Π
|
ερπατούσαμε σιωπηλοί αρκετή ώρα μέσα
σ’αυτό το όμορφο και τακτοποιημένο αλσύλλιο. Τέτοια ώρα ο κόσμος ήταν λιγοστός.
Που και που κάποιο ζευγαράκι μόνο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι, στην πιο απόμερη
πλευρά του άλσους. Αργήσαμε να σπάσουμε τη σιωπή που βάραινε την εωθινή
ατμόσφαιρα της καλοκαιρινής ημέρας που ερχόταν. Δεν θα είχαμε πολλή ώρα ακριβής
ησυχίας. Δεν θα αργούσε όλος τούτος ο πνεύμονας δροσιάς να γεμίσει από κόσμο,
παιδιά και περαστικούς περιπατητές.
«Τι είναι
αυτό που φοβάσαι;», αποφάσισα να κάνω εγώ την αρχή.
«Πώς το
ένιωσες;», με ρώτησε ενώ κοιτούσε χαμηλά, στα πόδια του.
«Αν δεν
ήταν φόβος δεν θα με αναζητούσες ύστερα από τόσα χρόνια και δεν θα επέμενες να
έρθουμε ξανά εδώ… όπως τότε…»
Χαμογέλασε
πικρά.
«Ναι… όπως
τότε»
«Λοιπόν;
Τι είναι;», επέμεινα.
«Φοβάμαι
πως θα πρέπει να αντιμετωπίσω το πιο εφιαλτικό Υ της ζωής μου… αυτό θυμήθηκα
και ο νους μου πήγε κατευθείαν σε σένα… το ξέρω… είμαι ασυγχώρητος που
εξαφανίστηκα όμως…»
«Ας τα
αφήσουμε τώρα αυτά… πες μου για αυτό το εφιαλτικό Υ…»
«Κι ο ένας
δρόμος και ο άλλος είναι εφιάλτες… αν φύγει πρώτη εκείνη πώς θα μπορέσω να
προχωρήσω… αν φύγω πρώτος εγώ, τι θα απογίνει εκείνη… στέκομαι καιρό τώρα στον
κόμβο σα δειλός στρατιώτης που δεν τολμά να βγει απ’το χαράκωμα και να ορμήσει
μπρος… κι ό,τι γίνει…»
«Ετούτη η
ώρα θα ερχόταν κάποτε… θυμάσαι… το λέγαμε ήδη από τότε… συζητούσαμε αυτά τα
παράλληλα Υ στις ζωές μας… εσύ με τη μητέρα σου, εγώ με τον αδελφό μου…»
«Ναι…»,
είπε ζωηρότερα. Ένας καφετί, μεγαλόσωμος σκύλος άρχισε να μας ζυγώνει με
διστακτικά, τεμπέλικα βήματα.
«Μας είχε
ενώσει τότε αυτή η αναλογία… νιώθω πως αυτή είναι που μας χώρισε κιόλας…»,
είπα.
Γύρισε και
με κοίταξε.
«Δεν
αντέχαμε να βλέπουμε στον άλλο τον εαυτό μας. Γι αυτό έφυγες. Έτυχε να φύγεις
πρώτος. Αν δεν το έκανες εσύ θα το έκανα εγώ. Τα ετερώνυμα δεν έλκονται παρά
για έναν μόνο λόγο. Επειδή μπορεί το ένα να αναπαυτεί στην ετερότητα του άλλου.
Άνθρωποι με ομοειδείς συνθήκες τελικά χωρίζουν… όχι τραυματικά αλλά με σιωπή.
Δεν το θέλουν όμως είναι επιταγή επιβίωσης».
Έσκυψε και
πάλι στην παρατήρηση του εδάφους. Σε λίγο ο σκύλος έφτασε και σταμάτησε στα δυο
μέτρα εμπρός μας. Μας κοίταξε για λίγο και μετά αργά αργά μας προσπέρασε.
«Ήσουν
πάντα καλός σ’αυτό».
«Σε ποιο;»
«Να
αναλύεις τις καταστάσεις. Είναι κάτι που δεν το είχα ποτέ. Το θαυμάζω. Με λίγες
λέξεις τα είπες όλα».
«Το
περίγραμμα έδωσα φίλε μου. Δεν είπα όμως στην ουσία τίποτα. Γιατί η ουσία είναι
όσα ζούμε… αυτά τα γνωρίζουμε μόνον εμείς».
Κούνησε το
κεφάλι του διαφωνώντας.
«Κι όμως…
δεν είναι έτσι… το ζήλευα αυτό το στοιχείο… σε ζήλευα τότε… γι αυτό έφυγα… δεν
ξέρω αν ήταν κι αυτό που είπες πριν… ίσως… εσύ πάντα αντιλαμβανόσουν με
διεισδυτικότητα απίστευτη πράγματα που ο άλλος δεν τα είχε καν υποψιαστεί…
ακόμη κι αν τα ζούσε… κι αν τα βίωνε δεν μπορούσε να τα εκφράσει… το κατάλαβα
χρόνια μετά… σε ζήλευα… και θέλω να σου ζητήσω συγνώμη γι αυτό…».
Τον ένιωσα
να τρέμει, να είναι έτοιμος να κλάψει. Μια τέτοια εξομολόγηση απαιτεί θάρρος
και τόλμη μαζί.
«Όπως και
να’χει… ο πυρήνας είναι ο κόμβος του πελώριου Υ που είναι εμπρός σου… σωστά;»
Συμφώνησε
κουνώντας το κεφάλι του χωρίς να μιλήσει.
«Και ξέρω
πως διερευνάς τη μόνη διέξοδο που βλέπεις… καμιά υπέρβαση… έξοδος… έτσι δεν
είναι;»
Σήκωσε το
βλέμμα του και με κοίταξε απορημένος… τα μάτια του ήταν υγρά.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή
δεν θέλεις να κάνεις καμιά υπέρβαση του αδιεξόδου… θέλεις να βγεις απ’αυτό. Και
μαζί σου να βγει και η μητέρα σου. Ή όχι; Αυτό εξετάζεις καιρό τώρα… ίσως
χρόνια τώρα…»
«Έξοδος…», επανέλαβε μελαγχολικά κι
άρχισε να τρίβει μηχανικά τα δάχτυλά του.
«Όλοι όσοι
βρεθήκαμε ή βρισκόμαστε προ αυτού του Υ το ίδιο σκεφτόμαστε ή θα σκεφτούμε…
είναι κάτι από το οποίο κανείς δεν μπορεί να μας ‘λυτρώσει’… δοκιμάζουμε ίσως
διάφορες διαφυγές… δεν λειτουργεί τίποτα… η ίδια η ζωή, η πορεία του βίου θέτει
κάθε μέρα το ίδιο πάντα Υ… να συνεχίσω αυτό που ζω ή να αποδράσω μια και καλή;»
«Σαν το
ερώτημα του Καμί ε;»
«Κάπως
έτσι… μόνο που δεν είναι πλέον ένα ‘φιλοσοφικό’ ερώτημα… είναι η θηλιά στο
λαιμό… όταν σφίξει υπερβολικά αισθανόμαστε πως πρέπει να πάρουμε την μεγάλη
απόφαση… αυτό σε οδήγησε σήμερα ως εδώ… με μια έννοια έχεις πάρει την απόφασή
σου… αυτό αισθάνομαι… ο φόβος δεν είναι πλέον στην απόφαση… είναι στην εκτέλεσή
της…»
Γύρισε το
σώμα του πίσω και ξάπλωσε στο παγκάκι. Άφησε μια ποσότητα αέρα να βγει από το
στόμα του.
«Δεν ξέρω…
δεν ξέρω…», μονολόγησε κουρασμένα.
Μείναμε
για λίγη ώρα στη σιωπή.
«Φιλοσοφικά
και ηθικά γνωρίζουμε την απάντηση. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να πάρουμε εμείς
αποφάσεις για κανέναν άλλο… πρακτικά όμως… νιώθουμε πως απλά καθυστερούμε κάτι
που έχει ήδη προ-αποφασιστεί… όχι από εμάς… δεν ξέρουμε από ποιον ή τι…»
«Εσύ;», με
ρώτησε ξαφνικά και με κοίταξε συνοφρυωμένος. Έμοιαζε είκοσι χρόνια μεγαλύτερος.
Ένας άλλος άνθρωπος.
«Νύχτα και
μέρα παλεύω με το ίδιο θέμα. Είμαι ανίκανος να ‘δώσω λύση’ με την δραστική
έννοια του όρου. Ίσως να είμαι δειλός. Πολλοί λένε πως είμαι ‘σοφός’… εγώ
απαντώ μέσα μου πως πολλοί ‘σοφοί’ απλά έζησαν όλη τους τη ζωή μακριά από τη
δράση επειδή ήταν δειλοί…»
«Νομίζω
πως είσαι πολύ αυστηρός», είπε με έμφαση.
«Ο
αυστηρός συνήθως είναι πιο κοντά στην έννοια του δικαίου από τον επιεική… αν ο
απόλυτα αγαθός είναι σχεδόν πάντα άδικος, ο απόλυτα κακός είναι αρκετές φορές
δίκαιος… χανόμαστε όμως πάλι σε διερευνήσεις… δεν οδηγούν πουθενά… μα ούτε κι εγώ
μπορώ να σου δώσω σήμερα λύση… μάλλον δεν θα μπορέσω ποτέ να σου δώσω λύση… την
αναζητώ κι εγώ… αυτό που διαισθάνομαι όμως είναι πως κάποιος άλλος, εντός μου θα την δώσει αντί για
μένα μια μέρα…»
Χαμογέλασε
πιο ανάλαφρα.
«Δηλαδή,
λες να ξυπνήσεις ένα πρωί, να αρματωθείς ένα Καλάσνικοφ και…»
«Αυτή
είναι ακριβώς η ‘υπέρβαση’ που σου έλεγα πριν… ξέρουμε πολλά τέτοια που έχουν
συμβεί… ένας άνθρωπος ζει μια ‘ήρεμη και τακτοποιημένη ζωή’ για τριάντα χρόνια
και ένα πρωί ξυπνάει, παίρνει ένα κουμπούρι, γυρνάει στους δρόμους και αρχίζει
να εκτελεί αδιακρίτως… ποιος ήταν ο πραγματικός εαυτός του, αναρωτιέται ο
ακροατής της ιστορίας, ο επί τριάντα χρόνια καλός και νομοταγής πολίτης ή ο
φονιάς της τελευταίας μέρας;»
Δεν έδωσα
καμιάν απάντηση. Ούτε κι εκείνος το επιχείρησε.
«Δηλαδή, η
υπέρβαση είναι ένα είδος τρέλας»
«Ας πούμε
ότι υπέρβαση είναι ένας λανθασμένος ‘ηρωισμός’… μια ενεργειακή υπερ-πλήρωση του
όλου συστήματος… μια υπερχείλιση που θολώνει τα πάντα… η υπέρβαση δίνει
ενεργειακή εκτόνωση αλλά ο εγκλωβισμός παραμένει …»
«Ενώ η έξοδος;»
«Αυτή
είναι ψύχραιμη, ελλόγιμος και οργανωμένη. Αίρει αυτόματα τον εγκλωβισμό αλλά
αποκλείει την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση… την όποια κατάσταση»
«Και στη
δική μου περίπτωση; Ή στη δική μας περίπτωση;»
«Αυτό
ακριβώς που σου είπα λίγο πριν… περιμένω την απάντηση από μέσα μου… χρόνια
τώρα… με υπομονή… έχω ‘στήσει αυτί’ στα έγκατά μου και περιμένω…»
Κούνησε το
κεφάλι του στοχαστικά. Ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει και η μέρα να ζεσταίνει. Η
πρώτη οικογένεια με δυο μικρά παιδάκια έκανε την εμφάνισή της. Δυο ποδήλατα,
φωνές, γέλια, συστάσεις προσοχής από τους γονείς…
Η δική μας
ιερή στιγμή είχε τελειώσει. Σηκωθήκαμε αργά αργά και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς
την επιστροφή.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου