Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012


Lord  Dansany


Η   Τ ρέλα του A ντελσπρουτζ
E
ίδα για πρώτη φορά την πόλη του Αντελσπρουτζ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, καθώς ερχόμουν από τα λιβάδια. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, και όλο -κείνο το πρωί έλεγα, «θα τη χτυπάει το φως του ήλιου όταν θα δω για πρώτη φορά την όμορφη κατακτημένη πόλη της οποίας η φή­μη πολύ συχνά δημιούργησε για μένα ευχάριστα όνειρα». Ξαφνικά εί­δα τα τείχη της να υψώνονται από τα λιβάδια και πίσω τους έστεκαν τα καμπαναριά της. Μπήκα μέσα από μια πύλη και είδα τα σπίτια και τους δρόμους της και αισθάνθηκα μια μεγάλη απογοήτευση. Γιατί υπάρχει ένας συγκεκριμένος αέρας σε κάθε πόλη, έτσι ώστε κάποιος να μπορεί να την ξεχωρίσει από μια άλλη αμέσως. Υπάρχουν πόλεις γε­μάτες χαρά και πόλεις γεμάτες ευχαρίστηση και πόλεις γεμάτες θλί­ψη. Υπάρχουν πόλεις που κοιτούν στον παράδεισο και κάποιες που κοιτούν στη γη —κάποιες έχουν τον τρόπο τους να κοιτούν στο παρελ­θόν και άλλες κοιτούν στο μέλλον— κάποιες σε προσέχουν όταν περ­νάς ανάμεσά τους, άλλες σε κοιτάν, άλλες σε αφήνουν να περάσεις. Άλλες αγαπούν τις πόλεις που είναι οι γείτονές τους, άλλες είναι αγα­πητές στις πεδιάδες και τους χερσότοπους —κάποιες πόλεις στέκονται γυμνές στον άνεμο, άλλες έχουν πορφυρούς μανδύες και άλλες καφέ μανδύες, και κάποιες είναι ντυμένες στα λευκά. Μερικές αφηγούνται την παλιά ιστορία της παιδικής τους ηλικίας, σε άλλες αυτό είναι μυ­στικό —κάποιες πόλεις τραγουδούν και κάποιες μουρμουρίζουν, κάποι­ες είναι θυμωμένες, και κάποιες έχουν ραγισμένες καρδιές και κάθε πό­λη έχει τον τρόπο της να υποδέχεται το Χρόνο.
Είχα πει: «Θα δω το Αντελσπρουτζ να στέκεται υπεροπτικό μέ­σα στην ομορφιά του» και είχα πει: «θα το δω να κλαίει επειδή κα­τακτήθηκε».
Είχα πει: «Θα μου τραγουδήσει τραγούδια», και «θα είναι λιγομίλητο», «θα είναι λεηλατημένο», και «θα είναι γυμνό αλλά θεσπέσιο».
Αλλά τα παράθυρα στα σπίτια του Αντελσπρουτζ κοιτούσαν ανέκφραστα πέρα από τις πεδιάδες, όπως τα μάτια ενός νεκρού τρε­λού. Τότε οι χτύποι από τα καμπαναριά του ήχησαν άχαρα και κακόφωνα, κάποια ακούστηκαν παράφωνα και οι καμπάνες από μερικά ήταν ραγισμένες, οι στέγες του ήταν γυμνές και χωρίς βρύα. Το δειλινό δεν σηκώθηκε κανένα ευχάριστο ψιθύρισμα στους δρόμους του. Όταν άναψαν οι λάμπες στα σπίτια του δεν ξεγλίστρησε έξω στο σούρουπο καμιά αποκρυφιστική πλημμύρα φωτός, ίσα που έβλεπες πως υπήρχαν αναμμένες λάμπες -το Αντελσπρουτζ δεν είχε τον τρόπο του, ούτε το δικό του αέρα. Όταν έπεσε η νύχτα και έκλεισαν όλα τα πατζούρια, τότε αντιλήφθηκα αυτό που δεν είχα σκεφτεί στο φως της ημέρας. Τότε συνειδητοποίησα πως το Αντελσπρουτζ ήταν νεκρό.
Είδα έναν ξανθομάλλη άντρα που έπινε μπύρα σε ένα καφενείο και του είπα: «Γιατί η πόλη του Αντελσπρουτζ είναι τελείως νεκρή και η ψυχή της έχει φύγει μακριά;»
Και αυτός απάντησε: «Οι πόλεις δεν έχουν ψυχές και ποτέ δεν υπάρχει ζωή στα τούβλα».
Και ενώ του είπα: «Κύριε, είπατε την αλήθεια».
Και έκανα την ίδια ερώτηση σε έναν άλλον άντρα, και αυτός σου έδωσε την ίδια απάντηση και τον ευχαρίστησα για την ευγένεια του. Και είδα έναν άντρα με μια πιο λεπτοκαμωμένη κορμοστασιά, που εί­χε μαύρα μαλλιά, και στα μαγουλά του κανάλια για να το έχουν τρέχουν μέσα τους δάκρυα και του είπα: «Γιατί το Αντελσπρουτζ είναι τελείως νεκρό και πότε έφυγε η ψυχή του μακριά;»
Και αυτός απάντησε: «Το Αντελσπρουτζ είχε υπερβολικές ελπί­δες. Για τριάντα χρόνια άπλωνε τα χέρια του προς τη χώρα της Ακλα κάθε νύχτα, προς τη Μητέρα Άκλα από την οποία την είχαν κλέψει. Κάνε νύχτα ήλπιζε και αναστέναζε και άπλωνε τα χέρια της προς τη Μητέρα Άκλα. Τα μεσάνυχτα, μια φορά το χρόνο, στην επέτειο εκείνης της τρομερής μέρας, η Ακλα έστελνε κατασκόπους να τοποθετούν ένα στεφάνι στα τείχη του Αντελσπρουτζ. Δεν μπο­ρούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Και εκείνη τη νύχτα, μια φορά το χρόνο, συνήθιζα να κλαίω, γιατί έκλαιγε και η πόλη που με μεγά­λωσε. Κάθε νύχτα ενώ άλλες πόλεις κοιμόνταν το Αντελσπρουτζ καθόταν μελαγχολικό και ήλπιζε, μέχρι που τριάντα μαραμένα στεφάνια μαζεύτηκαν στα τείχη του, και ακόμη οι στρατιές της Ακλα δεν μπορούσαν να έρθουν.
»Αλλά μετά από ελπίδες τόσων χρόνων, και τη νύχτα που πιστοί κατάσκοποι είχαν φέρει το τριακοστό στεφάνι, το Αντελσπρουτζ ξαφνικά τρελάθηκε. Όλες οι καμπάνες χτυπούσαν φρικιαστικά στα καμπαναριά του, αλόγα έτρεχαν ξέφρενα στους δρόμους του, όλα τα σκυλιά ούρλιαζαν, αλλά οι απαθείς κατακτητές ξύπνησαν, στριφογύρισαν στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν ξανά και είδα την γκρί­ζα σκοτεινή μορφή του Αντελσπρουτζ να σηκώνεται, στολίζοντας τα μαλλιά του με τα φαντάσματα των καθεδρικών ναών και να απο­μακρύνεται περπατώντας από την πόλη της. Και η τεράστια σκο­τεινή μορφή που ήταν η ψυχή του Αντελσπρουτζ έφυγε προς τα βου­νά μουρμουρίζοντας και εκεί την ακολούθησα γιατί αυτή δεν ήταν που με μεγάλωσε; Ναι. πήγα μόνος μου στα βουνά, και για τρεις μέρες, τυλιγμένος σε ένα μανδύα, κοιμήθηκα μέσα στις ομιχλώδεις ερημιές τους. Δεν είχα καθόλου φαγητό να φάω, και για να πιω υπήρ­χε μόνο το νερό των βουνίσιων ρυακιών. Τη μέρα δεν με πλησίαζε κα­νένα πλάσμα, και δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά τον ήχο του αέρα, και τα βουνίσια ρυάκια που κελάρυζαν με θόρυβο. Αλλά για τρεις νύχτες άκουγα ολόγυρα στα βουνά τους ήχους μιας μεγάλης πόλης: εί­δα τα φώτα ψηλών παραθυριών από καθεδρικούς ναούς να λαμπυρί­ζουν για μια στιγμή πάνω στις κορυφές, και μερικές φορές το αμυδρό φως φαναριού από κάποια στρατιωτική περίπολο. Και είδα το τερά­στιο ομιχλώδες περίγραμμα της ψυχής του Αντελσπρουτζ να κάθε­ται στολισμένη με τους άυλους καθεδρικούς ναούς της, μιλώντας στον εαυτό της, με τα μάτια της καρφωμένα μπροστά της σε ένα τρε­λό βλέμμα, μιλώντας για αρχαίους πολέμους. Και μέσα στα μπερ­δεμένα λόγια της, όλες εκείνες τις νύχτες πάνω στα βουνά, μερικές φορές υπήρχε η φωνή της κυκλοφορίας, και μετά εκκλησιαστικών καμπάνων, και μετά στρατιωτικών σαλπίγγων, αλλά πιο συχνά υπήρχε η φωνή του κόκκινου πολέμου —και τα πάντα ήταν ασυνάρ­τητα, και αυτή είχε τρελαθεί εντελώς.
»Την τρίτη νύχτα έβρεχε συνεχεία, αλλά εγώ παρέμεινα εκεί για να παρατηρήσω την ψυχή της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Και αυτή κα­θόταν ακόμη κοιτάζοντας ίσια μπροστά της, παραληρώντας -αλλά τώρα η φωνή της ήταν πιο απαλή, υπήρχαν πιο πολλές μελωδίες μέ­σα της, και πότε-πότε κάποιο τραγούδι. Τα μεσάνυχτα πέρασαν, και οι ερημότοποι των βουνών ήταν ακόμη γεμάτοι από τους ψιθύρους της καημένης τρελής πόλης. Και έφτασαν οι μεταμεσονύχτιες ώρες, εκείνες οι κρύες ώρες τις οποίες πεθαίνουν οι άρρωστοι.
»Ξαφνικά αντιλήφθηκα τεράστιες μορφές να κινούνται μέσα στη βροχή και άκουσα τον ήχο από φωνές οι οποίες δεν ήταν της πόλης μου αλλά ούτε και από κάποιον που γνώριζα. Και σύντομα διέκρινα, αν και αμυδρά, τις ψυχές από ένα τεράστιο πλήθος πόλεων, να σκύβουν όλες πάνω από το Αντελσπρουτζ και να το παρηγορούν, και τα φαράγγια των βουνών βρυχήθηκαν εκείνο το βράδυ με τις φωνές πόλεων που είχαν παραμείνει σιωπηλές για αιώνες. Γιατί εκεί κατέφτασε η ψυχή του Κάμελοτ που εδώ και τόσο καιρό είχε λησμονήσει το Ουσκ -και εκεί βρι­σκόταν και το Ίλιον, περιβαλλόμενο από πύργους που ακόμη κατα­ριόταν το γλυκό πρόσωπο της καταστροφικής Ελένης— εκεί είδα τη Βαβυλώνα και την Περσέπολη, και το γενειοφόρο πρόσωπο της ταυρόμορφης Νινευής, και την Αθήνα να θρηνεί τους αθάνατος θεούς της.
»Όλες αυτές οι ψυχές των πόλεων που ήταν νεκρές μίλησαν εκεί­νη τη νύχτα πάνω στο βουνό στην πόλη μου και την κατεύνασαν, μέ­χρι που τελικά δεν μουρμούριζε πια για πολέμους, και τα μάτια της δεν ατένιζαν πια με άγριο ύφος, αλλά έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της και έκλαψε για κάμποσο σιγανά. Στο τέλος σηκώθη­κε, και, περπατώντας αργά και με λυγισμένο το κεφάλι, και στηρι­ζομένη πάνω στο Ίλιον και το Κάρθατζ, κατευθύνθηκε πένθιμα προς τα ανατολικά —και η σκόνη από τις λεωφόρους της στροβιλιζό­ταν πίσω της καθώς αυτή προχωρούσε, μια άυλη σκόνη που ποτέ δεν γινόταν λάσπη παρ' όλη τη δυνατή βροχή. Και έτσι οι ψυχές των πό­λεων την οδήγησαν μακριά, και σιγά-σιγά χάθηκαν από το βουνό, και ο: αρχαίες φωνές έσβησαν στην απόσταση.
»Από τότε δεν ξαναείδα ζωντανή την πόλη μου -παλιά μια φορά συνάντησα έναν ταξιδιώτη που είπε πως κάπου στη μέση μιας τερά­στιας ερήμου βρίσκονται μαζεμένες οι ψυχές όλων των νεκρών πόλε­ων. Είπε πως κάποτε είχε χαθεί σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε νερό, και άκουσε τις φωνές τους να μιλάνε όλη τη νύχτα».
Αλλά εγώ είπα: «Βρέθηκα κάποτε χωρίς νερό σε μια έρημο και άκουσα μια πόλη να μου μιλάει, αλλά δεν ήξερα αν μου μιλούσε πραγματικά, γιατί εκείνη την ήμερα άκουσα τόσα φριχτά πράγματα, και μόνο μερικά από αυτά ήταν αληθινά».
Και ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά είπε: «Πιστεύω πως είναι αλή­θεια, αν και δεν γνωρίζω πού πήγε. Το μόνο που ξέρω είναι πως με βρή­κε ένας βοσκός το πρωί λιπόθυμο από την πείνα και το κρύο, και με μετέφερε εδώ —και όταν έφτασα στο Αντελσπρουτζ ήταν, όπως αντι­λήφθηκες και εσύ, νεκρό».




terranova (Φανταστική Βιβλιοθήκη)

2 σχόλια:

G. είπε...

ΥΠΈΡΟΧΟ ΥΠΈΡΟΧΟΟΟ!!!!!

Νimertis είπε...

το πίστευα πως εσένα ειδικά θα σε άγγιζε τούτο το μικρό διήγημα ενός 'γίγαντα' του Φανταστικού, Γκουίν μου... την αγαπώ κι εγώ αυτή τη γραφή που είναι σα να αρμενίζει γλυκά, σα να κυλάει τόσο ροϊκά και ταυτόχρονα έχει τόση εσωτερική ένταση, τόσο πάθος... σ'ευχαριστώ μάτια μου...