Τ’αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον
κόσμο
είναι τα’αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα
στον ουρανό
και να ο μεγαλύτερος
με μια ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
που χάθηκε μέσα σε σπηλιές θεόστραβες
καθώς κυλούσε παίζοντας
πάνω σε ανεμώνες κόκκινες
γλίστρησε
μεσ’ του θηρίου τ’άγριο ματωμένο στόμα
ύστερα ο άλλος μου αδερφός που κάηκε
πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά
πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά
-Όταν ανάβουμε –έλεγε- φωτιά
θα πάψουν να μολύνουν τους κήπους τα φαντάσματα
-Όταν ανάβουμε –έλεγε- κίτρινα βεγγαλικά
μια μέρα θ’ανάψει ο ουρανός γαλάζιος.
κι ύστερα ο τρίτος ο πιο μικρός
που έλεγε πως είναι νυχτερίδα
γι’αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια
και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έπνιξαν
τον έλιωσαν γύρω-γύρω τα φεγγάρια
Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον
κόσμο
είναι τα’αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα
στον ουρανό
Μ. Σαχτούρης, [Τα Φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο], 1958
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου