Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011






«…Στο κάτω μέρος της σκάλας, προς τα δεξιά, είδα μια μικρή, ιριδίζουσα σφαίρα, που ακτινοβολούσε σχεδόν ανυπόφορα. Στην αρχή, νόμισα ότι περιστρεφόταν, αργότερα κατάλαβα ότι η κίνηση αυτή ήταν μια οφθαλμαπάτη, η οποία οφειλόταν στις ιλιγγιώδεις παραστάσεις που ενέκλειε η σφαίρα. Η διάμετρος του Άλεφ θα πρέπει να ήταν δύο ή τρία εκατοστά, αλλά μέσα του ήταν ο σύμπας ο κοσμικός χώρος, χωρίς την παραμικρή σμίκρυνση.

Κάθε πράγμα (ας πούμε, το γυαλί του καθρέφτη) ήταν άπειρα πράγματα, γιατί το έβλεπα πεντακάθαρα απ' όλα τα σημεία του σύμπαντος. Είδα την πολυπληθή θάλασσα, είδα την αυγή και το δειλινό, είδα την κοσμοπλημμύρα της Αμερικής, είδα έναν ασημένιο ιστό αράχνης στο κέντρο μιας μαύρης πυραμίδας, είδα έναν κόκκινο λαβύρινθο (ήταν το Λονδίνο), είδα μάτια κοντινά, ατέλειωτα, που με κοίταζαν εξονυχιστικά "ως εν κατόπτρω", είδα όλα τα κάτοπτρα του πλανήτη και δεν καθρεφτιζόμουν σε κανένα, είδα σε μια αυλή της οδού Σολέρ τα ίδια πλακάκια που είχα δει πριν τριάντα χρόνια στο χολ ενός σπιτιού στο Φράι Μπέντος, είδα τσαμπιά και χιόνι και καπνό, είδα φλέβες μεταλλείων και υδρατμούς, είδα ανάκυρτες ερήμους του Ισημερινού και κάθε κόκκο από την άμμο τους, είδα στο Ίνβερνες μια γυναίκα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είδα την ατίθαση κόμη, είδα το αγέρωχο κορμί, είδα έναν καρκίνο στο στήθος, είδα ένα κύκλο ξεραμένο χώμα σ'ένα πεζοδρόμιο, εκεί οπού ήταν κάποτε ένα δέντρο, είδα μια έπαυλη στο Αδρογκέ, ένα αντίτυπο της πρώτης αγγλικής μετάφρασης του Πλίνιου, εκείνης δηλαδή του Φίλιμον Χόλαντμ, είδα με μιας το κάθε γράμμα τής κάθε σελίδας (όταν ήμουν μικρός, απορούσα που τα γράμματα ενός κλειστού βιβλίου δε χάνονταν τη νύχτα και δεν ανακατεύονταν μεταξύ τους), είδα ταυτόχρονα τη νύχτα και την μέρα, είδα ένα ηλιοβασίλεμα στο Κερέταρο που έμοιαζε ν΄αντανακλά το χρώμα ενός ρόδου στην Βεγγάλη, είδα την κρεβατοκάμαρα μου άδεια, είδα σ'ένα εργαστήριο του Άλκμααρ μια υδρόγειο ανάμεσα σε δυο καθρέφτες που την πολλαπλασίαζαν επ'άπειρον, είδα άλογα που ανέμιζαν οι χαίτες τους, σε μια όχθη της Κασπίας, ξημερώνοντας, είδα τον λεπτό σκελετό ενός χεριού, είδα τους επιζώντες μιας μάχης να στέλνουν καρτ-ποστάλ, είδα σε μια βιτρίνα του Μιρζαπούρ μια ισπανική τράπουλα, είδα κάτι φτέρες να ρίχνουν την λοξή τους σκιά στο πάτωμα ενός θερμοκηπίου, είδα τίγρεις, έμβολα, βίσωνες, πλημμύρες και στρατιές, είδα όλα τα μυρμήγκια που υπάρχουν στην γη, είδα έναν περσικό αστρολάβο, είδα σ' ένα συρτάρι του γραφείου (τρέμω και που το γράφω) κάτι επιστολές χυδαίες, απίστευτα λεπτομερείς, που είχε στείλει η Μπεατρίς στον Κάρλος Αρχεντίνο, είδα ένα λατρεμένο μνημείο στο Τσακαρίτα, είδα το αποκρουστικό λείψανο αυτού που τόσο ηδονικά υπήρξε κάποτε η Μπεατρίς Βιτέρμπο, είδα την κυκλοφορία του σκοτεινού μου αίματος, είδα το πλέγμα του έρωτα και τη μεταμόρφωση του θανάτου, είδα το Άλεφ απ'όλα τα πρίσματα, είδα την Γη μέσα στο Άλεφ και, ξανά μέσα στην Γη το Άλεφ, και μέσα στο Άλεφ τη Γη, είδα το πρόσωπο μου και τα σωθικά μου, είδα το πρόσωπο σου και ζαλίστηκα και έκλαψα, γιατί τα μάτια μου είχαν δει αυτό το μυστικό και επαγωγικό πράγμα που οι άνθρωποι έχουν καπηλευθεί, τ'όνομα του, μα που κανένας από αυτούς δεν το 'χει δει ποτέ: το ασύλληπτο σύμπαν…»

Χόρχε Λουίς Μπόρχες [Το Άλεφ]
(μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης)
Τα Άπαντα Πεζά - Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011


Έτσι σκότωσα τον Α.Μ...

α. Αιχμάλωτος
Πάλι σ'αυτό το περίεργο, λευκό δωμάτιο.
Ένας διθέσιος, δερμάτινος καναπές στο κέντρο, λευκός κι αυτός, όπως και οι τέσσερις τοίχοι, το ταβάνι, το μαρμάρινο δάπεδο. Δεν υπάρχουν άλλα έπιπλα, δεν υπάρχουν κάδρα, δεν υπάρχει τίποτε που να σπάει την δολοφονική επανάληψη του λευκού. Δεν υπάρχουν ανοίγματα, παράθυρα, τίποτε που να επικοινωνεί με οτιδήποτε.
Ένα λευκό, κατάλευκο κλουβί, ένα κελί.
Πάλι εδώ, πάλι μόνος, πάλι μέσα στη θύελλα των αναμνήσεων, των εικόνων, των ήχων...
...ακούγονται κλειδιά στην πόρτα, η μητέρα σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά και τρέχει ν'ανοίξει, "ο πατέρας σας παιδιά, ελάτε", είναι πράγματι ο πατέρας που φορά ένα όμορφο μπλε πουκάμισο και ένα λευκό παντελόνι, κρατάει στο ένα του χέρι ένα κουτί τυλιγμένο με κόκκινη κορδέλα και ξέρουμε ότι είναι τα αγαπημένα τρουφάκια της μαμάς, και στο άλλο το μεγάλο του μαύρο δερμάτινο τσαντάκι. ο πατέρας είναι χαρούμενος, γελάει πλατιά, μάς παίρνει στην αγκαλιά του και μάς σηκώνει ψηλά, είναι τόσο δυνατός που δεν φοβόμαστε καθόλου, ποτέ δεν φοβόμαστε όταν είναι στο σπίτι εκείνος. η μητέρα κλαίει από χαρά, πόσο σπάνια την θυμάμαι να κλαίει από χαρά, αληθινή ευτυχία, σήμερα όμως είναι πλημμυρισμένη από ένα περίεργο, όμορφο φως που δεν θυμάμαι να είδα ξανά ποτέ να την φωτίζει τόσο δυνατά. ο πατέρας της ανακοινώνει πως έκλεισε εκείνη τη δουλειά που πάλευε εδώ και μήνες και η μητέρα ξεσπά σε λυγμούς χαράς και αγκαλιάζονται και φιλιούνται και ο αδερφός μου τραβάει τον πατέρα μου από το παντελόνι του για να του δώσει σημασία κι εκείνος τον αρπάζει γελώντας και τον σηκώνει για άλλη μια βόλτα στα ουράνια, μια περιδίνηση στο όνειρο, μια τρελή κούρσα στην αθανασία...
...τα δόντια μου τρίζουν και πονάει ολόκληρο το στόμα μου. Θα πρέπει να έχουν ματώσει τα ούλα μου. Το κεφάλι μου μοιάζει με κάποιο θηριώδες εργοστάσιο όπου εκατομμύρια πρέσες ανοίγουν και κλείνουν την ίδια στιγμή και με πεθαίνουν. Νομίζω πως και ένα φορτηγό αναλγητικά αν πάρω δεν θα καταφέρω να βρω μια στιγμή ανακούφισης.
Μέσα στη ζάλη μου παρατηρώ μπροστά μου. Το τοπίο είναι θολό γιατί δακρύζω εδώ και ώρα και δεν βλέπω καλά. Κάποιος όμως είναι καθισμένος στον καναπέ. Βλέπω την πλάτη του.
Κάποιος που φορά ένα μπλε πουκάμισο ίσως;
Είναι άντρας αυτός στον καναπέ. Θα κάνω μερικά βήματα ακόμη και θα το εξακριβώσω.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο, κάποιο γιγάντιο χέρι αρπάζει τον πονοκέφαλο -ή μάλλον τον πατριάρχη όλων των πονοκεφάλων- και σαν κασκόλ μου τον τραβάει από πάνω μου και με ελευθερώνει! Τώρα μπορώ να πάρω δυο ανάσες της προκοπής. Τώρα μπορώ να πλησιάσω με την ησυχία μου τον μυστηριώδη επισκέπτη του λευκού δωματίου.
Δεν ξέρω γιατί αλλά μου έρχονται στο νου αυτά τα περίφημα κινηματογραφικά πλάνα που η κάμερα διαγράφει ένα ημικύκλιο, αργά και σταθερά με κέντρο εκείνον που σε λίγο θα αποκαλύψει στα μάτια των ανυπόμονων θεατών. Είμαι κι εγώ τώρα μια κάμερα που πλησιάζει σιγά σιγά τον μικρό δερμάτινο καναπέ με τον περίεργο επισκέπτη του καθισμένο στη μια του θέση. Τα μαλλιά του είναι μαύρα. Μαύρα και αρκετά μακριά. Θα πρέπει να είναι γύρω στα τριανταπέντε, άντε σαράντα. Και φοράει αληθινά ένα μπλε πουκάμισο. Ένα πολύ όμορφο πουκάμισο.
Η κάμερα σταματά ακριβώς στην γωνία του προφίλ. Και η φρίκη με πλημμυρίζει. Το ον αυτό -δεν ξέρω αν είναι άντρας ή γυναίκα ή τι στο δαίμονα είναι- δεν έχει... δεν έχει ανάγλυφο στο πρόσωπό του. Δεν υπάρχει το βαθούλωμα των ματιών, η προεξοχή της μύτης, τα χείλη, το πηγούνι... Δεν υπάρχει πρόσωπο, δεν υπάρχει τίποτε στην θέση του προσώπου που να θυμίζει άνθρωπο!
Έχω γεμίσει με ένα απίστευτο, πρωτόγνωρο συναίσθημα που δεν ξέρω πως να το βαφτίσω. Απόκοσμη φρίκη, εξώκοσμη φρίκη, όπως κι αν το πω, είναι κάτι που έχει παραλύσει τα γόνατά μου και έχει στεγνώσει το στόμα μου. Τι θα γίνει αν το... το κεφάλι γυρίσει προς τα εμένα; Θα δω και ανφάς αυτό που βλέπω και προφίλ; Δεν θα το αντέξω, θα προτιμούσα ένα παραμορφωμένο πρόσωπο, ένα πρόσωπο με εγκαύματα τρίτου βαθμού, ένα οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι αυτή την τρελή απουσία προσώπου!
Κι ύστερα όλα σβήνουν. Το ον χάνεται, ο καναπές, το δωμάτιο κι είμαι ξανά πίσω στην ασφάλεια του εαυτού μου.
"Τι ώρα είναι Αντώνη;"
"Ε;"
"Πάλι αφαιρέθηκες; Σε ρώτησα τι ώρα είναι. Πρέπει να φύγω."
Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Δέκα και πέντε.
"Είναι νωρίς ακόμη".
Η Μπέττυ σηκώνεται από το παγκάκι και στηρίζει την τσάντα της στον ώμο της.
"Έχω βάρδια κύριε σε μια ώρα. Το ξέχασες;"
Σηκώνομαι κι εγώ.
"Ήταν ωραία εδώ".
Η Μπέττυ χαμογελάει.
"Ναι, ωραία. Πάντα είναι ωραία για τον κο Μυκονιάτη όταν υπάρχει απόλυτη σιωπή και απουσία ανθρώπων".
Η Μπέττυ κάνει μερικά βήματα. Απομακρύνεται. Την ακολουθώ. Κάποιες παρέες γυροφέρνουν πιο κει, κυρίως ζευγαράκια.
"Πάλι χαμένος ήσουνα απόψε. Αν δεν σε ήξερα..."
Η Μπέττυ δεν τελειώνει την φράση της. Αποφασίζω να την τελειώσω εγώ.
"Θα νόμιζες πως 'χτυπάω' τίποτα περίεργες ουσίες;"
Στέκεται και μου ρίχνει εκείνο το βλέμμα που δεν θα ευχόμουν ποτέ να αντικρίσω. Το βλέμμα της γυναίκας που έχει από καιρό κουραστεί, το βλέμμα που μιλάει για χωρισμό, για τον χωρισμό που έρχεται.
"Ρε συ Αντώνη, τι συμβαίνει; Θα μπορέσεις να μου μιλήσεις ποτέ; Είχαμε να ιδωθούμε πέντε μέρες και τι κάναμε απόψε; Βόλτα στο Πασαλιμάνι και στον Προφήτη Ηλία, και μετά εδώ, καθισμένοι σ'αυτό το παγκάκι να αγναντεύουμε το υπερπέραν! Πέντε κουβέντες είπαμε κι αυτές με το ζόρι".
Περπατάει πάλι, πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά και δεν κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο.
"Που πας;"
"Ρώτα καλύτερα τον εαυτό σου. Εσύ που πάς; Που είσαι;", μου γυρίζει την ερώτηση και μετά την παρακολουθώ να κατηφορίζει προς την στάση των λεωφορείων με βιαστικά βήματα.
Μπαίνω ξανά στο λευκό μου κελί. Στο δωμάτιο της Γνώσης των Ξεχασμένων Πραγμάτων και δεν ξέρω γιατί μου έρχεται αυτός ο χαρακτηρισμός στο μυαλό. Και είμαι ξανά έρμαιο της τρομακτικής θύελλας των εικόνων...
...γυρίζουμε με τον αδερφό μου από το σχολείο και φοβόμαστε και οι δυο. φοβόμαστε πολύ. ο αδερφός μου έχει το αντίχειρα του δεξιού του χεριού δεμένο με έναν τεράστιο επίδεσμο που φαντάζει σχεδόν κωμικός σε σχέση με τις διαστάσεις της μικρής του παλάμης. κλαίμε κι οι δυο γιατί η μητέρα θα μας μαλώσει. παίζαμε και τρέχαμε στην αυλή του σχολείου και όταν χτύπησε το κουδούνι δεν μπήκαμε στις τάξεις μας. σε μια πρωτόλεια μορφή επανάστασης αποφασίσαμε να παρατείνουμε το διάλειμμά μας και ξέραμε ότι αυτό θα το πληρώναμε ακριβά γιατί η κα Ειρήνη, η αυστηρή γερόντισσα που διοικεί το ιδιωτικό της σχολείο θα μας βάλει πάλι στην σειρά, θα μας φωνάξει για να μας κάνει ρεζίλι μπροστά σε όλους και μετά θα κατεβάσει τη βέργα της στις ανοιχτές μας παλάμες ξανά και ξανά μέχρι να αρχίσουμε να χορεύουμε από τον πόνο. όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι γιατί ο αδερφός μου έπεσε ξαφνικά, πλάκωσε το δάχτυλό του και μόλις είδε τα αίματα άρχισε να κλαίει. Μας πήγαν και τους δυο στο γειτονικό ιατρείο, έδεσαν το τραύμα του αδερφού μου και η κα Ειρήνη μας έστειλε με το σχολικό νωρίτερα σπίτι χωρίς να μας τις βρέξει. αν μας δει η μητέρα τόσο νωρίς στο σπίτι θα τρομάξει, μετά θα μας βάλει τις φωνές και μπορεί να μην φάμε το μεσημέρι. όμως στο σπίτι δεν είναι η μαμά. είναι μονάχα η γιαγιά και η θεία και είναι στεναχωρημένες και λένε μισόλογα. πιάνει το αυτί μου κάτι για γιατρούς και εξετάσεις και το όνομα της μαμάς. κανείς δεν μας ρωτάει για το ατύχημα του αδερφού μου, μας βάζουν στην κουζίνα να φάμε και δεν μας ρωτούν τίποτε, δεν μιλάει κανείς. "τι έγινε γιαγιά;", ρωτάω κάποια στιγμή εγώ και την κοιτάζω στα μάτια. ξέρω ότι θα μου πει κάτι κακό αλλά πόσο χειρότερο μπορεί να είναι απ'αυτό που μας έτυχε στο σχολείο; "που είναι η μαμά; μήπως την κάλεσε η κα Ειρήνη για να μας μαλώσει;" την ρωτάω και εκείνη ξαφνικά ξεσπάει σε κλάματα και μας αφήνει μόνους…
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Πότε θα σταματήσουν επιτέλους αυτά τα επεισοδιακά τουρ στο παρελθόν, ή μάλλον πότε θα σταματήσει το παρελθόν να εισβάλλει με τόση λύσσα μέσα μου;
Είμαι κολλημένος στον έναν από τους τέσσερις τοίχους του κελιού και αντικρίζω τον καναπέ που φιλοξενεί πάλι κάποιον -ή κάτι. Δεν πρόκειται να το κουνήσω από δω μέχρι να περάσει κι αυτή η κρίση και να γυρίσω πίσω ασφαλής. Δεν έχω καμιά όρεξη να ξαναζήσω τα ίδια με το ον με το μπλε πουκάμισο και χωρίς πρόσ...
Είναι κάποιο παιδί στον καναπέ.
Κάτι κρατάει στο δεξί χεράκι του. Ή μάλλον κάτι το ενοχλεί και τρίβει το χεράκι του πάνω στο πόδι του. Το κεφάλι του είναι σκυμμένο, τα σγουρά μαλλιά του χύνονται μπροστά και καλύπτουν το πρόσωπό του. Είναι αγόρι. Απλώς ένα μικρό παχουλό αγόρι, χίλια τα εκατό αποφαίνομαι και ανακουφισμένος που αυτή τη φορά δεν θα ζήσω κάποια απόκοσμη φρίκη, πλησιάζω αργά τον καναπέ.
Πως βρέθηκε αυτό το παιδάκι εδώ; αναρωτιέμαι και πλησιάζω θαρρετά. Και γιατί είναι έτσι; Τι του συνέβη; Και τι δουλειά έχει στον δικό μου καναπέ;
Έχω φτάσει ακριβώς πάνω από μικρό αγόρι που εξακολουθεί να είναι σκυμμένο και σιωπηλό και να τρίβει τη μια του σφαλιστή παλάμη. Κι ύστερα, ξαφνικά, το κεφάλι του παιδιού ανασηκώνεται και από δυο άδειες κόχες που κάποτε ίσως να φιλοξενούσαν τα μάτια του, καρφώνεται στο ε ί ν α ι μου ένα βλέμμα άδειο και μαύρο, πιο μαύρο και από το σκοτάδι της Αβύσσου. Αμέσως μετά το "παιδί" ανοίγει τις παλάμες του και μου τις επιδεικνύει ενώ μορφάζει από έναν άφατο, άχρονο πόνο. Αυτό που αντικρίζω με κάνει να αηδιάσω και να φρίξω μαζί. Οι παλάμες του παιδιού είναι κακοποιημένες, παραμορφωμένες, απαίσιες, γδαρμένες σάρκες, καλυμμένες με πύο και αίμα, σάρκινοι μικροί λόφοι πρησμένοι, έτοιμοι να σχιστούν, να σκάσουν και από μέσα να ξεχυθούν πίδακες από μοναξιά και πόνο.
Η τελευταία εικόνα που έχω είναι η εικόνα ενός άλλου παιδιού που άρχισε να παίρνει σιγά σιγά τη θέση του κακοποιημένου επισκέπτη του δωματίου μου. Ενός παιδιού μεγαλύτερου και...
Και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο.
"Μου φαίνεται πως έχεις αρχίσει να τρελαίνεσαι. Δηλαδή, πραγματικά έχεις αρχίσει να..."
"Μπέττυ, σε παρακαλώ, μην μου το αρνηθείς αυτό."
Είμαστε σε μια μεγάλη καφετέρια στο Μπουρνάζι. Ο νεαρόκοσμος έχει κιόλας πλημμυρίσει την πλατεία, σε λίγο δεν θα μπορείς ούτε να περπατήσεις. Όμως εγώ δεν βλέπω ούτε ακούω τίποτε, υπάρχει μονάχα η Μπέττυ και η αγωνία μου να την πείσω γι'αυτό που θέλω, γι'αυτό που πρέπεινα κάνω.
"Ποιο αυτό χριστιανέ μου; Επικοινωνείς με τον εγκέφαλο σου ή... τέλος πάντων, δεν είναι ο καταλληλότερος τόπος για να τα πούμε αυτά".
"Τώρα πρέπει να μου απαντήσεις Μπέττυ. Αν μ'αγαπάς... αν ποτέ με αγάπησες, έστω και λιγάκι..."
Τα μάτια της άστραψαν και η φωνή της ακούστηκε δυνατή και έκανε κάποιους από τα διπλανά τραπεζάκια να γυρίσουν.
"Α, άκου να σου πω, ως εδώ! Όχι να μου κάνεις και συναισθηματικούς εκβιασμούς τώρα! Ως εδώ φίλε. Αρκετά!".
Σηκώθηκε απότομα, πήρε την τσάντα της και έκανε να φύγει. Την κράτησα από το μπράτσο και της έριξα ένα βλέμμα ικεσίας και απόγνωσης.
"Σε παρακαλώ. Μην φεύγεις. Μην με αφήνεις. Όχι κι εσύ. Όχι τώρα".
Η Μπέττυ μαλάκωσε, έβγαλε ένα αναστεναγμό και έκατσε και πάλι στη θέση της. Οι περίεργοι ξαναγύρισαν στις παρέες τους. Είμαι σίγουρος όμως πως κάμποσοι είχαν το ένα τους αυτί σε επιφυλακή για την συνέχεια του επεισοδίου.
"Αχ, βρε Αντώνη, πως έμπλεξες έτσι βρε παιδί μου".
Πήρα θάρρος από την στιγμή και συνέχισα.
"Δεν σου ζητώ τίποτε περισσότερο. Μετά, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, δεν πρόκειται να σε ενοχλήσω άλλο. Μπορεί να σε αγαπώ, μπορεί να μου λείψεις και να τσακιστώ από την απουσία σου, όμως ξέρεις πως όταν λέω κάτι το εννοώ. Δεν θα σε ενοχλήσω άλλο, τελεία και παύλα".
Η Μπέττυ κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της κοιτώντας χαμηλά. Τα πλούσια μαύρα μαλλιά της χύνονταν ελεύθερα μπροστά. Θυμάμαι πως αυτή ήταν μια από τις εικόνες που είχα ερωτευτεί σ'εκείνη. Κάθε άνθρωπος έχει κάποιες ιδιαίτερα ερωτικές γωνίες. Η Μπέττυ είχε πολλές αλλά αυτή ήταν η αγαπημένη μου. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Πως θα άντεχα να χάσω ένα τέτοιο πλάσμα;
"Καλά. Τέλος πάντων. Εντάξει. Πες μου τι θέλεις να κάνουμε..."
Είμαι ξανά στο μεγάλο, λευκό δωμάτιο. Είμαστε δηλαδή. Είναι δίπλα μου και η Μπέττυ, με κρατά σφιχτά από το χέρι και νιώθω τον παλμό της καρδιάς της να συγχρονίζεται με τον δικό μου. Αισθάνομαι περίεργα. Τι θα γίνει άραγε τώρα που δεν είμαι μόνος; ίσως το δωμάτιο να μην "ενεργοποιηθεί" αυτή τη φορά, ίσως πάλι...
Είχες δίκιο, την "άκουσα" να λέει. Είναι... είναι τόσο περίεργα εδώ μέσα... Υπάρχει κι ένας καναπές..."
Σε λίγο δεν άκουγα, δεν ένιωθα δηλαδή πια την φωνή της. Άλλες φωνές την σκέπασαν...
...έχει τελειώσει το μάθημα των Αγγλικών, περνούμε όλοι μπροστά από την κα Γιούλη να την καληνυχτίσουμε και να ακούσουμε και το γνωστό "προσοχή στο δρόμο και κατευθείαν σπίτια σας" και βγαίνουμε από το φροντιστήριο χαρούμενοι που άλλη μια βραδιά υποχρεώσεων και μαθημάτων τελείωσε. βλέπω την Κατερίνα, την πιο ωραία κοπέλα της τάξης, με τα καστανόξανθα ίσια μαλλιά της να πλαισιώνουν το γλυκό της πρόσωπο να στέκεται στη γωνία του κτιρίου και να με κοιτάζει, ή μήπως κοιτάζει κάποιον άλλο, όχι εμένα κοιτάζει γιατί όταν την πλησιάζω μου χαμογελά και με ρωτάει "θέλεις να περπατήσουμε μαζί;" και αρχίζει να χτυπάει κάπως περίεργα η καρδιά μου και αισθάνομαι να ζεσταίνονται τα μάγουλά μου. "ναι, θέλω", της απαντάω περισσότερο γιατί δεν ξέρω τι να πω, έχω μπλοκάρει, δεν την περίμενα ποτέ αυτή την πρόσκληση από το πιο όμορφο κορίτσι της τάξης, αρχίζουμε να περπατάμε αργά προς το σπίτι μου, καμιά δεκαριά τετράγωνα πιο πάνω. η Κατερίνα μου λέει διάφορα για το σχολείο, τα Αγγλικά και τον Φώτη, ένα αγόρι που της κάνει άγριο φλερτ αλλά εκείνη τον σιχαίνεται. κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, σταματά, με πλησιάζει και κολλάει το πρόσωπό της στο δικό μου. "φοράς κολόνια; μμμ... ωραία είναι" και τότε φέρνει αργά και βασανιστικά τα δυο της βελουδένια χείλη και τα κολλάει στα δικά μου, για λίγο, για πολύ, για μια αιωνιότητα, δεν ξέρω για πόσο, ζαλίζομαι, έχω μουδιάσει, νιώθω το πέος μου να πλημμυρίζει αίμα, να φουσκώνει, ντρέπομαι και μαζί χάνομαι σε μια δίνη... και όταν συνέρχομαι από αυτή τη δίνη της ηδύτητας και της απόλαυσης -θυμάμαι ακόμη πως τα χείλη της είχαν γεύση φράουλα- βρίσκομαι μόνος, να στέκομαι σε μια γωνιά και οι περαστικοί να με κοιτούν λες κι είμαι εξωγήινος. και ντρέπομαι τόσο που αρχίζω να τρέχω σαν τρελός προς το σπίτι. κείνο το βράδυ κοιμήθηκα ανάλαφρος, πουπουλένιος, ερωτευμένος, χωρίς να δω τηλεόραση ή να διαβάσω τίποτα. ήθελα να κρατήσω, πάσχιζα να κρατήσω όσο περισσότερο ακέραιη την εικόνα της Κατερίνας και την γεύση της φράουλας στα χείλη μου...
...όταν συνήλθα ήμουν γονατιστός, κρατούσα το κεφάλι μου και μόλις άνοιξα τα μάτια μου είδα κάποιες κόκκινες κηλίδες στο λευκό μάρμαρο. Η μύτη μου είχε ανοίξει, έτρεχε αίμα. Σήκωσα το κεφάλι μου με τεράστια προσπάθεια και μέσα στο υγρό τοπίο των ματιών μου που δάκρυζαν είδα την Μπέττυ ολόγυμνη, ξαπλωμένη στον δερμάτινο καναπέ!
Σηκώθηκα με τεράστιο κόπο στα πόδια μου, σκούπισα την ματωμένη μου μύτη και καθάρισα τα μάτια μου. Ο πονοκέφαλος σε λίγο αποσύρθηκε σαν την θάλασσα σε φάση άμπωτης αλλά σε εκπληκτικά γρήγορη ταχύτητα και η εικόνα ξεκαθάρισε. Είδα την Μπέττυ ξαπλωμένη αυτοκρατορικά, να λικνίζεται νωχελικά σαν αρχαία εταίρα σε ανάκλιντρο, να χαϊδεύει τα μέλη της με λαγνεία σε ερωτικό κάλεσμα και δεν μπόρεσα να εμποδίσω τον ανδρισμό μου που φούσκωνε κιόλας μέσα στο παντελόνι μου.
Έλα, είδα τη λέξη να σχηματίζεται στα χείλη της που γυάλιζαν, κόκκινα και πρησμένα από την σφοδρή επιθυμία να έρθουν σε επαφή με... Έπιασα το πέος μου και τρόμαξα. Είχα μια υπερφυσική στύση, διπλάσια από την συνήθη! Πέταξα το πουκάμισο και το παντελόνι από πάνω μου, κατέβασα και το σλιπ μου κι αυτό που αντίκρισα ήταν κάτι απίστευτο. Όταν η Μπέττυ με κοίταξε ερεθισμένο, όλο της το σώμα αναρίγησε. Έμοιαζε τώρα με άγριο ζώο σε φάση αναπαραγωγής, το κορμί της λουσμένο στον ιδρώτα, στριφογύριζε στον καναπέ, μούγκριζε και λαχάνιαζε αν και δεν άκουγα τίποτε, τα ένιωθα όλα.
Έτρεξα σαν τρελός από την επιθυμία να την αγγίξω, να την φιλήσω, να ενωθούμε με βιαιότητα, με πρωτοφανές πάθος και αυτό έγινε καθώς μπαίνοντας μέσα της αισθάνθηκα πως μια σάρκινη μέγγενη με έσφιγγε με σκοπό να με κόψει στα δυο, να με διαλύσει, να με ξεζουμίσει κι ύστερα να με αφήσει λιπόθυμο και μόνο.
Η Μπέττυ είχε μια έκφραση στο πρόσωπό της που δεν είχα δει ποτέ μου. Τα μάτια της με κοίταζαν με μοχθηρία, σχεδόν με μίσος αλλά τα χείλη της με ρουφούσαν με μανία. Τα νύχια της μπήγονταν στην πλάτη μου και άφηναν ματωμένα αυλάκια πίσω τους.
Η στιγμή της ολοκλήρωσης πλησίαζε, η στιγμή της τρομερής έκρηξης, η στιγμή της μεγαλύτερης κορύφωσης που είχαμε βιώσει και οι δυο στη ζωή μας. Και ερχόταν και για τους δυο. Ταυτόχρονα και επιθετικά. Ορμητικά και θυμωμένα! Κι όταν το πρώτο οργασμικό κύμα μας χτύπησε...
Το διαμερισματάκι της Μπέττυς, μπορεί να ήταν ένα συνηθισμένο τριαράκι σε μια παλιά πολυκατοικία της Κυψέλης -ίσως και από τις πρώτες σε όλη την Ελλάδα!, είχε όμως μεταμορφωθεί με την καλαισθησία και το μεράκι της ενοικιάστριάς του σε μια κουκλίστικη και ζεστή φωλιά σε σημείο που όλοι οι συμφοιτητές της να θέλουν εδώ να μαζεύονται και να διαβάζουν. Όχι όμως το τελευταίο διάστημα. Γιατί όλες αυτές τις μέρες -και ιδιαίτερα τις νύχτες- μετά την εμπειρία μας στο Λευκό Δωμάτιο, η Μπέττυ είχε κλειδαμπαρώσει, είχε κατεβάσει τα τηλέφωνα, κινητά και σταθερά και...
Μετά από δυο εβδομάδες... "Σεξουαλικής Ολυμπιάδας" όπου αμφότεροι διακριθήκαμε σε όλα τα γνωστά και άγνωστα... "αθλήματα", κι αφού υπολόγισα πως θα πρέπει να είχα χάσει πάνω από έξι κιλά στις υπερ-φιλότιμες προσπάθειές μου να φανώ αντάξιος της συγκλονιστικής και μοναδικής εκείνης ένωσής μας στον Λευκό Καναπέ, αποφάσισα να... επιστρέψω στην βαρετή ρουτίνα της καθημερινότητας. Η Μπέττυ όμως...
Ήμουν καθισμένος στην μικρή της βεράντα με ένα δροσερό χυμό ροδάκινο και το "Ιντερμέτζο Σινφόνικο" από την Καβαλλερία Ρουστικάνα να πλημμυρίζει τα αυτιά μου. Ευτυχώς, η φασαρία από τα αυτοκίνητα δεν έφτανε στον 6ο όροφο και έτσι απολάμβανα τον χυμό και την μουσική με όλες μου τις αισθήσεις καθαρές και... εξαγνισμένες μετά από δεκαπέντε ημέρες εξαντλητικών υπερωριών στην αγκαλιά της μεταμορφωμένης συντρόφου μου.
Εκείνη ήρθε σε λίγο δίπλα μου, φορώντας ένα δικό μου t-shirt που της έπεφτε πολύ μεγάλο, αναμαλλιασμένη ακόμη, με εκείνη την έκφραση της ικανοποιημένης γυναίκας στο πρόσωπό της που δεν είχα την ευκαιρία να βλέπω συχνά, τουλάχιστον στην Μπέττυ. Για να είμαι ειλικρινής, πρώτη φορά την έβλεπα τόσο πλήρη και... ευτυχισμένη, θα τολμούσα να πω.
Και ήταν από τις λίγες φορές που μου χαμογελούσε τόσο ζεστά.
"Τι πίνεις;"
"Ροδάκινο. Δεν σ'αρέσει".
"Λάθος", απάντησε και ήπιε μια αυτοκρατορική γουλιά.
Για λίγο δεν μιλούσε κανείς. Τη σκυτάλη τώρα είχε πάρει ο Vivaldi και το απαλό Κοντσέρτο για Μαντολίνο που άρεσε πολύ στην Μπέττυ.
"Το αγάπησα όταν το άκουσα στο Κράμερ εναντίον Κράμερ", μου είπε ξαφνικά. "Αλλά απόψε που το ξανακούω μ'αρέσει ακόμη περισσότερο".
Δεν έλεγα τίποτα. Είχα βυθιστεί ξανά στις σκέψεις μου. Οι δυο αυτές βδομάδες μπορεί να ήταν από τις συγκλονιστικότερες στη ζωή μου αλλά είχαν τελειώσει. Ήταν μια παρένθεση. Το πρόβλημα παρέμενε. Ήταν εκεί, με περίμενε στη γωνία. Και αργά ή γρήγορα έπρεπε να το αντιμετωπίσω.
"Σκέφτεσαι. Πάλι σκέφτεσαι. Ο κόσμος είναι απλούστερος όταν δεν σκέφτεσαι", μου είπε και αισθάνθηκα πως θα ξεκινούσε πάλι μια διελκυστίνδα από ατάκες που θα μας έφερναν πάλι στα ίδια τα παλιά.
"Μπέττυ. Εκείνη τη μέρα..."
"Δεν ξέρω τίποτα, δεν θυμάμαι τίποτα. Μην με γυρίσεις πάλι στον παλιό Αντώνη με τις σκοτεινές εμμονές και τις καταβυθίσεις στους άγονους στοχασμούς του αποκρυφισμού σου. Τώρα δεν είμαστε πιο καλά μωρό; Δεν είμαστε όμορφα;"
Πάντα η Μπέττυ, η γνωστή Μπέττυ, η προσγειωμένη και η ορθολογίστρια. Η "δυο και δυο δεν κάνουν εικοσιδύο αλλά τέσσερα κύριε!", όπως μου επαναλάμβανε συχνά για να με πικάρει. Μου άρεσε όμως να με λέει τρυφερά "μωρό". Όχι "μωρό μου" ή "μωράκι μου", απλά "μωρό". Δεν ξέρω αλλά το έβρισκα πολύ ερωτικό και οικείο.
Γύρισα και την κοίταξα τρυφερά.
"Δεν θα κρατήσει μάτια μου πολύ. Κάπου παρακάτω..."
"Εντάξει, το ξέρω πως δεν μπορώ να σε κρατήσω για πολύ εδώ κάτω στη Γη, όμως, εκεί μέσα, εγώ δεν ξανάρχομαι".
Πρέπει να θύμωσε γιατί μπήκε άξαφνα μέσα και έκλεισε και το στέρεο αφήνοντας τον Vivaldi ανολοκλήρωτο. Ύστερα ντύθηκε και ήρθε να μου ανακοινώσει πως θα έβγαινε με την Σόφη και την Άννα, τις καλύτερές της φίλες. Δεν παρέλειψε να μου δώσει κι ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.
"Σε εγκαταλείπω κε στοχαστή στις εσωτερικές σου ανιχνεύσεις και στις... κάτσε να δω πως το έλεγες, α, ναι "στις μοναχικές ιστιοδρομίες στα Αρχιπελάγη του Είναι". Πρέπει να δω και κανέναν άλλο άνθρωπο γιατί σε λίγο θα καλέσουν την αστυνομία να μας δηλώσουν εξαφανισθέντες. Μην φας τίποτα. Θα φέρω εγώ γυρίζοντας. Τσαο".
Γεύτηκα το φιλί της με ένα μελαγχολικό συναίσθημα, μα λίγο πριν αποχωριστούμε, γύρισε και μου είπε κάτι που με καθήλωσε στην καρέκλα μου.
"Ει, φιλαράκο. Σ'αγαπώ".
Μου έκλεισε πονηρά το μάτι και με άφησε σε κείνη τη μικρή βεράντα μόνο, ίσως όχι πια και τόσο μόνο. Και γεμάτο από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα γλυκύτητας και πλήρωσης.
Μονάχα όταν άκουσα την εξώπορτα να κλείνει, ψιθύρισα "κι εγώ σ'αγαπώ" και ήπια την τελευταία γουλιά του χυμού μου.

β. Το τέλος όλων και η αρχή του ενός
"Είμαι πεπεισμένος φίλε. Μονάχα αν γίνει αυτό. Έτσι όπως πρέπει να γίνει, την ώρα που πρέπει, θα μπορέσω να απαλλαγώ από το Λευκό Δωμάτιο. Δεν μπορώ να το κάνω μόνος. Ξέρω πως μπορεί να γίνει, χρειάζομαι όμως ακόμη έναν. Μην φοβάσαι. Δεν εννοώ εσένα. χρειάζεται μια θηλυκή παρουσία. Το κατάλληλο δίπολο, καταλαβαίνεις; Με δυο αρσενικές παρουσίες δεν... πως να στο πω, δεν μπορεί να γίνει γέφυρα, χρειάζομαι την Μπέττυ. Κι αυτή μου το ξέκοψε. 'Εκεί μέσα δεν ξαναπάω', μου είπε. Και δεν την αδικώ. Έστω κι αν μας βγήκε σε καλό την προηγούμενη φορά. Έχει αρχίσει να βλέπει και κάτι περίεργα όνειρα τελευταία..."
"Τι όνειρα;"
Ο Χρήστος ήταν από τους καλύτερούς μου φίλους. Δεν γνωριζόμασταν πάνω από έξι μήνες κι όμως είχαμε μια θαυμαστή επικοινωνία σε μικρά και μεγάλα πράγματα, σε χαμηλά και υψηλά επίπεδα. Και είχα αποφασίσει να του μιλήσω. Με άκουγε με ενδιαφέρον. Και ξέρω πως ό,τι κι αν σκεφτόταν, ήταν έτοιμος να με στηρίξει σε όποιο εγχείρημά μου χωρίς να με κρίνει.
"Όνειρα... σεξουαλικού περιεχομένου. Ξυπνάει, πετάγεται στον ύπνο της ιδρωμένη και διαπιστώνει ότι... καταλαβαίνεις... είχε οργασμό στον ύπνο της".
Ο Χρήστος γούρλωσε τα μάτια του και το θέαμα ήταν πολύ κωμικό.
"Σοβαρά μιλάς τώρα;"
"Νομίζω φίλε πως δεν έπρεπε να την πάρω μαζί μου στο Δωμάτιο. Μπορεί να της έκανα κακό".
"Μήπως πρέπει να... να επισκεφτείτε..."
"Ξέχνα το. Σε γιατρό δεν πάμε. Τι να του πούμε δηλαδή; Όχι δεν γίνεται. Πρέπει να γίνει αυτό που λέω εγώ. Πρέπει να γίνει. Και χρειάζομαι μαζί μου την Μπέττυ".
Ο Χρήστος μπορεί να ήταν ένα ανοιχτόμυαλο και μορφωμένο παιδί, όμως μερικά πράγματα είναι πέρα από τα όριά μας.
"Τι να σου πω ρε Αντώνη. Από τη μια σε θαυμάζω. Εννοώ, σου συμβαίνει κάτι τόσο απίστευτο και εσύ έχεις την ψυχραιμία να οργανώνεις στρατηγικές για να το αντιμετωπίσεις. Κι από την άλλη... Ούτε ψύλλος στο κόρφος σου αδερφέ μου, ούτε ψύλλος στο κόρφο σου!"
Ήμουν ξανά στο Δωμάτιο. Μόνος. Και γυμνός. Δεν ξέρω γιατί είχα αυτή την έμπνευση. Την είχα όμως και μαζί είχα και μια ακόμη. Στο δεξί μου χέρι κρατούσα ένα κυνηγετικό μαχαίρι! Είχα αποφασίσει να τελειώνω με αυτή την ιστορία. Και ήξερα πως ο θύτης θα ήμουν εγώ και εγώ θα ήμουν το θύμα. Ήλπιζα αυτό να ήταν το τελευταίο ταξίδι. Και στην επιστροφή του να ήμουν ελεύθερος.
Έμπαινα ξανά στη δίνη. Έπιασα το κεφάλι μου και γονάτισα. Το ταξίδι άρχιζε κάπου εκεί...
...στο μοναχικό δωμάτιο του νοσοκομείου που έχουν μεταφέρει τον παππού "για να είναι πιο ήσυχος" είπε ο γιατρός, μα ξέρω πως τον έφεραν εδώ γιατί θα πεθάνει και δεν θέλουν να αναστατώσουν τους υπόλοιπους ασθενείς. ο παππούς είναι ήσυχος, η ανάσα του μόλις και ακούγεται. έρχομαι σχεδόν κάθε μέρα, από την πρώτη στιγμή που τον έφεραν, κάτι ιερό και βαθύ με συνδέει μ'αυτόν τον άνθρωπο που υπήρξε σκληρός και αυστηρός στα νιάτα του, ευσυνείδητος και άψογος οικογενειάρχης, χωρίς ποτέ να ξεπεράσει σε τίποτε το μέτρο, που εργάστηκε τόσο σκληρά σε σκληρές εποχές κι ως τα ογδόντα του δεν εγκατέλειπε τον πάγκο του ξυλουργού που τόσο του άρεσε. δεν ήθελε να βγει στην σύνταξη ο παππούς. "ξέρω πως αν βγω στη σύνταξη θα πεθάνω Αντωνάκη", μου έλεγε και μου χάιδευε το κεφάλι και πριν φύγω από το μοναχικό του σπίτι -από τότε που έφυγε η γιαγιά, πολλά χρόνια πριν- μου έδινε πάντα ένα γενναίο χαρτζιλίκι και κανά δυο χρήσιμες συμβουλές. πόσες ιστορίες δεν μου είχε πει, από την εποχή που υπηρετούσε στο Βασιλικό Ναυτικό και έζησε το διχασμό και την Μικρασιατική καταστροφή, από την Κατοχή όταν αρνήθηκε να παραδώσει το ξυλουργείο στους κατακτητές και το έκλεισε και πήγε να δουλέψει υπάλληλος σε κάποιο εργοστάσιο. από τότε που είδε την μοναδική γυναίκα που λάτρεψε να χάνεται πρόωρα από ζάχαρο και να μένει μόνος, ολόμονος να μετράει τις ώρες και τις στιγμές ώσπου να πάει να την συναντήσει. "δεν ξέρεις πόσο πολύ μου λείπει η γιαγιά", μου είχε εξομολογηθεί κάποτε και είχε βουρκώσει. ήταν η μοναδική φορά που τον είδα να λυγίζει, αυτόν, έναν άνθρωπο που δεν είχε λυγίσει ποτέ και από τίποτα. κάθε μέρα ερχόμουν σ'αυτό το νεκροκρέβατο και καθόμουν δίπλα του και προσπαθούσα να ακούσω την ασθενική του ανάσα. ίσως ξυπνήσεις παππού και με δεις που είμαι δίπλα σου, του έλεγα αλλά ο παππούς δεν ξύπνησε ποτέ. θυμάμαι μονάχα εκείνη τη γαλακτώδη μάζα που κάλυψε τα μάτια του, τις τελευταίες ώρες πριν φύγει κι εκείνος για το μεγάλο ταξίδι. "τελειώνει", μου είπε η νοσοκόμα όταν την φώναξα να δει αυτό το θολό άσπρο πράγμα που είχε καλύψει το κάποτε ζωντανό και αυστηρό του βλέμμα. "ίσως δεν πρέπει να είσαι εδώ. είσαι παιδί ακόμη", είπε η νοσοκόμα αλλά δεν της επέτρεψα να με διώξει από το δωμάτιο του παππού. ήμουν εκεί όταν ξεψυχούσε και τον ξεπροβόδιζα. ήμουν εκεί και του κρατούσα το χέρι. αντίο παππού. η γιαγιά κουράστηκε να σε περιμένει αλλά τώρα θα σε δει κοντά της. αντίο...
...ξύπνησα ξαπλωμένος μπρούμυτα στον καναπέ, κλαίγοντας με λυγμούς. Μια πελώρια σκιά θλίψης με είχε σκεπάσει σαν σεντόνι, μια αρχαία, βουβή θλίψη, σαν Νύχτα. Δεν πονούσα πουθενά, δεν είχα ματώσει, δεν με περίμενε κανείς μέσα στο Δωμάτιο. Μα όταν ανακάθισα στον καναπέ, διαπίστωσα πως κάποιοι με περίμεναν, όρθιοι, στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλο, στην άλλη άκρη του Δωματίου. Ο παππούς με την γιαγιά, πιασμένοι χέρι χέρι, ο πατέρας μου με την μητέρα μου αγκαλιασμένοι. Όλοι χαμογελούσαν, όλοι ήταν λουσμένοι σε ένα όμορφο ζωντανό φως. Η κουβέρτα της θλίψης έφυγε από πάνω μου και ένα συναίσθημα αγαλλίασης με πλημμύρισε. Έρχομαι μαμά, έρχομαι μπαμπά, είπα και ζωηρά κατέβηκα από τον λευκό δερμάτινο καναπέ μου. Όχι Αντώνη, με γέμισε μια φωνή που δεν ήταν ούτε του πατέρα μου ούτε της μητέρας μου ούτε του παππού ή της γιαγιάς. Την αγνόησα και άρχισα να πλησιάζω τους δικούς μου που με περίμεναν χαμογελαστοί και ολοφώτεινοι σαν άγγελοι. Αντώνη, πρέπει να επιστρέψεις, για μένα, Αντώνη, θα επιστρέψεις, τώρα. Σ'αγαπώ!
Ήταν η φωνή της Μπέττυς. Το κατάλαβα αλλά δεν έδωσα σημασία. Το μαχαίρι, το μαχαίρι αγάπη μου. Κοίταξα πίσω στον καναπέ. Το μεγάλο κυνηγετικό μαχαίρι ήταν αφημένο εκεί. Μπροστά μου οι δικοί μου τρεμόσβηναν πια και μισοχάνονταν. Πίσω μου το μαχαίρι. Πάρ,το και σχίσε τον εφιάλτη. Κάνε αυτό που ήθελες να κάνεις. Αντώνη κάν'το, σ'αγαπώ.
Έκανα ακόμη ένα βήμα προς τους δικούς μου. Η μητέρα μου χανόταν στην αγκαλιά του πατέρα μου και μου γύριζαν την πλάτη. Το φως τους χανόταν, ο παππούς και η γιαγιά είχαν κιόλας χαθεί.
Πάρε το μαχαίρι αγάπη μου, κάντο για μένα. Είμαι εδώ και σ'αγαπώ. Δεν είσαι μόνος, δεν θα είσαι ποτέ πια μόνος. Έλα, πάρ'το και κάνε αυτό που πρέπει. Σχίσε τον εφιάλτη, σχίστον και γύρνα σε μένα, κάντο για σένα, κάντο για μας!.
Γύρισα πίσω κλαίγοντας σαν μικρό παιδί και πήρα το μαχαίρι. Άρχισα να το κατεβάζω με μανία πάνω στον δερμάτινο καναπέ και τον ξέσκιζα. Κάθε μαχαιριά ήταν και ένας φοβερός πόνος στο γυμνό μου σώμα. Μα συνέχιζα να κατεβάζω σαν λυσσασμένος το μαχαίρι στον καναπέ, ολοένα και πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά!
Και λίγο πριν πέσω αποκαμωμένος στο πάτωμα, έριξα μια τελευταία ματιά προς τους δικούς μου. Δεν υπήρχε πια εκεί κανείς. Όλο το αγγελικό φως είχε διαλυθεί. Ο τοίχος αυτός μάλιστα ήταν κατεστραμμένος, ρωγμές υπήρχαν σε όλους τους τοίχους γύρω μου, το Δωμάτιο άρχισε να γκρεμίζεται.
Έφερα το μαχαίρι στο στήθος μου.
Πρέπει να το κάνεις αγάπη μου. Μην φοβηθείς. Ποτέ πια δεν θα φοβάσαι. Είμαι κοντά σου, δίπλα σου. Σ'αγαπώ καρδιά μου. Κάντο λοιπόν. Έλα μωρό, κάντο. Βιάσου!
Είδα το χέρι μου να διστάζει και άκουγα τους τοίχους ολόγυρα να σωριάζονται σε ερείπια. Ο καναπές είχε μετατραπεί σε ένα κουβάρι από κουρέλια. Σταθεροποίησα το μαχαίρι στην παλάμη μου, του έριξα μια τελευταία ματιά, το έσφιξα γερά και το κάρφωσα με δύναμη στην καρδιά μου. Και όλα έσβησαν...
Έτσι όπως αναδύεται από τα απύθμενα βάθη ενός ωκεανού ένας δύτης και σιγά σιγά βλέπει το φως του ήλιου να λούζει τη θάλασσα μέχρι να βγει στην επιφάνεια, νικητής και δικαιωμένος, έτσι αισθάνθηκα όταν άνοιξα τα βαριά βλέφαρά μου και μέσα από τα σκοτάδια άρχισα να διακρίνω κάποια σχήματα, μορφές, πρόσωπα. Αγαπημένα πρόσωπα.
Ο Χρήστος με κοιτούσε με ένα περίεργο, παιγνιδιάρικο βλέμμα. Καθόταν δίπλα μου και μου κρατούσε το χέρι.
"Καλώς τον. Άντε ρε Αντώναρε, μας κοψοχόλιασες!"
Πίσω του, είδα ένα ακόμη αγαπημένο πρόσωπο. Την Μπέττυ, όρθια και νευρική να προσπαθεί να κρύψει την αγωνία της κοιτάζοντας ολόγυρα και πουθενά. Μόλις άκουσε τον Χρήστο, γύρισε προς το μέρος μου.
"Επιτέλους!", φώναξε και αφού παραμέρισε τον φίλο μου χώθηκε στην αγκαλιά μου κι άρχισε να κλαίει.
"Πολύ κλάμα έχει πέσει τον τελευταίο καιρό ρε παιδιά. χαλαρώστε και λίγο", είπε ο Χρήστος αλλά ήταν κι εκείνος συγκινημένος.
Ύστερα διαπίστωσα που ήμουν. Και πως ήμουν.
Ένας επίδεσμος σκέπαζε το στέρνο μου και τυλιγόταν ολόγυρα ως χαμηλά στη κοιλιά μου. Τον άγγιξα και η επαφή έστειλε κάποια κύματα πόνου παντού.
"Μη, μην τον πειράζεις", με μάλωσε η Μπέττυ. "Για λίγο καιρό ακόμη θα τον έχεις. Το βασικό είναι πως..."
"Πως επέστρεψες", ολοκλήρωσε ο Χρήστος την φράση της.
"Επέστρεψα;", αναρωτήθηκα και διαπίστωσα πως και το να μιλώ ήταν κάπως επώδυνο.
"Ναι μωρό, επέστρεψες. Πάλεψες τρία ολόκληρα μερόνυχτα, όμως τα κατάφερες. Επέστρεψες. Για τα καλά αυτή τη φορά. Κι είμαι μαζί σου".
"Μα εσύ...", πήγα να την ρωτήσω μα μου έκλεισε τα χείλη με την παλάμη της και μετά μου τα διηγήθηκε όλα. Την είχε βρει ο Χρήστος και της είχε μιλήσει. Την κρίσιμη ώρα είχε έρθει κι εκείνη στο Δωμάτιο, δεν ξέρω πως, δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία είχε πως ήταν μαζί μου και ...
"Σ'αγαπώ φιλαράκο", μου είπε με το γλυκύτερο ύφος που είχα δει και έκλεισε το στόμα μου με τα χείλη της.
"Εγώ να πηγαίνω", άκουσα τον Χρήστο να λέει μα πριν φύγει τον κάλεσα κοντά μου και του έσφιξα το χέρι με όση δύναμη είχα.
"Σ'ευχαριστώ φίλε", του ψιθύρισα και ξαναγύρισα στα χείλη της Μπέττυς. Εκεί ήθελα να μείνω και τίποτε πια στον κόσμο δεν θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
Αύγουστος 2004

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011



Εμείς
Οι εγκλωβισμένοι του Χθες
Στο φρικαλέο τριγμό του Σήμερα
Επικαλούμαστε ένα διωγμό
Ένα ανάθεμα
Ή μια ανάσα εφιάλτη
Για να επιστρέψουμε εκεί
Όπου βιώνουμε το Υπέροχο
Το Απόλυτο
Το Αληθινό
Και κατοικία μας είναι
Όχι ο χρόνος
Ούτε ο πόνος
Αλλά οι στίχοι απ’τα τραγούδια
Των βάρδων…

Περισσότερο από τους άλλους
Απ’ οποιονδήποτε ‘άλλο’
Εμείς ξέρουμε καλύτερα
Τι σημαίνει ν’ανήκεις στο Χθες
Και να προσδοκάς το Αύριο
Να επιστρέφεις
Για να ησυχάσεις
Και να γαληνέψεις
Κι όχι για να βιώσεις ξανά
Ό,τι για πάντα χάθηκε…

Περισσότερο απ’όλους
Κι από καθέναν χωριστά
Σ’εμάς ανήκει το Αύριο
Γιατί θυσιάσαμε όλη μας την ακεραιότητα
Κι όλη μας τη ρώμη
Οραματιζόμενοι ευρύχωρους κόσμους
Από ηδονές και αγιοσύνη
Γιατί δεν ρίξαμε κάτω
Τις ασπίδες στις ήττες
Γιατί δεν τραγουδήσαμε ποτέ
Όπως το αξίζαμε
Στους λιγοστούς θριάμβους…

Περισσότερο από τους άλλους
Απ’όλους τους άλλους
Εμείς
Αγαπήσαμε τη ματαιότητα
Λατρέψαμε το πρόσκαιρο
Υμνήσαμε το φθαρτό
Σμιλέψαμε το Απρόσιτο
Και κατοικήσαμε μέσα του
Και σήμερα μπορούμε
Αν το θελήσουμε αληθινά
Ν’αναστηθούμε από τη τέφρα μας
Να σηκωθούμε αγέρωχοι
Να ξεκινήσουμε ξανά
Να στοχαστούμε απ’την αρχή
Όχι σ’ένα τέλος που θα αρμόζει
Στην αποκοτιά μας
Να υπάρχουμε
Μα σ’ένα πέρας μυητικό
Ένα ολοκαύτωμα ανδρείο
Ένα στροβίλισμα φωτός και χάους
Πριν σφαίρες γίνουμε
Από αστρόσκονη και Νύχτα
Κι αναλωθούμε οριστικά
Και υπέροχα…

2003 - 2010

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011



Επικίνδυνα αέρια…

{πρόχειρη φιλολογική κατάταξις: εύπεπτον καλοκαιρινόν ανάγνωσμα με χαοτικές υφολογικές διακυμάνσεις …}

Ο
 εκδότης, έγειρε ξανά εμπρός, φέρνοντας το στέρνο του σε επαφή με το γραφείο του. Η γραβάτα του με τον Μίκυ και τον Ντόναλντ, έκανε ένα μικρό φούσκωμα και απλώθηκε πάνω στα κείμενα. Είχε κάποιες σελίδες από τα χειρόγραφά μου στα χέρια του και έμοιαζε να μην ξέρει τι να τις κάνει. Να τις χώσει βαθιά στο καλάθι των αχρήστων ή να ανοίξει το παράθυρο και να τις κάνει φειγ-βολάν στα κεφάλια των ανύποπτων περαστικών της Πατησίων; Δεν έκανε τίποτε από τα δυο. 
            Στο μεταξύ, η αφεντιά μου είχε στρογγυλοκαθίσει στην πελώρια δερμάτινη πολυθρόνα και απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο αμηχανίας του γέρο-εκδότη κου Μπαλογιάννη με τα παλιομοδίτικα γυαλιά. Από την εποχή -πάνε τρία χρόνια τώρα- που είχε εκδόσει -με τα χίλια ζόρια βέβαια- το αλησμόνητο εκείνο διήγημά μου Τα πορτοπαράθυρα της γεροντονιότης μας που ξεπούλησε και τα 125 αντίτυπα που τύπωσε ο τσιφούτης -πράξη που τον έβαλε στην χωρία των αθανάτων εκδοτών της υφηλίου έστω και αν δεν το παραδεχόταν έτσι γκρινιάρης και μουστρούφης όπως ήταν- θυμάμαι αυτά τα θλιβερά γυαλιά. Και αυτό το διαλυμένο σκελετό που δεν έλεγε να τον αλλάξει. Τέλος πάντων.
            Μασούλαγα και τα απομεινάρια μιας μικρής ΙΟΝ. Της πιο μικρής βέβαια γιατί δεν με έπαιρνε για σπατάλες.
            Να και πάλι το ωραίο υφάκι της συγκατάβασης. Καιρός ήταν. Είχαμε λίγα λεπτά τώρα που παίζαμε τους μουγκούς. Ο Μπαλογιάννης παράτησε αυτά τα χαρτιά κάπου στο γραφείο -μάλλον τα πέταξε λες κι είχαν λερώσει τα χέρια του τόση ώρα- και άρπαξε κάποια άλλα που είχε αριστερά του.
            "Και αυτό το διήγημα πάλι... αυτό με την πυραμίδα..."
            "Α, το Επικίνδυνα αέρια, αυτό λέτε;"
            "Τέλος πάντων. Κάπου εδώ το είχα… Α! να'το. Τι ήταν πάλι κι αυτό το πράγμα βρε παιδάκι μου;"
            "Πρόβλημα φιλολογικής ένταξης; Επιστημονική φαντασία με πλοκή αστυνομικού μυθιστορήματος, λίγο νουάρ και τα σχετικά".
            "Καλά, καλά...", είπε και κούνησε με απαξίωση το χέρι του. Και έπιασε να διαβάζει ένα απόσπασμα από το αριστούργημά μου. Αφού άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό πρώτα. Μάλλον είχε φάει βαριά το μεσημέρι!
            

     « -Τι γίνεται εδώ μέσα ρε μάγκα; Έχω αρχίσει να φρικάρω δικέ μου! Πως σού'ρθε να κουβαληθούμε χρονιάρες μέρες σ'αυτό το τάφο;
     -Μη γκρινιάζεις ρε Τασούλα! Δεν είναι όποιος κι όποιος αυτός ο τάφος. Είναι του μεγάλου του Χέοπα! Έλα, άραξε εδώ και χαλάρωσε. 
     Η Τασούλα βρήκε μια κοτρόνα και κάθισε. Αμέσως πετάχτηκε πάνω όμως λες και την είχε χτυπήσει ρεύμα στον απαυτό της.
     -Αουτς! Τι σκ...
     -Τι έγινε μωρό μου;
     -Αυτές οι πέτρες είναι παγωμένες. Σκατά, σκατά και σκατά!
     -Ηρέμησε ρε κοριτσάκι! Πολλά νεύρα έχεις. Από την ώρα που φύγαμε έτσι είσαι.
     -Και πως να μην είμαι ρε χαζό; Δε μου λες, το υπόλοιπο γκρουπ που είναι; Πάμε να τους βρούμε, φρικάρισα εδώ μέσα.
     -Μα, δεν είπαμε; 
     -Τι πράγμα;
     Πλησίασα την Τασούλα και την χάιδεψα τρυφερά στα ωραία ξανθά μαλλάκια της. Έτρεμε το δόλιο.
     -Χαλάρωσε μωράκι μου. Δεν είπαμε να την βρούμε λιγάκι εδώ μέσα και μετά...
     Ένας ήχος με διέκοψε. Κάτι σαν σούρσιμο στους τοίχους. 
     -Τ' άκουσες; Τι ήταν αυτό; 
     Η Τασούλα άρχισε να τα παίζει. Με απώθησε και κοίταξε ολόγυρα την σκοτεινή αίθουσα με τις αισθήσεις της σε συναγερμό και την καρδιά της ταμπούρλο. Τι να δεις όμως εκεί μέσα; Σκοτάδια, σκαλισμένους τοίχους με ανθρωπάκια και ζωάκια και ορνιθοσκαλίσματα του 3000π.Χ. Μονάχα η μυρωδιά ήταν έντονη.
     Η μυρωδιά;
     -Κάτι μυρίζει Αντώνη.
     -Πάντως δεν ήμουνα εγώ.
     -Τι μαλάκας που είσαι μερικές φορές! Πάμε να φύγουμε, τώρα! 
     Και εκείνη τη στιγμή, το κεράκι μου έσβησε θέλοντας να συνωμοτήσει κι αυτό με όλα τα υπόλοιπα στην καταστροφή της φαντασίωσής μου να κάνω έρωτα με την Τασούλα σε μια από τις αίθουσες της Πυραμίδας.
     Η Τασούλα έβγαλε μια κραυγή.
     -Το κερί! Έσβησε!
     -Έλα, μη κάνεις έτσι. Έχω το zippo μου. 
     Μας είχε ζώσει το σκοτάδι τώρα αλλά με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις έβγαλα τον πανάκριβο zippo μου από την τσέπη του επίσης πανάκριβου δερμάτινου τζάκετ μου και άναψα το κεράκι. Ή μάλλον, προσπάθησα φιλότιμα να το ανάψω...»

            Ο εκδότης έκανε μια παύση και σκούπισε με το μαντήλι του το μέτωπό του.
            -Καλό δεν είναι; ρώτησα και άλλαξα στάση στην πολυθρονάρα για να απολαύσω καλύτερα την ανάγνωση. Δεν μπορώ να πω, ο γέρος διάβαζε ωραία.
            Δεν μου έριξε ούτε ματιά και συνέχισε.
            
     «...-Τι έγινε; Δεν ανάβει; 
     Διέκρινα πανικό στη φωνή της Τασούλας. Εγώ πάλι, βράχος ψυχραιμίας.
     -Χαλάρωσε ρε μικρό. Θα ανάψει, που θα πάει; Στο χέρι του είναι;
     Όμως, το γαμημένο το κεράκι δεν έλεγε να ανάψει. Είχα τώρα μονάχα τη φλόγα του zippo που δεν θα κρατούσε και πολύ. Άσε που σε λίγο θα μου έκαιγε και τα χέρια. Βέβαια σαν καθαρόαιμο αρσενικό, δεν μάσαγα από τέτοια.
     Η Τασούλα μου έπιασε το καρπό. Ήταν ιδρωμένη. Η ανάσα της άχνιζε μέσα σ'αυτό το αρχαίο καταγώγι.
     Πάλι ο ήχος. Ή μάλλον, περισσότεροι ήχοι. Σουρσίματα, περίεργα και σκοτεινά σουρσίματα στους τοίχους.
     -Φοβάμαι! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΥΡΙΕ ΓΡΟΥΜΠΕΡΣΟΝ! ΚΥΡΙΑ ΤΖΑΜΑΛΙΣ! ΜΑΣ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
     -Μην φωνάζεις στο αυτί μου κοπέλα μου! Και ποιος είναι πάλι αυτός ο Γκρούφερσον;
     -Γκούμπερσον βρε ηλίθιο! Ο αρχηγός του γκρουπ! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΡΟΥΠ! HELP! SOMEONE TO HELP US!
     -Μπράβο, δουλεύεις και το αγγλικό τσίλικα βλέπω! Και δεν σε είχα εκτιμήσει δεόντως!
     -Άσε τις μαλακίες Αντώνη και ας ψάξουμε αν βρούμε την είσοδο. Θυμάσαι πως μπήκαμε εδώ μέσα;
     Δεν είχα τι να απαντήσω. Ιδέα δεν είχα που ήταν η είσοδος. Ο zippo άρχισε να τα παίζει. Το σκοτάδι μας κύκλωνε σαν τεράστιο μυθικό τέρας που έπαιρνε ζωή από το φόβο μας...»

            Ο εκδότης διέκοψε και μου έριξε μια δολοφονική ματιά λες και με ρώταγε "από που το ξεσήκωσες πάλι αυτό ρε μπαγλαμά;"
            Εγώ πάλι καμάρωνα σαν γύφτικο σκερπάνι. Δικό μου ήταν, δεν το είχα κλέψει από κανέναν. Τσ, τσ, τσ! Όχι, παίζουμε.
            Ο γυαλάκιας συνέχισε.

     «...Η Τασούλα άρχισε να κινείται προς κάποια κατεύθυνση στα δεξιά της.
     -Θα πιάσουμε έναν τοίχο και σιγά σιγά θα βρούμε και το άνοιγμα. Παναγίτσα μου, βοήθησέ μας.
     -Βρε ποια Παναγίτσα στους τάφους των Φαραώ; Εδώ μονάχα τσακάλια και σκαθάρια θα βρεις. Κι αυτά φασκιωμένα.
     -Το χιούμορ σου έλειπε χοντρομαλάκα τέτοια ώρα. Μπρος, μαζί μου. Και κοίτα μη σου σβήσει και ο αναπτήρας.
     Αρχίσαμε να σουρνόμαστε λοιπόν και η Τασούλα έπιασε τοίχο. Άπλωσε την παλάμη της με τα όμορφα βαμμένα κόκκινα νύχια της να χαϊδεύουν τα ιερογλυφικά και δεν ξέρω πως και γιατί, μου σηκώθηκε! Τι σοι διαστροφή πάλι κι αυτή! 
     -Πάμε προς τα δεξιά, σιγά σιγά. 
     -Γιατί προς τα δεξιά. Γιατί όχι προς τα αριστερά;
     -Γιατί είμαι Καραμανλικιά, άσε τις μπούρδες ρε Αντωνάκη!
     -Καλά, εντάξει. 
     Ο zippo ξαφνικά παρέδωσε το πνεύμα! Βρεθήκαμε σκεπασμένοι από ένα σκοτεινό, αρχαίο σεντόνι. Και την ίδια στιγμή, πάνω απ'τα κεφάλια μας άρχισε ένας τρελός χορός από σουρσίματα, δεκάδες, εκατοντάδες!
     -ΒΟΗΘΕΙΑ! Κε ΓΚΟΥΜΠΕΡΣΟΝHELP! SOMEBODY HELP US!
     Η Τασούλα βαριανάσαινε, το ίδιο κι εγώ. Είχαμε χεστεί πάνω μας και οι δυο. Και σε λίγο αυτό δε θα ήταν σχήμα λόγου.
     -Τασούλα...
     -Σσσσ. Προχώρα. Έλα, φτάνω σε λίγο στη γωνία. 
     -Τασούλα....
     -Τι θες μωρέ;
     -Επείγον!
     Η Τασούλα σταμάτησε να ψαχουλεύει τα σχηματάκια στους τοίχους.
     -Τι είναι;
     -Πρέπει να...
     -Τι;
     Είχα ιδρώσει αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν με έβλεπε, ευτυχώς.
     -Να... τα κάνω!
     -Όχι ρε πούστη μου! Τέτοια ώρα;
     -Ε, ξέρεις τώρα πόσο ευαίσθητο είναι το έντερό μου! 
     -Ξέρω που να μην ήξερα. 
     -Τι θα...
     -Τίποτα! Κρατήσου! Πρώτα θα βγούμε απ'αυτό το καταραμένο τάφο και μετά χέσε όλη την έρημο και όλο το Νείλο.
     -Δεν μπορώ, δεν γίνεται βρε μωρό. Δεν κρατιέμαι. Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο;
     -Λέγε!
     -Με τι θα σκουπιστώ;
     -Άντε γαμήσου Αντωνάκη! Ή μάλλον άντε χέσου!
     Η Τασούλα μου άφησε το χέρι και μάλιστα με έσπρωξε εκνευρισμένη. Εκείνη συνέχισε την ανίχνευσή της κολλημένη στους τοίχους. Κι εγώ έπρεπε εκεί που ήμουν να κατεβάσω τα παντελόνια μου και να αφοδεύσω! Χωρίς χαρτί, χωρίς φως και με τα αρχαία πνεύματα των Φαραώ να στροβιλίζονται ολόγυρά μου παρακολουθώντας με! Μπρρρ! Πως να μην συσπαστεί το εντεράκι μου;...»

            "Μέχρι εδώ! Αρκετά! Και πολύ διάβασα! Πάρα πολύ!"
            "Όχι, ωραία ήταν, συνεχίστε κε εκδότα! Την είχα καταβ... θέλω να πω, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που διαβάζετε".
            Ο εκδότης δεν είχε καμία όρεξη για αστεϊσμούς. Παράτησε τα χειρόγραφα πάνω στο γραφείο του, αηδιασμένος σχεδόν και ξάπλωσε κάθιδρος στην ωραία κουνιστή το πολυθρόνα με το μπορντό ακριβό δέρμα.
            "Ακου, τον έπιασε κόψιμο μέσα στην Μεγάλη Πυραμίδα και..." άρχισε να μονολογεί.
            "Μα από κει βγήκε και ο τίτλος κε Μπαλογιάννη. Επικίνδυνα αέρια. Γιατί αν διαβάζατε και λίγο παρακάτω..."
            Ο εκδότης χτύπησε το χέρι του στο γραφείο.
            "Σιωπή! Το διάβασα όλο το 'μυρωδάτο' αριστούργημά σου. Στις επόμενες σελίδες ο γελοίος ήρωάς σου, την ώρα που αφοδεύει αφήνει μια βροντερή πορδή και ανατινάσσεται η Πυραμίδα!"
            "Μπράβο, γιατί υπήρχε ένα εγκλωβισμένο αέριο 3000 χρόνια το οποίο και ανεφλέγη και..."
            "Το μυαλό μου ανεφλέγη με τις μαλακίες που έχεις γράψει και τα θεωρείς και 'επιστημονική φαντασία με πλοκή αστυνομικού μυθιστορήματος'. Αηδίες και ξεράσματα. Απορώ με την υπομονή μου, αλλά ως εδώ ήταν! Τελειώσαμε μαζί σου κε Στρόβιλε. ΤΕΛΟΣ! ΚΑΠΟΥΤ!"
            Ο εκδότης δεν ήταν στα καλά του. Είχε κοκκινίσει, είχε πρηστεί και ήταν μούσκεμα. Ανησύχησα.
            "Τα χάπια μου. ΦΕΝΙΑ..."
            Πετάχτηκα από την πολυθρόνα μου και άρχισα να ψάχνω παντού για τα χάπια του εκδότη μου. Άνοιξα συρτάρια, άδειασα βιβλιοθήκες, αναποδογύρισα τραπεζάκια και καρέκλες, διέλυσα το σύμπαν μέσα στο γραφείο αλλά χάπια δεν βρήκα πουθενά!
            Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και έκανε την αυτοκρατορική της εμφάνιση η Φένια, η ιδιαιτέρα του Μπαλογιάννη. Ένα πλάσμα μυθικό, αιθέριο, μοναδικό! Μάτια σμαράγδια, μαλλιά κατάξανθα, ριχτά στους ώμους, στήθος στητό και ζουμερό, μέση ανύπαρκτη και γάμπες ατελείωτες! Καιρό τώρα προσπαθούσα να της αποσπάσω έστω ένα "ίσως" για ένα καφεδάκι στην Πλάκα ή ένα ποτάκι στου Ψυρρή αλλά μάταια.
            Μόλις αντίκρισε το βομβαρδισμένο τοπίο γύρω της έβαλε τις φωνές!
            "Χριστός και Παναγία! Κε ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗ!"
            Ο εκδότης στο μεταξύ έπνεε τα λοίσθια. Είχε σωριαστεί χάμω και ανάσαινε με τρομερή δυσκολία. Με το ζόρι τον προλαβαίναμε.
            Και τότε εθαύμασα τις εκπληκτικές δεξιότητες της Φένιας στην παροχή πρώτων βοηθειών. Σε χρόνο μηδέν είχε ξαπλώσει ανάσκελα τον προϊστάμενό της, του είχε λύσει τη γελοία γραβάτα της Ντίσνευ, του είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισο, του είχε σκουπίσει το πρόσωπο, του είχε δώσει τα χάπια του -αλήθεια, που τα βρήκε;- και του έκανε και αέρα!! Μωρέ μπράβο!
            "Φένια, μήπως μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα;"
            Ο ημιλιπόθυμος εκδότης άκουσε την φωνή μου και συνήλθε εντελώς!
            "Ακόμη εδώ είναι αυτός! Έξω, δρόμο, ουστ!"
            Με πέταγε έξω σαν κανένα παλιόσκυλο του δρόμου, απ' αυτά που έχει δεσμευτεί να μαζέψει ο δήμαρχος και να περιθάλψει αλλά μέχρι ώρας δεν έχει γίνει τίποτα. Κοίταξα την Φένια σαν δαρμένος σκύλος.
            "Πήγαινε έξω και περίμενέ με", μου είπε και την υπήκουσα ευχαρίστως. 
            Θα πρέπει να πέρασαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να ξαναδώ την Φένια. Καθόμουν στον μικρό διθέσιο καναπέ του δικού της γραφείου που ήταν και αίθουσα αναμονής. Είχα καπνίσει και δυο τσιγάρα και είχα ντουμανιάσει το χώρο. Ήμουν γεμάτος ανάμικτα συναισθήματα. Οργή και οίκτο για τον γερο-εκδότη. Απογοήτευση για το τέλος της συνεργασίας μου μαζί του. Σκατά κι απόσκατα δηλαδή. Η πανύψηλη ιδιαιτέρα με τις ικανότητες νοσοκόμας, άνοιξε την πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά στο γραφείο του Μπαλογιάννη και μετά την έκλεισε πίσω της. Φαινόταν ελαφρά ταλαιπωρημένη.
            "Έχω κάτι για σένα", μου είπε αμέσως και κάθισε στο όμορφο γραφείο της. 
            Σηκώθηκα και την πλησίασα. Με τύλιξε το μεθυστικό άρωμά της. Σκέφτηκα να επαναλάβω την πρότασή μου για κείνο το καφεδάκι στην Πλάκα αλλά την απώθησα στα βάθη του μυαλού μου. Η κοπέλα είχε άλλες σκοτούρες τούτη την ώρα.
            Άνοιξε ένα φάκελο και έβγαλε μια επιταγή.
            "Είναι για σένα. Υπογράφεις κι ένα χαρτί ότι δεν έχεις άλλες διεκδικήσεις από εμάς κλπ, και... πάπαλα. Τέλος με τις 'εκδόσεις Νιόβγαλτος'. Οκ;"
            Μου μιλούσε στεγνά, ψυχρά και επαγγελματικά. Ούτε βλέμμα δεν μου έριχνε. Είχαν βαλθεί όλοι να με βυθίσουν σε κατάθλιψη εκείνη την μέρα.
            "Δεν υπογράφω τίποτα Φένια. Θα τα πείτε με τον δικηγόρο μου".
            "Δεν έχεις δικηγόρο".
            "Κι όμως, έχει!"
            Ποια ήταν αυτή η φωνή; 
            Γύρισα και αντίκρισα το δεύτερο υπέροχο πλάσμα του γραφείου. Στεκόταν λίγα βήματα πίσω μου και μαγνήτισε αμέσως το άπληστο βλέμμα του συγγραφέα και του άντρα, δυο σε ένα που λένε.
            Ξανθιά κι αυτή, με όμορφη καρέ κόμμωση, πανέξυπνα μάτια και άψογο ντύσιμο. 
            "Ελένη;"
            "Ναι, Φένια, ο κος Στρόβιλος από σήμερα έχει δικηγόρο. Και δεν νομίζω να έχει αντίρρηση να είμαι εγώ"
            "Μα...", πήγα να ψελλίσω αλλά η τρομερή Ελένη δεν μου άφησε καμιά επιλογή.
            Με προσπέρασε σαν σίφουνας -ένα ακόμη μεθυστικό άρωμα με τύλιξε, πιο δροσερό αυτό από της Φένιας- και με ύφος και βήμα αγέρωχο και αποφασιστικό άρπαξε τα χαρτιά που είχε μπροστά της η Φένια.            
            "Ελένη, τι..."
            "Να με συμπαθάς φιλενάδα αλλά έχω δικαίωμα να ξέρω τι μαγειρεύει ο κ. Μπαλογιάννης για τον πελάτη μου! Έτσι δεν είναι κε..."
            "Στρόβιλος. Αντώνης Στρόβιλος"
            "Έτσι δεν είναι κε Στρόβιλε;"
            Μου έριξε ένα βλέμμα σαν κεραυνός. Πως θα μπορούσε να αντισταθεί κανείς στην ορμητικότητα μιας τέτοιας γυναίκας; Και ποιος θα το'θελε βέβαια!
            "Ναι, φυσικά, όμως..."
            "Πολύ ωραία. Ο κος Στρόβιλος συμφωνεί. Και πολύ σωστά είπε πως δεν υπογράφει τίποτε! Θα διαβάσουμε το έγγραφο και θα απαντήσουμε εν ευθέτω χρόνω και όπως πρέπει. Η επιταγή δική σας. Καλημέρα σας!"
            Η σούπερ δικηγορίνα με άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε έξω από το χώρο που στέγαζε τις εκδόσεις Νιόβγαλτος. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά πίναμε καφεδάκι στο Κολωνάκι. "Κερνάω εγώ", μου είπε και καλά έκανε γιατί δεν υπήρχε μία.
            "Έχω διαβάσει το βιβλίο σου. Αυτό το Τα παραθυρόφυλλα..."
            "'Τα πορτοπαράθυρα της γεροντονιότης μας'. Αλήθεια;  Σας άρεσε;"
            "Μίλα μου στον ενικό. Είμαι δικηγόρος σου πια. Δεν μου άρεσε, δεν κατάλαβα τίποτα αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι θέλω να εκδικηθώ τον γέρο. Και αυτό σίγουρα θα θέλεις κι εσύ"
            Ανακάτεψε τον καφέ της -παρήγγειλε εκείνη καπουτσίνο με σαντιγί και για τους δυο- και μετά άναψε με ένα χρυσό αναπτήρα ένα Davidoff. Όλα πάνω της είχαν ένα αέρα αριστοκρατικό και μαζί μια αίσθηση θριάμβου. Λες και ερχόταν από άλλο πλανήτη. Τον πλανήτη των νικητών και των αισιόδοξων! Αν δεν ήμουν διαολοχτυπημένος με την Φένια θα την ερωτευόμουν αμέσως. Και οι κινήσεις της... συγχρονισμένες με το ευκίνητο και κοφτερό μυαλό της. Ρυθμός, πόλεμος και έρωτας, αυτό μου ήρθε στο μυαλό έτσι όπως την έβλεπα και την θαύμαζα. Ναι, αυτά της ταίριαζαν γάντι.
            Και δεν με είχε αφήσει να αρθρώσω λέξη.
            "Πριν από δυο χρόνια είχα φέρει κι εγώ κάποια χειρόγραφα στον κο Αρχ… -συγνώμη για την λέξη αλλά δεν κάνω εκπτώσεις στους χαρακτηρισμούς- να τα διαβάσει και να μου πει την άποψή του. Ήταν ένα μυθιστόρημα, μια ερωτική νουβέλα εποχής, με φόντο τους Βαλκανικούς Πολέμους. Δυο νέοι που ερωτεύονται, εκείνος πάει στον πόλεμο, εκείνη τα φτιάχνει με έναν άλλο, κλπ. Είχα δώσει τίτλο Το Σαντούρι του Λοχία Τσαχπινέλι, ήταν Μυτιληνιός αυτός"
            "Καλό ακούγεται."
            "Χάλια ήταν. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία"
            Κόντεψα να πνιγώ. Ήταν τόσο κοφτή και άμεση που με εξόντωνε.
            "Δηλαδή;"
            "Αυτό που έχει σημασία είναι τι μου ζήτησε ο κος παπάρας για να εκδώσει το έργο μου"
            Την κάρφωσα στα όμορφα παιγνιδιάρικα μάτια της.
            "Δεν το πιστεύω"
            "Και δεν μου το ζήτησε στο αχούρι αυτό που το λέει γραφείο του. Όχι! Αφού πρώτα μου είπε ψέματα ότι το είχε διαβάσει και του άρεσε και όλες αυτές τις μαλακίες, μετά με κάλεσε στο σπίτι του 'για να δούμε τις λεπτομέρειες'. Καταλαβαίνεις βέβαια τι σόι λεπτομέρειες είχε στο βρομερό μυαλό του ο πορνόγερος.
            Είχε 'φορτώσει' τώρα και κάπνιζε πιο νευρικά.
            "Και πήγα"
            "Πήγες;"
            "Εσύ δε θα πήγαινες; Άμα έχεις το ψώνιο του 'νέου και ταλαντούχου που ακόμη δεν τον έχουν ανακαλύψει' και όλες αυτές τις ανοησίες, και στα σκατά μπορεί να ρίξεις βουτιά".
            Δεν είπα τίποτα. Η νομική μου εκπρόσωπος ήταν πληγωμένη και ήθελε να πει την ιστορία της. 
            "Και πως με υποδέχθηκε ο κος βρομύλος; Μπορείς να φανταστείς;"
            "Ε, σαν συγγραφέας, έχω μεγάλη φαντασία"
            "Με σαμπάνια, φρούτα και απαλή μουσική με υποδέχθηκε. Και μετά από λίγη ώρα, κι αφού κουράστηκε να περιμένει και να μου λέει μπούρδες, άπλωσε το ξεράδι του στο πόδι μου".
            "Και μετά;"
            "Μετά απλώθηκε το πόδι μου στην γουρουνομούρη του"
            Μόρφασα λες και είχε χτυπήσει εμένα.
            "Ωχ!"
            "Την επόμενη μέρα, μου έστειλε με courier τα κείμενά μου στο σπίτι μου και έτσι έληξε η ιστορία. Έτσι νομίζει δηλαδή."
            Άναψε κι άλλο τσιγάρο και ολοκλήρωσε τον καφέ της. 
            "Αλλά δεν σου πέρασε η 'τσίτα' έτσι;"
            "Όχι βέβαια"
            "Ναι αλλά σήμερα τι..."
            "Τι δουλειά είχα στο γραφείο του; Βασικά ήρθα να δω τη Φένια. Γνωρίστηκα τότε με την κοπέλα και που και που τα λέμε. Και έπεσα τυχαία στην σκηνή με σένα. Φοβερό;"
            Δανείστηκα ένα τσιγάρο και ήπια κι εγώ τον καφέ μου. Κάπως σκοτεινά μου φαίνονταν όλα αυτά αλλά από την άλλη, ο συγγραφέας είναι κατ'επάγγελμα καχύποπτος.
            "Πάμε;", με ρώτησε αλλά είχε σηκωθεί κιόλας
            "Ελένη, ξέρεις..."
            "Τι συμβαίνει; Το μετάνιωσες; Τον λυπάσαι; Θέλεις να πάρεις την ψωροεπιταγή του και να του κάνεις τη χάρη;"
            "Όχι, φυσικά, όμως... να, όλα έγιναν βρε παιδί μου τόσο γρήγορα, τόσο... θέλω να πω..."
            "Κατάλαβα. Σε φόβισα, έτσι; Έτσι είμαι εγώ Αντώνη. Πατ-κιούτ! Τσατ-πατ και όλα τα συναφή. Θα σου δώσω δυο μέρες να το σκεφτείς. Κι ό,τι θέλεις κάνε. Ένα μόνο έχω να σε συμβουλεύσω..."
            Είχαμε βγει πια από το μαγαζί και στεκόμασταν στην πλατεία.
            "Τι;"
            "Μη σηκώσεις τηλέφωνα, μην του μιλήσεις, μην μπεις σε διαπραγματεύσεις μαζί του". 
            "Καλά".
            "Σε δυο μέρες τα λέμε", μου είπε σαν αποχαιρετισμό και μου χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο...


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΤΙ ΡΟΛΟ ΠΑΙΖΕΙ;
ΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΠΟ΄ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΕΡ-ΤΑΛΑΝΤΟΎΧΟ ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΦΩΡΑ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΝΤΩΝΗ ΣΤΡΟΒΙΛΟ;

Πω, πω, με έφαγε η αγωνία! (λέμε τώρα)