφε Καστρόφ,
από τα βάθη
της ψυχής,
που μέρος
των στροφών μου
στο Παρίσι
σε συλλογή ποιητική
θα σπαταλήσω.
Για φανταστείτε:
μπαίνει
στη σάλα η καλλονή,
με γούνα και με χάντρες
στολισμένη.
Εγώ
αποφάσισα
να πω στην καλλονή:
– να έκανα καλά
ή όχι;
Σύντροφος είμαι,
από τη Ρωσία,
διάσημος στη χώρα μου εγώ,
είδα
κορίτσια πιο ωραία,
είδα
πιο λυγερά κορίτσια.
Τα κορίτσια
αγαπούν τους ποιητές.
Κι ακόμα είμαι έξυπνος
και φωνακλάς,
και αποσπώ την προσοχή
– και μόνο
να μ’ ακούσεις συμφωνείς.
Δεν
με πιάνεις 
σε ανάξια πράγματα   
με εφήμερα
αισθήματα.
Είμαι
 αιώνια
πληγωμένος από έρωτα
– μόλις που σέρνομαι.
Ο έρωτάς μου
γάμους δεν χρειάζεται:
παύει να μ’ αγαπάει,
εξαφανίζομαι.
Εγώ, σύντροφε,
σκοτίστηκα εντελώς
για το στεφάνι.
Να μπω στις λεπτομέρειες,
παρατήστε τα αστεία,
λοιπόν, η καλλονή μου,
δεν είναι είκοσι 
ούτε τριάντα...
και κάτι.
Ο έρωτας
δεν φουντώνει
εντυπωσιακά,
ούτε
σε καίει στα κάρβουνα,
αλλά
σηκώνει και βουνά στα στήθια
και
πάνω απ’ τα μαλλιά τη ζούγκλα.
Αυτό σημαίνει 
έρωτας:
στο βάθος της αυλής
να κυνηγάει
  μέχρι το βράδυ τις κουρούνες,
και με λαμπρό τσεκούρι,
κούτσουρα θα σκίζει,
καμαρώνοντας 
για τη δική του
δύναμη.
Έρωτας
είναι τα ξεσχισμένα από την αϋπνία
σεντόνια,
και ορμώντας έξω από αυτά
ζηλεύω τον Κοπέρνικο,*
αυτόν
κι όχι τον άντρα της Μαρίας Ιβάνοφ**
αυτόν
θεωρώ
αντίπαλό μου.
Ο έρωτας
για μας
  δεν είν’ παραδεισένιος,
ο έρωτας 
ο δικός μας
  θορυβεί,
που έβαλε πάλι
σε λειτουργία
η καρδιά
τον παγωμένο κινητήρα.
Εσείς
εκεί στη Μόσχα
μου κόψατε το νήμα.
Τα χρόνια
  δημιουργούν απόσταση.
Πώς θα μπορούσα
  εγώ
  εξήγηση
να δώσω;
Στη γη
  φώτα μέχρι τον ουρανό...
Στον καταγάλανο ουρανό
αστέρια
μέχρι να φαν κι οι κότες.
Και αν δεν ήμουν
  ποιητής,
ίσως
  γινόμουν
    αστρονόμος.
Αχός στην πλατεία ανεβαίνει
κινούνται αμάξια,
περπατάω
γράφοντας στιχάκια
στο καρνέ.
Τρέχουν γρήγορα
  τα αυτοκίνητα
 στον δρόμο,
μα δε με ρίχνουν καταγής.
Αντιλαμβάνονται
  τα ξύπνια:
Ο άνθρωπος
  είναι σε έκσταση.
Σωρός οράματα
  και ιδέες
γεμάτος
μέχρι την κορφή.
Εδώ κι οι αρκούδες
  θα μπορούσανε
να βγάλουνε φτερά.
Κι εδώ
  σε κάποια
    φτηνιάρικη τραπεζαρία,
όταν
μαγειρευτεί αυτό εντελώς,
από το λαρύγγι
στ’ αστέρια
αναδύεται ο λόγος
σαν χρυσογέννητος κομήτης.
Απλώνοντας
  την ουρά του
στο τρίτο του ουρανού,
λάμπει
και φλέγει το φάσμα του,
για να βλέπουν τ’ αστέρια
οι δύο εραστές
απ’ το δικό τους
κιόσκι 
  με τις πασχαλιές.
Για να σηκώσει,
  να οδηγήσει,
να προσελκύσει,
την όραση όσων χαλάρωσε.
Και για να κόψει τα κεφάλια
των εχθρών
από τους ώμους
με της ουράς
το λαμπερό σπαθί.
Εγώ
  μέχρι τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς,
σαν σε ραντεβού,
περιμένοντας,
αφουγκράζομαι:
ο έρωτας ο απλός,
ο ανθρώπινος
θα κραυγάσει.
Θύελλα,
   πυρκαγιά
νερό
με περικυκλώνουν με γογγυτά.
Ποιος
  μπορεί να τ’ αντιμετωπίσει.
Αν μπορείτε;
Δοκιμάστε...
(1928)

* Νικόλαος Κοπέρνικος (1473-1543), γεννήθηκε στην Πρωσία, επικράτεια της σημερινής Πολωνίας, αστρονόμος που έθεσε τη θεωρία για το ηλιοκεντρικό σύστημα.
**Έκφραση για έναν καθημερινό άνθρωπο.


Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

η σιωπή μοιράζεται με το άγγιγμα




την κοίταξε με ένα παράξενο, δειλινό βλέμμα

γιατί θέλησες να με δεις;

οι λέξεις βγήκαν διστακτικά από το στόμα της… κι όμως γρήγορα το ρυάκι έγινε ποταμός

γιατί αναρωτιέμαι για το τέλος. γιατί κάποτε φοβόμουν τόσο πολύ που δεν τολμούσα να σκεφτώ. γιατί είχα βλέμμα μονάχα για το προσιτό, το προσηνές, το απλό. και τώρα δεν ξέρω πώς να διαβάσω πια όλα αυτά που απαιτούν μια άλλη γλώσσα.

δεν μπορώ να κάνω τίποτα για το φόβο
ίσως να μπορείς
μπορώ μονάχα να τον δω πλέον…
κάνε με κι εμένα να τον δω
δεν έχεις το βλέμμα
δώσε μου το βλέμμα

το πρόσωπό του παραμορφώθηκε… πτυχώσεις αρχαίες πήραν τη θέση αυτών που εκείνη γνώριζε. το θέαμα ήταν δύσκολο να το αντέξεις.

το βλέμμα κερδίζεται
πως;
με τη σιωπή
φοβάμαι τη σιωπή
γιατί δεν την γνώρισες αληθινά ποτέ
δώσε μου τη σιωπή

άπλωσε τα χέρια του κι εκείνη τα δικά της.
κι ύστερα τον άκουσε μέσα της

η σιωπή μοιράζεται με το άγγιγμα
με το άγγιγμα γινόμαστε κοινωνοί του αχανούς
τόλμησε να πλημμυρίσεις
αφέσου να γεμίσεις
το βλέμμα γεννιέται μονάχα στο αχανές
δες!
όπου υπήρχε χώρος για το φόβο
τώρα…

πετάχτηκε από το κρεβάτι της κάθιδρη.

τα χέρια της… ήταν ζεστά…
στα σωθικά της
κάτι αναδευόταν…




Dream
© Titus Bartos

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Λέξεις - Πέτρες...



Κ
άθονταν εδώ και λίγη ώρα σιωπηλοί… εκείνος την κοιτούσε με κοφτές, σύντομες ματιές… πίσω της απλωνόταν η θάλασσα. Το φόντο ήταν αυτό που της ταίριαζε, σκέφτηκε, της άρμοζε… σα να έπρεπε με κάποιο τρόπο να υπάρχει και το κατάλληλο τοπίο πίσω απ’το πρόσωπό της. Άλλοτε σκληρό κι εκείνο, άλλοτε μελαγχολικό, άλλοτε απλά, αυτό που ήταν…

Εκείνη τον κοιτούσε συνέχεια, από τη στιγμή που είχαν καθίσει σ’αυτό το απόμερο καφενεδάκι… ήταν ένα παλιομοδίτικο μαγαζί που είχε... εκμετρήσει το ζην από καιρό όμως, μπορούσε κανείς να πει δυο ήσυχα λόγια… λόγια ήσυχα από όχι ήρεμους ανθρώπους…
Πήρε το κινητό της στα χέρια και το απενεργοποίησε. Τελευταία το έκανε όλο και πιο συχνά αυτό.
-Γιατί το έκλεισες; την ρώτησε. 
Εκείνη πήρε το βλέμμα της από πάνω του και το άφησε να αλητεύει στο πουθενά για να βρει τα δευτερόλεπτα πριν του απαντήσει.
Έχουν παράξενο χρώμα τα μάτια της σήμερα, σκέφτηκε εκείνος. Πιο ανοιχτό κι όμως, πιο πένθιμο.
-Νομίζω ότι δεν πρέπει να είναι ανοιχτό κάτι τόσο… τόσο… ξεκάρφωτο… δεν ξέρω ποια λέξη να βρω… τόσο άσχετο με τη στιγμή αυτή… να μην λειτουργεί… να μην… σε προσβάλει.
Είπε το ρήμα σα να πατούσε με το πόδι της μια στέρεη πέτρα που θα την οδηγούσε με ασφάλεια πάνω από το ορμητικό νερό ενός χειμάρρου στην απέναντι όχθη. Το έκανε συχνά αυτό, σκέφτηκε. Της άρεσαν οι λέξεις πέτρες… οι λέξεις που έχουν την αιώνια σιωπή μαζί με την αρχαία δύναμή τους. Βάρος και ευθύνη και σιγουριά και… σιωπή… 
-Σκεφτόμουν…
-Τι;
-Αυτό που μου είχες πει την πρώτη μας βραδιά…
-Ποιο απ’όλα;
-Εκείνο για τη σιωπή…
Πάγωσε… είχαν συντονιστεί… πάλι… ήταν όμορφο και ανησυχητικό μαζί. Ξαφνικά αισθάνθηκε την ανάγκη για καφέ.
-Πριν μου πεις… πάω μέσα να παραγγείλω δυο καφέδες…
-Δεν θέλω εγώ…
-Για μένα θα τους πάρω…
-Πάρε έναν διπλό…
-Ποτέ ο διπλός δεν είναι πραγματικά διπλός… 
Όταν γύρισε την βρήκε να έχει γυρίσει και να κοιτάζει τη θάλασσα. Είχε μαζέψει τα πόδια της πάνω στο τσιμεντένιο στηθαίο.
-Πιες μια γουλιά, της είπε κι εκείνη ήπιε.
-Τελικά ήθελα κι εγώ λίγο καφέ.
-Πες μου…
Πριν του μιλήσει τον κοίταξε ξανά. Ολόισια στα μάτια.
Το χρώμα τώρα είναι πάλι το κανονικό της, σκέφτηκε και κάθισε δίπλα της.
Χαμογέλασε. Ήπιε μια μικρή γουλίτσα καφέ. Όπως πάντα. 
-Είχες πει πως οι άνθρωποι περνούν όλη τους τη ζωή στη σιωπή. Κι αυτό είναι τόσο τρομερό όσο το σκεφτόμουν… σήμερα… γυρνώντας από το νοσοκομείο… ήμουν στο θείο μου, ξέρεις…
-Ναι…
-Τον παρατηρούσα… με τη θεία μου… κάτι έλεγαν… κάτι δυνατό και έκλαιγαν… σκεφτόμουν… χρειάστηκε μια οριακή στιγμή στη ζωή του ενός για να σπάσουν τη σιωπή… για να μιλήσουν ξανά… αληθινά… εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως σ’αγαπώ… πολύ… και δυνατά… και δεν άντεχα άλλο εκεί μέσα… βγήκα τρέχοντας και σου τηλεφώνησα…

Δεν της μίλησε. Άκουγε τις λέξεις να έρχονται από το μικρό της στόμα και τις υποδεχόταν με γλυκύτητα. Του άρεσαν πολύ αυτές οι στιγμές που η κάθε λέξη είχε τη δική της απόλυτη σημασία και ομορφιά… μήπως αυτό είναι αγάπη, σκέφτηκε… η κάθε λέξη της να είναι…
-Τι σκέφτεσαι πάλι; τον διέκοψε.
Συναντήθηκε ξανά με το αυστηρό της βλέμμα. Τώρα δεν είχε πίσω της τη θάλασσα αλλά ένα άσχημο τοπίο. Τέντες και τραπέζια και πλαστικές κακόγουστες καρέκλες.
-Τι σκέφτεσαι; επέμεινε. 
Ήξερε πως δεν το έκανε από ανακριτική περιέργεια αλλά επειδή είχε νιώσει μόνη. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό και ήταν θέμα δευτερολέπτων να ξεσπάσει ο θυμός της.
-Σκεφτόμουν τον τρόπο που διαλέγεις τις λέξεις… της είπε και ήταν ειλικρινής.
Το πρόσωπό της γλύκανε και… έκλεψε ακόμη μια γουλιά από τον δεύτερο καφέ.
-Κλέφτρα… της είπε.
-Συγνώμη, του είπε ναζιάρικα και αυτό τους ξύπνησε εκείνες τις μαγικές, πρώτες τους στιγμές παιγνιδιού.
-Τσιφούτη! του αντιγύρισε συνεχίζοντας στο ίδιο κοριτσίστικο ύφος.
-Και μάλιστα γερο-τσιφούτης, συμπλήρωσε σοβαρά εκείνος.
Και μετά σιωπή. Η αναβίωση παλαιών και θρυλικών στιγμών μόλις είχε ξοδέψει τα καύσιμά της.
Αποφάσισε να μιλήσει πρώτα εκείνη. Αυτό ήταν ένα από τα συμπτώματα της αλλαγής τους. Κάποτε την αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους την διέκοπτε πρώτα εκείνος. 
Κάποτε, σκέφτηκε μελαγχολικά, δεν υπήρχε αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους…
-Είμαστε λοιπόν σιωπηλοί; 
Είχε γυρίσει το κεφάλι της και δεν τον κοιτούσε. Άλλο ένα σύμπτωμα. Τι μας συμβαίνει με τον καιρό και δεν αντέχουμε ούτε το βλέμμα του άλλου; Ειδικά όταν κάνουμε μιαν ερώτηση που ξέρουμε κιόλας την απάντηση;
-Ναι, της απάντησε σταθερά και αυτό την αιφνιδίασε κάπως. 
Γύρισε και τον κοίταξε. Το νάζι και η παιγνιώδης διάθεση είχαν εξαφανιστεί. Είχε σκληρότητα και εισαγγελική αυστηρότητα το νέο της βλέμμα. Δεν τον πτόησε. Σχεδόν το περίμενε. Ήταν κι αυτό ένα ακόμη σύμπτωμα.
Η αρρώστια είχε προχωρήσει.
-Ναι; Τόσο απλά;
-Τόσο, της είπε και ρούφηξε με θόρυβο την τελευταία γουλιά καφέ.
-Κλείνεσαι πάλι…, απάντησε εκείνη κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

Ήξερε τη συνέχεια. Θα περπατούσε για λίγο μόνη, θα την ακολουθούσε σιωπηλός, θα γυρνούσαν σπίτι, δεν θα έτρωγαν τίποτα, δεν θα έκαναν έρωτα, θα έπεφταν για ύπνο.
Δεν θα της έλεγε παραμύθι στην αγκαλιά του.
Ήξερε τη συνέχεια.
Κι αποφάσισε να την αλλάξει.
-Μη σηκωθείς. Μη φύγεις. Δεν κλείνομαι… είπε με φωνή που πάσχιζε να μην σπάσει.
-Κλείνεσαι… επανέλαβε εκείνη πιο δυνατά.
-Πάντα ήμουν κλειστός, είπε δυνατά κι εκείνος.
-‘Κρυπτικός’… έτσι είχες γράψει κάπου… σε κείνο το φθαρμένο μπλοκάκι σου με τις σημειώσεις…
-‘Τις σημειώσεις του δρόμου’, αναπόλησε εκείνος. Το έχεις κρατήσει;
-Φυσικά! Εσύ τα μεταφέρεις στον κωλο-κειμενογράφο σου στον υπολογιστή κι εγώ τα κρατάω όπως ήταν, στο χαρτάκι…
Άλλη μια λέξη – πέτρα. Κωλο-κειμενογράφος… του την πέταξε στο πρόσωπο σαν βότσαλο για να πονέσει. 
Άλλα βέβαια, πονούσαν πιο πολύ. 
-Ναι, κρυπτικός… αυτό σου άρεσε τότε…, της είπε και ήταν λάθος. Όταν βάζεις το ‘τότε’ σημαίνει πως το ‘τώρα’ έχει χάσει το παιχνίδι.

Στο διάβολο τα παιχνίδια με τις λέξεις…
-Τότε δεν κλεινόσουν, απάντησε ήρεμα εκείνη και δεν σηκώθηκε. 
Τον χάιδεψε στο μάγουλο με τον τρόπο που τον έκανε να ανατριχιάζει.
-Ξέρω τι θα πεις.
-Δεν ξέρεις.
-Ξέρω… θα πεις ότι ανοίχτηκα για λίγο επειδή σε ερωτεύτηκα και τώρα που σε ξε-ερωτεύτηκα κλείνομαι πάλι.
-Γυρνάς στη σπηλιά σου…
-Όχι, όχι πάλι η σπηλιά… διαμαρτυρήθηκε εκείνος και της φίλησε απαλά το χέρι. Το δέρμα της ήταν δροσερό. Η αίσθηση όμορφη.
-Εσύ μου την είχες αναφέρει κι αυτή. Εγώ δεν φταίω σε τίποτα… εγώ απλώς ερωτεύτηκα έναν…
-Σπηλαιώτη…
-Χα, ναι! 
Γέλασε εγκάρδια, σπάνιο και πολύτιμο βίωμα και τον πλημμύρισε ευεργετικά.
-Θα το πω κι ας είναι κλισέ. Όταν γελάς είσαι μαγική.
-Να το λες πιο συχνά και ας είναι κλισέ ποιητή μου!, του είπε ζεστά και τον έσπρωξε στο στηθαίο.

Η κίνησή της τον αιφνιδίασε. Ξάπλωσε πίσω και στριμώχτηκε να την υποδεχθεί δίπλα του. 
-Να κάνουμε έρωτα εδώ. Γίνεται;, τον ρώτησε απαλά και τα μάτια της γυάλιζαν.
-Δεν γίνεται…, της απάντησε χαμογελώντας. Πάμε στην αμμουδιά, στην παραλία.
-Είναι νωρίς… έχει κόσμο, απάντησε εκείνη και έβαλε την παλάμη της ανάμεσα στα πόδια του.
-Μμμ… αυτός δεν κλείνεται…, του είπε.
Η μαγεία δεν κράτησε πολύ. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και σηκώθηκε. Κάθισε ξανά όπως πριν. Τη μιμήθηκε απρόθυμα.
Σιωπή και πάλι… 
-Δεν θέλω να γυρίσουμε σπίτι…, είπε τώρα εκείνος. Το εννοούσε.

Δεν του απάντησε. Ήξερε γιατί. Δεν τόλμησε να την ενοχλήσει. Έκλαιγε.
Είχε φανταστεί πολλές φορές τη σκηνή του χωρισμού τους. Τη λέξη όμως δεν θα τολμούσε να την πρωτοψελλίσει εκείνος.
Απ’τις λέξεις πέτρες αυτή δεν θα την άντεχε…
Την περίμενε να ηρεμήσει. Κοιτούσε τον ήλιο στο βάθος που βουτούσε πίσω απ’το βουνό και αισθάνθηκε ρίγος με την αναλογία στη σχέση τους.

Το σκοτάδι ερχόταν…

***