Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Καημένοι άνθρωποι! Καημένοι όλοι μας!


[...]
Πόσες εθνικότητες στον κόσμο! Πόσα επαγγέλματα! Πόσοι άνθρωποι!
Πόσες μοίρες διαφορετικές μπορεί να κρύβει η ζωή,
η ζωή, τελικά, κατά βάθος, πάντα η ίδια!
Πόσες φάτσες παράξενες! Όλες οι φάτσες είναι παράξενες
και δεν υπάρχει τίποτα ιερότερο από το να κοιτάζεις πολύ τους ανθρώπους.
Η αδελφοσύνη τελικά δεν είναι ιδέα επαναστατική.
Είναι κάτι που μας το μαθαίνει η ζωή, όπου πρέπει να ανεχόμαστε τα πάντα,
και τελικά βρίσκουμε ευχάριστο αυτό που πρέπει ν' ανεχόμαστε,
και καταλήγουμε να κλαίμε σχεδόν από τρυφερότητα γι' αυτό
που ανεχτήκαμε!
Α, όλα τούτα είναι ωραία, είναι ανθρώπινα και ταιριάζουν τόσο
με τα ανθρώπινα συναισθήματα, τόσο κοινωνικά και καθωσπρέπει,
τόσο πολύπλοκα απλά, τόσο μεταφυσικά θλιβερά!
Η πολυτάραχη, η διαφορετική ζωή μάς διαπαιδαγωγεί τελικά στα ανθρώπινα.
Καημένοι άνθρωποι!
Καημένοι όλοι μας! 

[...]



Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση του Φερνάντο Πεσσόα: Θαλασσινή ωδή του Άλβαρο ντε Κάμπος, μτφρ.-επίμ.: Μαρία Παπαδήμα, σχ.: Πάολο Γκέτσι, Εκδόσεις Νεφέλη 2012. Δημοσιευμένο στο //www.e-poema.eu

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

χειμωνιάτικες ημέρες



στις γιορτές ήταν πιο δύσκολο

και στις λιακάδες του Γενάρη
τις μέρες που ο ήλιος είναι έφηβος
θρασύς
και σου γελάει κατάμουτρα

τίποτα δεν μπορούσε
να σε κρύψει
από τίποτα

όπου κι αν γυρνούσα
ανάμεσα στους περαστικούς
πίσω απ'τα βιαστικά αυτοκίνητα
σε απόμερες γωνιές της πόλης
στις καφετέριες
εκεί που οι άνθρωποι
κάθονται σε συντροφιές
και αρνούνται
έστω για λίγο
και χλευάζουν
το αμετάκλητο του τέλους...

όπου κι αν έστρεφα το βλέμμα
στα χαμόγελα των φοιτητών
που θορυβούσαν κατεβαίνοντας το δρόμο
στα δέντρα που είχαν σκιές μεγάλες
και είχαν δροσιά
και είχαν ζωή και ομορφιά
ανυπόφορη...

όπου κι αν πήγαινα
όπου κι αν καθόμουν να ξεκουραστώ

μου μιλούσες

μου γελούσες

τις χειμωνιάτικες ημέρες

ήταν πιο εύκολο

μπορούσα να προσποιηθώ πως έχεις μείνει πια
ολότελα κρυμμένη
στα καλοκαίρια

κι ευχόμουν ξέρεις
να μην έρθουν πάλι
όχι οι μεγάλες και ανελέητες νύχτες

μα οι φωτεινές εκείνες μέρες
που είναι σαν αγκαλιές
με τους λαμπρούς ορίζοντες
με τις ραντισμένες όλο ελπίδα καλημέρες

και τους έρωτες σαν δρόσινα στεφάνια
να προστατεύουν

όλες τις ευλογημένες ψευδαισθήσεις...



Humans

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Γέρας



Κι έρχεται κείνη η στιγμή που ‘ανακαλύπτεις’ το φορτίο των αναμνήσεων… που αισθάνεσαι όσο ποτέ πριν, ολόκληρο και σχεδόν σημειακό το μνημονικό άχθος…


Και λες ξαφνικά, ‘δεν θέλω πια να είμαι εγώ… αν μπορούσα… μακάρι να γινόταν να μην ήμουν εγώ πια αλλά κάποιος άλλος…’

Αρνείσαι αυτό που είσαι; Αρνείσαι αυτό που φέρεις; Βέβαια το αρνείσαι. Σου είναι απεχθές και επώδυνο, σου είναι περιττό και ασήκωτο. Η κάθε σου στιγμή έχει μολυνθεί από ένα ‘χτες’ που δεν το θέλεις πια. Το κάθε σου βήμα μοιάζει με αυτό του κοσμοναύτη στη Σελήνη, αργό, μελαγχολικό, ασθμαίνον…

Έρχεται εκείνη η κυκλώπεια στιγμή που τα πλακώνει όλα, τα συντρίβει όλα, τα αφανίζει όλα. Σα να μην είσαι εσύ αυτός που καλείσαι να συνεχίζεις κάθε πρωί μα κάποιος που ‘έφτασε’ να γίνει εσύ… αυτός που δεν αναγνωρίζεις και αρνείσαι… εσύ που δεν αγκαλιάζεις και απορρίπτεις…

Είναι βέβαια αργά και είναι μάταιο… όλα όσα ‘έγιναν’ οδήγησαν σε αυτή την καταραμένη ‘στιγμή’ που ακούς μια νότα από κάποια μελωδία και ταράζεσαι, βλέπεις μια σκηνή από μια ταινία και κλονίζεσαι, στρίβεις σε κάποια γωνιά ενός δρόμου και ανοίγεται μπροστά σου ένας ολόκληρος κόσμος… ένας χαμένος κόσμος από φωνές, μυρωδιές και όνειρα… ένας κόσμος που μαγαρίστηκε, που ακυρώθηκε…

‘Ας μην ήμουν πια εγώ’, λες, ‘ας ξυπνούσα ένα πρωί όχι εγώ αλλά ένας άλλος…’. Κι αυτό που φοβάσαι δεν είναι πλέον ο θάνατος γιατί αυτός συνέβη εκατομμύρια φορές, εκατομμύρια στιγμές και ακολουθούν αμέτρητες ακόμα… ο θάνατος περπατούσε μαζί σου συνεχώς, σου κρατούσε το χέρι… μονάχα που ήταν πάντα μεταμφιεσμένος σε ζωή και ξεγελιόσουν…

Κείνο που φοβάσαι πλέον είναι πως κι αυτή η αιώνια στιγμή θα τελειώσει… πως έχει ήδη περάσει, πως έχει ήδη πεθάνει… κείνο που φοβάσαι είναι πως το χτες στην επόμενη στιγμή θα είναι ακόμα βαρύτερο, οι μνήμες πιο ζωντανές, οι διαψεύσεις πιο οδυνηρές, οι αλήθειες πιο αμείλικτες… Γιατί τώρα πλέον έχεις συντονιστεί με το Μεγάλο Ρυθμό και η ανάσα σου αρμονίστηκε με τη δική του. Και γιατί πλέον το Αχανές δεν είναι ένα κορίτσι που σου χαμογελά ανοιξιάτικα ή μια εκδρομή με τους φίλους γεμάτη αστεία, πειράγματα και τρέλες. Μα είναι το σκληρό χέρι της Ειμαρμένης που σου κλείνει σαν τανάλια το λαιμό και σου πλακώνει το στέρνο… είναι το γέρας της πορείας σου να πραγματώσεις ό,τι μπορούσες ή ό,τι τόλμησες…

Περισσότερο…

Είναι το ψεύτικο, νεκρό χαμόγελο της κοπέλας που θα σε υποδεθχεί στο παλάτι με τα γαλάζια μάρμαρα και τα αναρίθμητα δωμάτια…

Και σ’αυτό το μεγαλοπρεπές μέγαρο δεν υπάρχει θάνατος ούτε ζωή… υπάρχει αιωνίωση και φρίκη…

Στιγμές που δεν τελειώνουν ποτέ μα διαδέχονται αναρίθμητα η μια την άλλη…

Κι αυτός ο άλλος που κάποτε ευχήθηκες να ήσουν…

Αυτοί οι αμέτρητοι άλλοι που ευχήθηκες να ήσουν…

Είναι κι αυτοί εκεί και σε περιμένουν… 



LONELY TRAVELER

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Όχι για πολύ ακόμα


Κανένας δεν μάς περίμενε αδελφέ μου στις Σκαιές Πύλες.
Υπήρχε μια ιδιαίτερη ησυχία σε τούτο τον τόπο της αναχώρησης. Μια ησυχία που ορίζουν ο χρόνος και η απουσία χρόνου.

Ο ουρανός ήταν εχθρικός, σκοτεινός και λάβρος. 
Είχες ένα βλέμμα γλυκό, παιδικό, ήρεμο. Δεν σε ενοχλούσε εσένα ποτέ ό,τι γινόταν έξω. Δεν έδωσες ποτέ σου σημασία στις μεταβολές της φύσης, στα παιχνιδίσματα του ανέμου, στα ερωτικά καλέσματα της θάλασσας. Δεν μπορούσε εύκολα να σε ξεγελάσει τίποτε που οι αισθήσεις μακαρίζουν και οι οφθαλμοί ερωτεύονται. Το παλίμβουλο της φύσης φρόνημα εσένα δεν σε άγγιξε ποτέ.
Ήξερες πως όλα βρίσκονται μέσα μας. Ήξερες πως ό,τι δεχόμαστε και ό,τι αρνιόμαστε, ό,τι ονοματίζουμε και ό,τι αποσιωπούμε, ό,τι χαρίζουμε κι ό,τι μάς δωρίζουν είναι μικρές ψηφίδες σε ένα παλίμψηστο που κάποτε θα διαβρωθεί, θα σπάσει, θα χαθεί. Για πάντα.
Σε κρατούσα από το χέρι σα να ήσουν μικρό παιδί. Κι εσύ δυσφορούσες και με άφηνες. Ήθελες να περπατήσεις μόνος σου, ήθελες να τρέξεις σε τούτα τα λιγοστά τελευταία μέτρα ως το Μεγάλο Κατώφλι. Μα εγώ δεν μπορούσα να σε αφήσω και σ’έπιανα πάλι. Αιχμάλωτο για πάντα σε ήθελα, δικό μου κι αυτό ποτέ σου δεν μού το συγχώρησες.
Και σε τούτες τις φοβερές πύλες δεν μάς περίμενε κανείς.
Ολόγυρα ένα σκληρό, αμείλιχο τοπίο. Ένα τοπίο αγέλαστο, πανάρχαιο, σιωπηλό.
Ανάσαινες βαριά τώρα κι ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Τι ερχόταν τώρα; Τι μάς περίμενε; Μα για τα όσα άφηνες πίσω σου είχες προ πολλού αδειάσει την ψυχή σου και δεν ενδιαφερόσουν. Ούτε για μένα πια ενδιαφερόσουν καθώς το βήμα σου γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονο. Ήθελες να γνωρίσεις τι συμβαίνει, ήθελες να ψηλαφήσεις το αναπόδραστο, να κοινωνήσεις το αιώνιο. Η ψυχή μου ζήλεψε την αγέρωχη στάση σου, το γενναίο σου πνεύμα. Δεν ήσουν εσύ που φοβόσουν, εγώ ήμουν.
Σαν φτάσαμε κάτω απ’τις Πύλες άρχισε να πνέει ένας παράξενος, ζεστός άνεμος. Δεν έκανες καμιά κίνηση να προστατευτείς. Γύρισες μονάχα και με κοίταξες για μια στιγμή μού άφησες το χέρι και προχώρησες. Νόμιζα πως θα διαλυθώ σε όλα μου τα εκατομμύρια κύτταρα από τούτο τον αποχωρισμό μα σε κοιτούσα στέρεος ακόμα και όρθιος να διαβαίνεις θαρρετά το πιο φοβερό κατώφλι της Ύπαρξης.
Λίγο πριν σε χάσω μέσα στο στροβιλισμό αυτού του λίβα που κατέκαιε το πρόσωπό μου, γύρισες και με κοίταξες ξανά, για στερνή φορά. Δεν μού χαμογελούσες, δεν είπες τίποτα. Κι ύστερα χάθηκες μέσα στο πέρασμα που οδηγεί τα ανθρώπινα πλάσματα από το μερικό στο Όλο και από το πολλαπλό στο Εν…
Έμεινα κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ακίνητος και περίμενα… δεν ήξερα τι… πού να γυρίσω, είπα, πού να πάω… σκέφτηκα να κινήσω κι εγώ μπροστά, να σ’ακολουθήσω, να χωθώ κι εγώ μέσα στην νεκροδίνηση αυτή που μαινόταν ολόγυρα μα σιγά σιγά έπαυε.
Έκλεισα τα μάτια και με την απόφαση να πυργώνεται μέσα μου έκανα ένα βήμα μπρος… κι άξαφνα μια τρομερή δύναμη με τίναξε προς τα πίσω και βρέθηκα ξαπλωμένος πάνω σ’αυτό το ξερό, άνυδρο χώμα.
Άρχισε να βρέχει… ένα γκρίζο, βρομερό ψιλόβροχο… οι σταγόνες πέφταν στο κεφάλι και στα χέρια και με έκαιγαν…
Σηκώθηκα, γύρισα το σώμα μου αργά και πήρα το δρόμο της επιστροφής…

Όχι για πολύ αδελφέ μου, είπα μέσα μου…
όχι για πολύ ακόμα…



Time Gate