Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

οι άνθρωποι να είναι...





οι άνθρωποι να μάχονται είπε ο Όμηρος, οι άνθρωποι να μάχονται... να μη φοβούνται αλλά να δικαιώνουν τη θνητή τους φύση... να στρέφουν το βλέμμα στους θεούς, να μην σπαταλάνε τη φύση τους, να μην μερώνουν την οργή τους... γιατί η οργή είναι το ιχώρ της επιβίωσής τους...και να μάχονται...

οι άνθρωποι να σκέφτονται είπε ο Σωκράτης, οι άνθρωποι να μάθουν να σκέφτονται... όχι τι πήραν αλλά τι θα παραδώσουν, όχι τι κέρδισαν αλλά τι πληρώνουν, όχι τι πρόδωσαν αλλά τι οφείλουν... εμπρός στην ακεραιότητα του είναι όλα μοιάζουν με μια σκοτεινή σπηλιά... όλα χάνονται στο ημίφως της λήθης... οι άνθρωποι να σκέφτονται...

οι άνθρωποι να φλέγονται είπε ο Αλέξανδρος... να τους είναι στενόχωρο το κρεβάτι, το σπίτι, το χωράφι, ο ίδιος ο ουρανός... να θέλουν το Αγνωστο να τους τρέφει, να ερωτεύονται το Αχανές και να μην φιλιώνουν με το ελάχιστο... οι άνθρωποι να έχουν χέρια απλωμένα όσο τολμούν, όσο χτυπάει η καρδιά τους, όσο προστάζει η θεία καταγωγή τους... οι άνθρωποι να πυρπολούνται...

οι άνθρωποι να αγαπούν είπε ο Ιησούς... η καρδιά τους να σπάει από αγάπη, τα στήθια τους να φουσκώνουν από την άπληστη αγάπη, το βλέμμα τους να ιχνεύει το στερέωμα κάθε πρωί και κάθε βράδυ να μην έχουν βλέμμα... κι όσο για το αλύχτισμα των δαιμόνων στα σκοτεινά τους εσώψυχα, να τα αγκαλιάσουν με την αγάπη τους... γιατί δεν είναι άνθρωποι όσοι δεν πεθαίνουν από αγάπη...

οι άνθρωποι να είναι απλοί, να είναι γλυκά εσωστρεφείς, αυτόφωτοι και όταν ανοίγονται στους άλλους να μην προσδοκούν το απόλυτο, είπε ο απλός άνθρωπος... οι άνθρωποι να ξεμάθουν τα πάντα και να είναι... οι άνθρωποι απλώς να είναι... να αφήνονται, να εμπιστεύονται, να βιώνουν... να ακούν και ο ρυθμός της αναπνοής τους να έρχεται σε θαυμαστή συνήχηση με κείνη την Μεγάλη και Μυστική πρωτοπηγή που εκπέμπει από την Αρχή των Ημερών... και αυτό αρκεί... 

οι άνθρωποι να είναι...
 

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

‘Τίποτε δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται’…

 

Behind the reality (goldmedal) TRIER... Franziskus Pfleghart


«Όταν οι χριστιανοί σταυροφόροι στην Ανατολή προσέκρουσαν σ’εκείνο το ανίκητο τάγμα των Ασσασσίνων, εκείνο το κατ’εξοχήν τάγμα των ελεύθερων πνευμάτων, του οποίου τα κατώτερα μέλη υπάκουσαν σε τέτοια πειθαρχία που όμοιά της δεν γνώρισε ποτέ άλλο μοναχικό τάγμα, πήραν, δεν ξέρω με ποιον τρόπο, κάποιες πληροφορίες για εκείνο το σύμβολο και σύνθημα το οποίο προοριζόταν μόνο για τα ανώτερα μέλη του τάγματος, ως secretum [μυστικό] τους: ‘Τίποτε δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται’…»

Φρ. Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής
(μετ.: Ζήσης Σαρίκας, Νησίδες)



Κ
ανείς δεν γύρισε πίσω 'αναζητώντας την αλήθεια'.

Ο δρόμος που τάχα οδηγεί στην αλήθεια δεν υπάρχει. Απλά, δεν υφίσταται. Δεν ορίζεται. Δεν έχει ‘χάραξη’, δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη. Και αν ακόμη υπήρχε δεν θα ήταν… διπλής κατεύθυνσης. Αν υπήρχε θα ήταν μια ατραπός που θα χανόταν μυστηριακώς με το κάθε βήμα του διαβάτη. Θα γυρνούσε πίσω του και δεν θα έβλεπε τίποτε. Θα ήταν ένα μονοπάτι που θα το επινοούσε εκείνη τη στιγμή. Και την αμέσως επόμενη θα εξαφανιζόταν.

Μπορεί να μην υπάρχει ο δρόμος αλλά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο μύθος για έναν τέτοιο δρόμο. Και το παράδοξο της μυθολογίας του υπερβαίνει την αναγκαιότητα ύπαρξης της ίδιας της αλήθειας. Είναι σαν να θρυλείται η ύπαρξη ενός ορυχείου χρυσού και εκκρεμεί η εύρεση του χάρτη με τον δρόμο που οδηγεί σ’αυτό. Δεν μας ενδιαφέρει αν όντως υπάρχει το ορυχείο και αν τωόντι έχει χρυσό. Μας ενδιαφέρει ο πυρετόςΟ πυρετός είναι ο δρόμος και όχι ο ίδιος ο χρυσός. Με μια άλλη έννοια, το ρίγος είναι η γνώση του δρόμου και όχι η ύπαρξη ή μη του τελικού προορισμού. Γιατί έχουμε τη βεβαιότητα πως γνωρίζουμε τι είναι αυτό που αναζητούμε και το μόνο που μας λείπει είναι αυτός που θα μας δείξει τον δρόμο. Αυτός ή αυτό. Ένας χάρτης, ένας μύθος, ένα παραμύθι, μια αφήγηση.

Η αλήθεια χάνει τη σημασία της και αποτελεί ένα αιώρημα, μια θολή φιγούρα, ένα είδωλο ή ένα φετίχ. Δεν έχει νοηματοδοτηθεί από εμάς, υπήρξαν άλλοι, πολύ πριν από εμάς που υποτίθεται έφτασαν στο μυθικό Ελ Ντοράντο. Κανείς δεν γύρισε βέβαια για να μας το περιγράψει. Δεν μας απασχολεί. Ο νους κάνει τη δουλειά του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη, του ειδικού των ‘σπέσιαλ εφέ’. Τα ζούμε όλα φαντασιακά πριν τα βιώσουμε. Τι σημασία έχει εδώ το βίωμα όταν έχει προοικονομηθεί το όλον; Το βίωμα είναι για τους τυχοδιώκτες που αναζητούν το απρόβλεπτο σε κάθε στροφή του δρόμου. Έχουμε όμως μολυνθεί από τον πυρετό του ταξιδιού και αν ανταμωθούμε με κάποιον που υποτίθεται πως γύρισε από τη μαγική χώρα θέλουμε όσο τίποτε άλλο να μας πει.

Ο Πιλάτος, με μια έννοια, πίστεψε πως για μια στιγμή τα είχε όλα. Ή σχεδόν όλα. Ο Ιησούς ήταν ο δρόμος. Ή αυτό τουλάχιστον φημολογείτο. Ήταν μια πιθανότητα που έπρεπε να εξεταστεί. Ο Ιησούς μπορεί να ήταν αληθινά ο δρόμος. Άρα το μόνο που απέμενε ήταν ο ίδιος ο χρυσός… Η ερώτηση ήταν ‘τι είναι η αλήθεια’ και εκεί ο Ιησούς (η Οδός) έμεινε σιωπηλός… Απογοήτευση. Ο παγανιστής Πιλάτος δεν αντέχει τη σιωπή και ο στοχασμός της σιωπής είναι πρόβλημα και όχι ευκαιρία για έναν διοικητή, για έναν ηγέτη, για έναν δικαστή, για έναν στρατιωτικό. Ο Πιλάτος ήθελε τον Ιησού συγκεκριμένο, ήθελε το Δρόμο να μιλήσει, να εκφραστεί με σαφήνεια, με ενάργεια. Ο παγανιστικός κόσμος είχε τα παλαιά μυστήρια προστατευμένα πίσω από το πέπλο της Ιεράς Σιγής με ποινή θανάτου. Και ξαφνικά ο Πιλάτος, στη ‘χώρα του πουθενά’ ανταμώνεται με τον παράξενο άνθρωπο από τη Ναζαρέτ που ισχυρίζεται πως είναι η Οδός. Η ευκαιρία είναι μεθυστική, σχεδόν τοξική. Κι όμως, σιωπή. Αυτό μας παρεδόθη τουλάχιστον, αυτό γνωρίζουμε.
Ο Πιλάτος όμως αγνοούσε πως η ‘αλήθεια’ –ό,τι κι αν είναι, όπως κι αν νοείται ή πραγματώνεται- δεν ‘μαθαίνεται’. Δεν ‘διδάσκεται’, δεν περνάει απ’τον ένα στον άλλο, από στόμα σε αυτί ή από χέρι σε χέρι. Το είχε αποσαφηνίσει απόλυτα ο Αριστοτέλης αιώνες πριν… οὐ μαθεῖν τι ἀλλὰ παθεῖν καὶ διατεθῆναι... Δεν πρόκειται να μάθεις λοιπόν αλλά οφείλεις να αφεθείς και να πάθεις… Κι αυτό όμως ο Σταγειρίτης δεν το δωρίζει σε όλους… γενομένους δηλονότι ἐπιτηδείους… μονάχα κάποιοι, οι επιτήδειοι, οι ικανοί, οι άξιοι με άλλα λόγια θα μπορέσουν να γευθούν τους καρπούς της μύησης… ‘στενή και τεθλιμμένη η οδός’ και όχι ‘πλατεία κέλευθος’… από τότε…

Το σκάνδαλο όμως παραμένει… αν δεν υπάρχει Ελ Ντοράντο τότε δεν υπάρχει τίποτε. Αν δεν υπάρχει τίποτε τότε όλα είναι κίβδηλα, ‘ψεύτικα’, α-νόητα, ασήμαντα, θνησιγενή και με μια έννοια, ήδη νεκρά.
Ο ίδιος ο κόσμος, εμείς οι ίδιοι… όλα όσα αγαπούμε, ποθούμε, αγωνιούμε γι’ αυτά… Όλα λοιπόν;
Και τότε προς τι τα Σεμνά Όργια, προς τι οι μυήσεις, τα καταβάσια, τα πέπλα σιγής;
Προς τι όλος αυτός ο μύθος, οι κατασκευές, τα οικοδομήματα και οι παραδόσεις;

Η ελπίδα ίσως; Η ελπίδα πως μετά όλα θα είναι αληθινά, επιτέλους;

Η ελπίδα πως αυτό που ακολουθεί είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, αληθινό;

Και μη νομίζει κανείς πως οι χριστιανοί ανακάλυψαν την ελπίδα… «…καί περὶ τῆς τελευτῆς ἡδίους ἔχει τὰς ἐλπίδας ὡς ἄμεινον διάγοντας, καὶ οὐκ ἐν τῷ σκότει τε καὶ τὸ βορβόρῳ κεεσομένους, ἄ δὴ τοὺς ἀμυήτους ἀναμένει...» (Αριστείδη, Ελευσίνιος Λόγος)
Τις πιο γλυκές ελπίδες έχουν [οι μυημένοι] σχετικά με το θάνατο πως εκείνοι θα περάσουν καλύτερα και πως δεν θα βρίσκονται στο σκότος και δεν θα κείτονται στο βόρβορο, καταστάσεις που περιμένουν τους αμύητους.

Φαίνεται το λοιπόν πως δεν είναι μονάχα πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Γεννιέται και πρώτη. Πριν την αλήθεια.

Πριν από οτιδήποτε…

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Μυστική προσευχή

  

 

Τον είδα πάλι

σε μια στάση λεωφορείων

ορθός, ασπρομάλλης

φορούσε εκείνο το μπουφάν που του άρεσε

και τα παπούτσια του

τα αθλητικά

που του είχα αγοράσει κάποτε

πριν μια αιωνιότητα

 

τον πλησίασα λοιπόν

ήξερα πως δεν είναι αυτός

κι όμως

ήθελα να τον δω

να δω το πρόσωπό του

 

χαμογελούσε άραγε αυτός;

είχε το βλέμμα γλυκό

ή τραχύ;

 

να είχε άραγε πρόσωπο;

ή μήπως ήταν άλλη μια σκιά

άλλος ένας αισθητοποιημένος μου λυγμός

άλλη μια πελεκημένη στα σύννεφα

μυστική μου προσευχή;

 

να υπήρχε άραγε κανείς

με σάρκα και οστά

μέσα σ’αυτό το μπουφάν;

 

δεν το έμαθα ποτέ

 

Κάθισα αποκαμωμένος

σε μια γωνιά

κι έβγαλα μέσα απ’την ανάσα μου

σαν εκτόπλασμα

όλο τον πόνο

τον σμίλεψα για ώρα

μοναχός

 

ώσπου να πάρει την μορφή του

και το γλυκό χαμόγελο που είχε

 

και ξεχάστηκα…

 

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει...

 

 

Ο Διδάσκαλος τους κοίταξε όλους…
έναν προς έναν…
πολύ προσεκτικά…

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει
Δεν είσαι εσύ που θα γραπώσεις αστρόσκονη για να την κάνεις σάρκα
Είναι η Materia Prima που θα σε διαλέξει
Για να την κάνεις Έρωτα

Ο Διδάσκαλος κοίταξε τον Ιωάννη
Δεν είναι τα βήματα του μελαγχολικού ποιητή
Να περπατήσουν σ’όλο τον κόσμο
Η πυρετώδης νηνεμία που φωλιάζει σε τούτο το παιδί
Έχει καταρριχήσεις μετρημένες μέσα της
Και αν το νυν δεν τραγουδηθεί ως αεί
Απ’τα χείλη των χοϊκών
Το νερό δεν θα γίνει ποτέ κρασί…

Κάποια στιγμή ο Αρχαίος των Ημερών εκπνέει
Κάποτε αγαπούσες τον ύπνο κάτω απ΄τις υποσχέσεις
Κάποτε έπλενες τα πόδια των αδελφών σου
Και αγρόν αγόραζες
Την ώρα που οι σάλπιγγες σε καλούσαν
Έπαιξες με τους πεσσούς
Την ίδια σου την ύπαρξη
Έχασες
Και ο μανδύας του Δικέρατου
Σε διώκει ακόμα

Ο Διδάσκαλος κοίταξε τον Ιάκωβο
Οι αδελφοί των Ιερών κι οι παλαιοί νομομαθείς
Έχουν τη φορεσιά τους ρυπαρή
Μα τιμημένη
Έχει αποστολή ο Φύλακας
Μένει στέρεος σε κείνο που περιγράφει το βλέμμα
Εδραίος μένει ο λογισμός
Και η καρδιά ατάραχη
Αλλιώς
Το πνεύμα αγκυρώνεται στο σκότος
Και αποσπάται το θνήσιο βλέμμα
Απ΄το απεριχώρητο…

Κάποια στιγμή ο Φονιάς του Χρόνου γονιμοποιεί τον εαυτό του
Αν έχεις ήπαρ από εφιάλτες
Και φλέβες από προσευχές λεπρών
Κείνο που θα μεταβολίζεις πάντα
Θα είναι η αδικαίωτη ανάσα σου
Τα χέρια σου δεν μπορούν ν’αγκαλιάσουν
Κείνη τη πρώτη μέρα
Που εξορίστηκες απ΄τον Κήπο
Και κατήλθες στο προγεφύρωμα του πόνου…

Ο Διδάσκαλος κοίταξε το Σίμωνα
Ο άνθρωπος δεν έχει α κεφαλαίο
Αλλιώς είναι απρόσιτος βράχος
Κοφτερός
Και μόνον οι μυστικοί τολμούν την ανάβαση
Κι ας χάσουν όλο τους το αίμα
Ο άνθρωπος έχει ακόμα το α του μικρό
Θέλει τη σάρκα για να ηρεμεί το νου
Θέλει το νύχτιο πόθο για να ονειρεύεται
Θέλει το γνωστό
Για να μπολιάζει το Άγνωστο
Στα έγκατα του είναι του

Κάποια στιγμή το Άπειρο επιλέγει
Και αλίμονο αν η φωνή του έχει περισσότερη φωτιά
Απ΄τη ματιά του
Κι αλίμονο αν στο Σπήλαιο του Δράκου
Πλησιάσεις ανυπόδητος, γυμνός
Χωρίς τις ημέρες σου
Χωρίς την ιαχή σου…

Και δίνει τα κλειδιά
Σε κείνον που το χαμόγελο
Δεν έχει χαρακωθεί ακόμα
Απ’το Άμορφο του Αιώνιου…

Σε κείνον
Που άντρας γεννήθηκε
Για να πεθάνει παιδί…

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

το ήπαρ του Αχανούς...

 



από τούτη την απόσταση
όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
πέτρες θεόρατες
ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
με τις ριπές του χρόνου
να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
όνειρα αρχαίων όντων…

ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
στο σώμα μου
μα δεν είναι
τους φωνάζω
ποτέ δεν ήταν
το δικό μου σώμα!

ως ξενιστής αρκούμαι
να υποδέχομαι τις εποχές
σιωπηλά
μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

από τούτη την απόσταση
έχω την πολυτέλεια του θρήνου
και την αφέλεια της ελπίδας

κι αρνούμαι πια να στερηθώ
το αρχαίο αυτό βλέμμα
ως ξενιστής το δανείστηκα
απ’το ήπαρ του Αχανούς
σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
θα το παραδώσω καθαρό
στο επόμενο καλοκαίρι
που θα με αγκαλιάσει…



simplement... une petite fleur