Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011


Μάριο Βάργκας Γιόσα: Επιστολές σ' ένα νέο συγγραφέα



Αγαπητέ μου φίλε,

Το γράμμα σου με συγκίνησε γιατί είδα τον εαυτό μου γύρω στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε μου, στην γκρίζα Λίμα της δικτατορίας του στρατηγού Οδρία, συνεπαρμένο από τον πόθο να μπορέσω να γίνω μια μέρα συγγραφέας, αλλά και μελαγχολικό επειδή δεν ήξερα ποιο δρόμo να τραβήξω, από πού ν' αρχίσω για ν' αποκρυσταλλώσω σε έργα την κλίση που ένιωθα ως αδήριτο κάλεσμα: να γράψω ιστορίες που θα θάμπωναν τους αναγνώστες τους όπως είχαν θαμπώσει εμένα οι ιστορίες των συγγραφέων που είχα αρχίσει να τοποθετώ στο προσωπικό μου πάνθεον: Φόκνερ, Χέμινγουέι, Μαλρώ, Ντος Πάσος, Καμύ, Σαρτρ.

Πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη να γράψω σε κάποιον από αυτούς (τότε ήταν όλοι ζωντανοί) και να του ζητήσω να με καθοδηγήσει για να γίνω συγγραφέας. Ποτέ δεν τόλμησα να το κάνω, από συστολή ή ίσως από αυτό τον ανασταλτικό πεσιμισμό - για ποιο λόγο να τους γράψω αφού ξέρω ότι κανένας δεν θα καταδεχθεί να μου απαντήσει; - ο οποίος συνήθως αποθαρρύνει την κλίση πολλών νέων σε χώρες όπου η λογοτεχνία δεν σημαίνει σπουδαία πράγματα για τους περισσότερους και επιβιώνει στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, ως μια περίπου παράνομη ενασχόληση.

Φαίνεται όμως πως εσύ, αφού τελικά μου έγραψες, δεν βίωσες αυτή την παράλυση. Είναι μια καλή αρχή για την περιπέτεια που ετοιμάζεσαι να ξεκινήσεις και από την οποία προσμένεις - είμαι βέβαιος, παρότι δεν το λες στο γράμμα σου - τόσα θαυμαστά πράγματα. Τολμώ να σου πω να μην υπολογίζεις πολύ σ' αυτά, ούτε να έχεις ψευδαισθήσεις σχετικά με την επιτυχία. Φυσικά δεν υπάρχει λόγος να μην την κατακτήσεις, αλλά αν επιμένεις, αν γράφεις και δημοσιεύεις, θα ανακαλύψεις σύντομα ότι τα βραβεία, η αναγνώριση του κοινού, οι πωλήσεις των βιβλίων, η κοινωνική καταξίωση ενός συγγραφέα έχουν μια κατεύθυνση sui generis, απολύτως αυθαίρετη, καθώς κάποτε αποφεύγουν πεισματικά όσους τα δικαιούνται περισσότερο και πολιορκούν και φορτώνουν εκείνους που τα αξίζουν λιγότερο. Έτσι, όποιος θεωρεί την επιτυχία κύριο ερέθισμα της κλίσης του είναι πιθανόν να δει τα όνειρά του να ματαιώνονται, ενώ συγχέει την λογοτεχνική κλίση με την επιθυμία για τη λάμψη και τα οικονομικά οφέλη που παρέχει η λογοτεχνία σε ορισμένους (πολύ μετρημένους) συγγραφείς. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

Πιθανόν το κύριο γνώρισμα της λογοτεχνικής κλίσης να είναι ότι όποιος την έχει, βιώνει την άσκησή της σαν την καλύτερη ανταμοιβή του, μεγαλύτερη, πολύ μεγαλύτερη απ' όσες θα μπορούσε να δρέψει ως αποτέλεσμα των καρπών της. Αυτή είναι μία από τις βεβαιότητες που έχω, ανάμεσα σε πολλές αμφιβολίες σχετικά με τη λογοτεχνική κλίση: ο συγγραφέας νιώθει μέσα του πως το γράψιμο είναι ό,τι καλύτερο του έχει συμβεί και μπορεί να του συμβεί, επειδή το γράψιμο σημαίνει για εκείνον τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να ζήσει, αγνοώντας την κοινωνική, πολιτική ή οικονομική σημασία που μπορεί ν' αποκτήσει με όσα γράφει.

[...] Η λογοτεχνική κλίση δεν είναι διασκέδαση, σπορ, ένα εκλεπτυσμένο παιχνίδι που παίζεται τον ελεύθερο χρόνο. Είναι μια πλήρης και αποκλειστική απασχόληση, μια απόλυτη προτεραιότητα, μια δουλεία που έχει επιλεγεί ελεύθερα και μετατρέπει τα θύματά της (τα ευτυχισμένα θύματά της) σε σκλάβους.[...] Ο Φλομπέρ έλεγε: "Το γράψιμο είναι τρόπος ζωής". Με άλλα λόγια, όποιος έκανε δική του αυτή την όμορφη και απαιτητική κλίση δεν γράφει για να ζει αλλά ζει για να γράφει.

[...] Νομίζω ότι όποιος εισέρχεται στη λογοτεχνία σαν σε θρησκεία, διατεθειμένος να αφιερώσει σ' αυτή την κλίση το χρόνο, τις δυνάμεις, τις προσπάθειές του, είναι πραγματικά σε θέση να γίνει συγγραφέας και να γράψει ένα έργο που θα τον υπερβεί. Αυτό το μυστηριώδες πράγμα που ονομάζουμε ταλέντο, η μεγαλοφυΐα, δεν γεννιέται - τουλάχιστον όχι στους μυθιστοριογράφους, παρότι μερικές φορές εμφανίζεται στους ποιητές ή στους μουσικούς - με τρόπο πρώιμο και αιφνίδιο (τα κλασικά παραδείγματα είναι βέβαια ο Ρεμπώ και ο Μότσαρτ), αλλά διαμέσου μιας μακράς ακολουθίας ετών πειθαρχίας και επιμονής. Δεν υπάρχουν πρώιμοι μυθιστοριογράφοι. Όλοι οι μεγάλοι, οι θαυμαστοί μυθιστοριογράφοι ήταν στην αρχή μαθητευόμενοι γραφιάδες των οποίων το ταλέντο κυοφορήθηκε με βάση τη σταθερότητα και την πεποίθηση.

[...] Αν αυτό το θέμα, της εκκόλαψης της λογοτεχνικής μεγαλοφυΐας, σε ενδιαφέρει, σου συνιστώ την ογκώδη αλληλογραφία του Φλομπέρ, κυρίως τις επιστολές που έγραψε στην ερωμένη του Λουίζ Κολέ μεταξύ 1850 και 1854, χρόνια κατά τα οποία έγραψε τη
 Μαντάμ Μποβαρύ, το πρώτο του αριστούργημα.

[...] Ένα άλλο βιβλίο που θα έπαιρνα το θάρρος να σου συστήσω σχετικά με το θέμα αυτής της επιστολής είναι ενός πολύ διαφορετικού συγγραφέα, το
 Junkieτου Αμερικανού Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ο Μπάροουζ δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου ως μυθιστοριογράφος: οι πειραματικές ψυχεδελικές του ιστορίες μ' έκαναν πάντα να πλήττω υπερβολικά, τόσο που νομίζω ότι δεν κατάφερα να τελειώσω ποτέ ούτε μία. Αλλά το πρώτο βιβλίο που έγραψε, το Junkie, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και αυτοβιογραφικό, στο οποίο αφηγείται πώς έγινε τοξικομανής και πώς ο εθισμός του στα ναρκωτικά - μια ελεύθερη επιλογή που ήρθε να προστεθεί σε μια αναμφίβολα προϋπάρχουσα ροπή - τον έκανε έναν ευτυχισμένο σκλάβο, έναν εθελούσιο υπηρέτη της έξης του, είναι μια σύντομη περιγραφή αυτού που εγώ πιστεύω ότι είναι η λογοτεχνική κλίση, της απόλυτης αλληλοεξάρτησης μεταξύ του συγγραφέα και της δουλειάς του και του τρόπου με τον οποίο η τελευταία τρέφεται από τον πρώτο, για ό,τι είναι, κάνει ή παύει να κάνει.

Όμως, φίλε μου, αυτή η επιστολή είναι πιο μακροσκελής απ' όσο αρμόζει σ' ένα είδος - την επιστολογραφία - του οποίου η κύρια αρετή θα πρέπει να είναι ακριβώς η συντομία, έτσι, λοιπόν, σε χαιρετώ.


Από το βιβλίο του Mario Vargas Llosa Επιστολές σ' ένα νέο συγγραφέα
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001
μτφ:
 Μαργαρίτα Μπονάτσου




Από το ιστολόγιο ‘γράμμα σε χαρτί’

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

απλά εξαιρετικό!! είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς

καλή σου μέρα Νημερτή, έχω καιρό να περάσω απ' τα μέρη σου γιατί στ' αλήθεια, τρέχω... πολύ!

Νimertis είπε...

εύχομαι τα τρεχάματά σου να είναι για καλό φίλη μου Σιλένα...
σ'ευχαριστώ για το χρόνο σου... και η σκέψη σου μετράει!