Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Η εγκατάλειψη του πνευματικού εαυτού




«Κ
άποτε εμείς οι δυο είχαμε μια σχέση… τη θυμάσαι;»
«Και βέβαια τη θυμάμαι…»
«Μην το θεωρείς δεδομένο… ας πούμε ότι απόψε έχουμε, ως άσκηση, ‘παρκάρει’ όλες μας τις βεβαιότητες κάπου… σε ένα μέρος που μπορούμε εύκολα να επιστρέψουμε για να τις ξαναβρούμε… μην ανησυχείς, οι βεβαιότητες είναι εκεί… αλλά απόψε ας περπατήσουμε λίγο χωρίς αυτές… συμφωνείς;»
«Εσύ αποφασίζεις… εγώ ακολουθώ… συμφωνούμε… αν και δεν είμαι απόλυτα σίγουρη με το τι εννοείς ‘βεβαιότητες’… »
«Θα φανεί στην πορεία… Κάποτε λοιπόν είχαμε μια σχέση… Αυτό που σου έλεγα τότε ισχύει και σήμερα… τη σχέση την εγκατέλειψες γιατί δεν ήσουν διατεθειμένη να εργαστείς γι αυτήν…»
«Μια στιγμή…»
«Δεν την εγκατέλειψες γιατί έπαψες να έχεις συναισθήματα… συναισθήματα υπήρχαν και υπάρχουν και ξέρουμε ότι δεν αποσύρονται τη στιγμή που το αποφασίζει ο νους… δεν την εγκατέλειψες γιατί ανακάλυψες ότι ‘δεν ταιριάζουμε’… αυτό ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή… εάν ‘ταιριάζαμε’ δεν θα είχαμε επιχειρήσει καν να σχετιστούμε… την εγκατέλειψες γιατί η σχέση αυτή αποδείχθηκε βαρύ φορτίο για τους ώμους σου…»
«Μα… μισό λεπτό… δεν ήλθα απόψε… θέλω να πω δεν θέλησα να ξαναβρεθούμε απόψε μετά από τόσα χρόνια…»
«Για να περάσεις από δίκη… αυτό δεν θέλεις να πεις;»
«Ναι… δηλαδή… έχεις έναν τρόπο με τις λέξεις…»
«Δεν είναι τυχαίο που στο αναφέρω αυτό… αυτό με τη δική μας παρατημένη σχέση… όταν λέμε ότι ‘με παράτησε’ ή ‘θα την παρατήσω’, στην ουσία λέμε, ‘κουράστηκα να εργάζομαι, τεμπελιάζω, θέλω να γυρίσω στη μόνωση και την ξεγνοιασιά της ανευθυνότητάς μου’… δεν γίνεται καμιά δίκη εδώ… γίνεται απλώς μια σήμανση… γιατί νομίζω πως όσα θέλεις να μου πεις σχετίζονται με την τωρινή σου σχέση…»
«…»
«Βλέπεις, οι μηχανισμοί είναι οι ίδιοι… εμείς είμαστε στον πυρήνα μας ίδιοι… πώς σχετιζόμαστε; Ακολουθούμε ένα πλάνο, ένα σχήμα, ένα σχέδιο που καταστρώνει το γενικό επιτελείο… το μοτίβο είναι τόσο πληκτικά ίδιο που μας προκαλεί έκπληξη ότι ‘επαναλάβαμε πάλι τα ίδια λάθη’… δεν επαναλάβαμε ‘τα ίδια λάθη’… επαναλάβαμε τον εαυτό μας… αυτόν έχουμε με αυτόν πάμε στη ‘μάχη’… επειδή άλλαξε ο απέναντι δεν σημαίνει ότι αλλάξαμε κι εμείς…»
«Κι όμως… αλλάζουμε»
«Ναι, σε ένα επίπεδο αλλάζουμε, γινόμαστε λίγο πιο σοφοί, πιο έξυπνοι, πιο επιφυλακτικοί… ταυτόχρονα πιο κυνικοί, πιο καχύποπτοι, πιο άκαμπτοι… δεν θέλουμε να πληγωθούμε ξανά κι όμως αυτό δεν μας εμποδίζει να πληγώσουμε ξανά…»
«Ναι, όμως… μην τρέχεις τόσο πολύ… σε παρακαλώ… σε ό,τι αφορά εμάς… πέρασαν πολλά χρόνια, σκέφτηκα πολλά… άλλαξα σε πολλά… και πράγματι άλλαξα… εσύ θα πεις ίσως ότι γέρασα… έστω, το δέχομαι… όμως νιώθω πως στη σχέση που… με συγχωρείς αν θέλω να αναφερθώ σ’αυτήν… θα το καταλάβω αν δεν θέλεις να μιλήσουμε και θα φύγω…»
«Προς το παρόν δεν έχω πρόβλημα… ξέρεις πως οι ‘καλοί τρόποι’ και η αστική ευγένεια δεν με εμποδίζουν να εκφράσω με συμβατότητα και γνησιότητα με το είναι μου όσα νιώθω ότι θέλω να ειπωθούν…»
«Ναι, το ξέρω… και με το ρίσκο ότι μπορεί να μου ‘τα ψάλλεις’ απόψε, θέλησα να σε ξαναδώ… στο κάτω κάτω δεν ξεχνώ ότι ήσουν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα να μιλήσω… και να πάρω πράγματα… και αληθινά το εκτιμούσα κάθε φορά που μού μιλούσες… έστω και αν κάποτε θύμωνες…»
«Πήρες το ρίσκο λοιπόν, σήμερα, μετά από 12 σχεδόν χρόνια να με αναζητήσεις για να συζητήσουμε… αυτό είναι στα υπέρ και στα κατά σου… εξίσου… πάντως το ότι ανέλαβες αυτή την ευθύνη της υπέρβασης σημαίνει πως η ανάγκη θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη…»
«Η ανάγκη;»
«Η ανάγκη που γεννά τις υπερβάσεις… την υπέρβαση της ντροπής, ας πούμε… αν πεινάω υπερβολικά δεν θα ντραπώ να χτυπήσω μια πόρτα για λίγο φαγητό… η ανάγκη του να μην καταρρεύσει το σώμα υπερβαίνει κάθε αστικό καθωσπρεπισμό… ακόμα και κτήνος μπορεί να γίνω προκειμένου να επιβιώσω… τα ξέρουμε όλ’αυτά, χάνουμε χρόνο με ‘ εννοιολογικές συστάσεις’…»
«Θέλω μονάχα αν μπορείς να με πηγαίνεις όπως τότε… σιγά σιγά… θυμάσαι; Μου έλεγες ‘θα σε πηγαίνω σιγά σιγά μη φοβάσαι’… εσύ έτρεχες, εγώ έμενα πίσω αλλά πάντα γυρνούσες, σαν αληθινός τζέντλεμαν και με έπαιρνες από το χέρι για να προχωρήσω… φαντάζομαι ότι σε αυτά τα 12 χρόνια θα έχεις προχωρήσει ακόμη περισσότερο… είμαι βέβαιη γι αυτό… ενώ εγώ…»
«Εάν δεν είχες εγκαταλείψει τον πνευματικό σου εαυτό τότε προκειμένου να ικανοποιήσεις τις ρηχές νανο-φιλοδοξίες σου δεν θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα ‘φιλοσοφικής σύμπτωσης’ σήμερα… σε σένα δεν είχα δει μονάχα μια σαρκική πάρευνη αλλά και μια πνευματική συνοδοιπόρο…»
«Έχω άγνωστες λέξεις πάλι…»
«Ξέχνα τες και προχωρούμε…»
«Ναι… καλά… όμως με κρίνεις… γιατί οι δικές μου φιλοδοξίες ήταν ρηχές;»
«Γιατί όπου πατώνει ο μικρός εαυτός μας είναι ρηχά… κι όπου βυθίζεται ο πνευματικός εαυτός μας είναι βαθιά…»
«Οκ… δεν είναι εύκολο να συνεννοηθούμε… μπορείς σε παρακαλώ τουλάχιστον γι απόψε να μην είσαι τόσο σκληρός; Το ξέρω ότι αν το θέλεις μπορείς να είσαι ο πιο τρυφερός άνθρωπος του κόσμου… Κι όταν πάλι στραβώσεις…»
«Αφήνω τη χαρά των αξιολογικών κρίσεων κομμωτηρίου παρακεί και σε ακούω… δεν υπόσχομαι ούτε τρυφερότητα, πάει να πει κανάκεμα και χαϊδολόγημα, ούτε μη γόνιμη σκληρότητα πάει να πει εξωστρεφή εκδικητικότητα… σου υπόσχομαι όμως γνησιότητα… παίρνεις το πακέτο και σου προσφέρω το χρόνο μου που ειλικρινά σου λέω, είναι πλέον υπερ-πολύτιμος για μένα… δεν παίρνεις το πακέτο και αναζητάς μια φιλενάδα σου ή κάποιον άλλο για κανακέματα, παρηγόριες της δεκάρας και τιποτολογίες πυγμαίων στοχασμών… σε ακούω»
«Πω, πω… είσαι σε φόρμα απόψε ρε παιδάκι μου… μου φαίνεται ότι και μόνο που με είδες ‘φόρτωσες’ κανονικά… έστω… κάτσε να τα βάλω μέσα μου σε μια σειρά… αφού μπήκα στο χορό θα χορέψω…»
«Εντάξει… χόρεψε λοιπόν…»
«Ουφ… Λοιπόν… περνάω μια πολύ δύσκολη φάση ξέρεις… Είχα μια σχέση τα τελευταία πέντε χρόνια… ήταν κάτι… νόμιζα δηλαδή πως ήταν αυτό που έψαχνα… μια σχέση που θα πήγαινε κάπου καλά… εν τω μεταξύ, πριν τρία χρόνια έχασα τον πατέρα μου και για ένα διάστημα φιλοξενούσα τη μητέρα μου στο σπίτι… θυμάσαι, το ίδιο εκείνο σπίτι που είχαμε μείνει για λίγο μαζί… η μητέρα μου έχασε τη γη κάτω απ’τα πόδια της… ο πατέρας ήταν τα πάντα για εκείνη… ήταν παντρεμένοι σχεδόν μισό αιώνα… αυτό το διάστημα φαίνεται πως επέδρασε αρνητικά στο δεσμό μου… πίστευα πως είχα να κάνω με έναν άνθρωπο που θα καταλάβαινε… όμως όταν άρχισε να συνέρχεται σιγά σιγά η μητέρα μου ανακάλυψα πως εκείνος ήταν πια μακριά… αλλού… είχε κλειστεί, είχε ψυχρανθεί… δεν ήμασταν πια όπως πριν… κι ενώ με είχε κάνει να πιστέψω ότι ίσως να παντρευόμασταν, εκείνος απομακρυνόταν πλέον όλο και πιο πολύ…»
«Ναι…»
«Μετά άρχισαν τα προβλήματα… αλυσιδωτά… καβγάδες… τσακωμοί για το παραμικρό… με έπιασε πανικός… είμαι σαράντα χρόνων πλέον… σαράντα ενός για την ακρίβεια… το τρένο έφυγε, το νιώθω… κι αυτό με έριξε σε μια απόγνωση και κατάθλιψη… άρχισα τις επισκέψεις σε ψυχολόγους, να παίρνω και φάρμακα… το ένα έφερνε το άλλο, η μια στραβή την επόμενη… ώσπου…»
«Ώσπου εκείνος μια ωραία πρωία την κοπάνησε και σε άφησε στο κενό…»
«Ναι… δηλαδή κάπως έτσι… με πρόσχημα ένα ταξίδι στον αδελφό του στο Γκέτεμποργκ… από κει μου έστειλε τα… μαντάτα… όσο ήταν εδώ δεν τολμούσε να μου τα πει στα ίσια… έπρεπε να πάει χιλιάδες μίλια μακριά για να το ξεστομίσει…»
«Πότε έγινε αυτό; Το τελευταίο δηλαδή;»
«Πριν οχτώ μήνες…»
«Και οι λογισμοί αυτοκτονίας πότε άρχισαν;»
«Πώς;»
«Θέλεις να μιλήσουμε ή θέλεις απλά να σε ακούω;»
«Δηλαδή… ναι… μού το πέταξες κάπως ξαφνικά… δεν είναι τόσο απλό να τα εξομολογείται κανείς αυτά…»
«Όμως δεν υπάρχει και άλλος τρόπος…»
«Τον τελευταίο καιρό υπάρχουν έντονες τέτοιες σκέψεις… δεν το αρνούμαι…»
«Βλέπεις ακόμη κάποιο ψυχολόγο ή ψυχίατρο ή ψυχοθεραπευτή;»
«Όχι… δεν με βοηθούσε τελικά…»
«Η ψυχοθεραπεία θα σε βοηθούσε… είμαι βέβαιος… έστω… τι άλλο θέλεις να μου πεις;»
«…»
«Ας καθίσουμε εδώ…»
«Πάντα σου άρεσαν τέτοια σημεία… τα παγκάκια δίπλα στη θάλασσα…»
«Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη μερικά»
«Ωραία είναι εδώ… Ξέρεις… μου είχε λείψει…»
«Τι πράγμα;»
«Να… η συντροφιά σου… η φωνή σου… όλα αυτά τα περίεργα και καμιά φορά αλλόκοτα που μου έλεγες… κι εγώ θυμάμαι ξάπλωνα στα πόδια σου και άρχιζα τις χαζοερωτήσεις μου… γιατί εκείνο, γιατί το άλλο… καμιά φορά σε τσάντιζα με την άγνοιά μου για πράγματα εντελώς στοιχειώδη για σένα… άλλες φορές το έκανα επίτηδες… όταν θύμωνες τα μάτια σου σκοτείνιαζαν, τα φρύδια σου έσμιγαν… κι αυτό… με έφτιαχνε… το θυμάμαι… ήταν το πιο σεξουαλικό στοιχείο πάνω σου… το βλέμμα σου… καμιά φορά…»
«Ως εδώ… ως εδώ σε παρακαλώ… μην το κάνουμε αυτό… καθόμαστε απλά σε ένα παγκάκι… είμαστε δυο φίλοι που κάποτε μοιραστήκαμε κάτι πολύ ιδιαίτερο, πολύ ξεχωριστό… όμως τώρα είμαστε απλά δυο φίλοι που συζητούν… αποδεχόμαστε τη συνθήκη ή όχι;»
«Ναι… με συγχωρείς…»
«Δεν ξέρω τι θέλεις να σου πω όμως… τι καινούργιο θα μπορούσα να σου πω… ο πυρήνας είναι αυτός που σου ανέφερα και πριν…»
«Για την άρνηση να εργαστεί κάποιος μέσα σε μια σχέση;»
«Ακριβώς… ξέρεις… όταν χωρίσαμε βίωσα όλο φάσμα της ειδεχθούς αυτής διάστασης του πένθους… το βίωσα ως τα βαθύτερα επίπεδα του είναι μου… όχι μόνο αυτό… επέτρεψα στον εαυτό μου να φτάσει ως τα ακροσύνορα της ύπαρξης… ως εκείνο τον ερημότοπο, τον σπαρμένο με βράχους και κόκκαλα, τον άνυδρο ξερότοπο του είναι που βρίσκεται ακριβώς πριν την επίγνωση… ο πόνος ήταν τρομακτικός, σκίστηκα στα δυο και στα τέσσερα και στα χίλια κομμάτια του εαυτού μου… θέλησα αμέτρητες φορές να ακυρώσω την ύπαρξή μου, να σταματήσω τη διαδρομή μου, να αφαιρέσω κάθε ίχνος ζωής από μέσα μου… έζησα σε κείνο τον αφιλόξενο πλανήτη χιλιάδες ώρες, χιλιάδες αιωνιότητες… όμως, όσο περνούσε ο καιρός, το στερέωμα γινόταν από κατάμαυρο και γεμάτο σύννεφα όξινης βροχής, πιο φωτεινό, πιο φιλικό… ξημέρωνε σιγά σιγά η ακριβή επίγνωση… αυτήν περίμενα, αυτήν ποθούσα πλέον… κλαις;»
«… δεν… μην… μην δίνεις σημασία σε παρακαλώ… πες μου…»
«Ήρθες απόψε ως εδώ για να μου πεις και τελικά σου λέω εγώ… μα όσα μοιραζόμαστε προέρχονται να ξέρεις από τον ίδιο αυτό ερημότοπο… μπορεί να μην το ξέρουμε και να μην το συνειδητοποιούμε αλλά μοιάζουμε πολύ… όλοι μας… όσο μεγαλώνουμε το καταλαβαίνουμε, το ψηλαφούμε πια… γίνεται αισθητό και ανάγλυφο όπως οι πληγές πάνω στη σάρκα, τα πυρογραφήματα από τις εμπειρίες μας, τα τραύματα από τις ματαιώσεις μας… μοιάζουμε τόσο πολύ που σιγά σιγά αναγνωρίζουμε στον άλλον τον εαυτό μας… ίσως γι αυτό ο άνθρωπος αυτός απέδρασε στο Γκέτεμποργκ… ίσως γι αυτό αποδρά κανείς ξαφνικά με μια βαλίτσα στο χέρι και τρέχει μακριά από ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του… έλα, σκούπισε τα μάτια σου…»
«Δεν φεύγουν όλοι όμως… όχι όλοι…»
«Δεν φεύγουν πράγματι όλοι… μένουν οι πιο δυνατοί… ίσως πάλι να συμβαίνει το αντίθετο… να μένουν οι πιο αδύνατοι…»
«…»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Θυμήθηκα ένα κείμενό σου… πόσο με είχε παραξενέψει τότε που το πρωτοδιάβασα… ένα κείμενό σου για τη σιωπή… πως οι άνθρωποι στην ουσία μένουν σε όλη τους τη ζωή σιωπηλοί… υπάρχουν κάποιες σπάνιες στιγμές που επικοινωνούν με τη γλώσσα, με τις λέξεις μα… δεν θυμάμαι ακριβώς… με άλλους τρόπους πιο πολύ μεταδίδουν όσα αληθινά σκέφτονται και νιώθουν… θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν αυτό όταν φιλοξενούσα τη μητέρα μου… όλα όσα μου έλεγε τότε δεν τα είχε πει στον πατέρα μου… έζησε πενήντα χρόνια σχεδόν μαζί του μέσα στη σιωπή… και σε μένα, μέσα σε λίγους μήνες έλεγε, έλεγε… έκλαιγε και μιλούσε για κείνον… τι μας συμβαίνει, αναρωτήθηκα… τι μας συμβαίνει και δεν συντονιζόμαστε ποτέ με την καρδιά και την ψυχή μας; Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί σπαταλάμε τη ζωή μας μέσα σ’αυτή τη σιωπή;»
«…»
«Έμεινες κι εσύ τώρα σιωπηλός… τα κατάφερα λοιπόν να σε κάνω να σιγήσεις…»
«Σκεφτόμουν… είμαστε λίγη ώρα ξανά μαζί μετά από τόσα χρόνια και ήδη εργάζεσαι ξανά… όπως τότε… επέστρεψε ο πνευματικός σου εαυτός που εγκατέλειψες και η εποπτεία που με τόσο κόπο είχες αναπτύξει… με συγκινεί όλο τούτο…»
«Φταίει η συναναστροφή μαζί σου καλέ μου… τι άλλο;»
«Περιπλανηθήκαμε αρκετά απόψε όμως το επίκεντρο θαρρώ ήταν άλλο… θέσε ξανά το επίκεντρο αν θέλεις να εστιάσουμε…»
«Δεν με νοιάζει και τόσο… αλήθεια στο λέω… είχα ξεχάσει πως μαζί σου μπορεί να αλλάζουμε θέματα, να πηγαίνουμε από το ένα στο άλλο όμως όλα συνδέονται με έναν τρόπο, όλα κάτι διδάσκουν… από όσα κιόλας είπαμε νιώθω πως κέρδισα, νιώθω πως μπήκαν σε τάξη αρκετά… άλλωστε πιστεύω πως το τραύμα μου είναι ακόμα νωπό… περισσότερο από όλα χρειάζομαι χρόνο… έτσι δεν είναι;»
«Βεβαίως όμως περισσότερο κι από την ευεργετική και παράλληλη δράση του χρόνου, σε καλώ να επιστρέψεις σε αυτό που είναι ανεξάρτητο από το καιρικό, το εξωτερικό, το τυχηματικό…»
«Δηλαδή;»
«Στην εσωτερική εποπτεία… ό,τι κι αν συμβαίνει που προκαλείται από δράσεις δικές μας ή άλλων, δεν επιτρέπουμε σε καμιά περίπτωση την παρατεταμένη απώλεια της εποπτείας… ακόμα και όταν ευρισκόμεθα υπό διαρκή πολιορκία δεν εγκαταλείπουμε τις θέσεις μας για την ασφάλεια του καταφυγίου που αποδεικνύεται μια πλάνη… όταν θα καταληφθεί η πόλη ως και οι κρυπτόμενοι αποκαλύπτονται και κανένα καταφύγιο δεν μπορεί να τους σώσει… και μάλιστα ο θάνατός τους θα είναι διπλός και πολλαπλός… θα έχει προηγηθεί ο εναγώνιος αργός και οδυνηρός θάνατος της δειλίας πριν επέλθει ο φυσικός και πραγματικός από τα χέρια του εχθρού… κανένα κέρδος λοιπόν δεν αποκομίζει ο κρυπτόμενος παρά την φενάκη της αποφυγής των συνεπειών της κατάληψης του όλου εαυτού από τον όποιο εχθρό…»
«Διαρκώς στις επάλξεις λοιπόν;»
«Οπωσδήποτε… εν αγρυπνία διαρκή και πολεμική ετοιμότητα… ο υπερ-μέγιστος των μεγίστων ‘σκοτεινός’ Εφέσιος διδάσκαλος μάς το κληροδότησε και μέσω της αλύσου όλοι οι αδελφοί στους αιώνες το υπερασπιζόμαστε και το φυλάττουμε ως μυητική αλήθεια υψηλής τάξης… εποπτεία, ισχύς…»
«… κι ευελιξία… ναι, το θυμάμαι…»
«Το ότι πρόκειται να απαλλοτριωθεί το σώμα το γνωρίζουμε και το αναμένουμε… θα επισυμβεί… όσον αφορά όμως την ακηδία και τον πνευματικό θάνατο, για τούτο την ευθύνη φέρουμε αποκλειστικά εμείς… εγκατάλειψη του πνευματικού εαυτού σημαίνει παραχώρηση στο Αχανές όλων των προκεχωρημένων φυλακίων της ύπαρξης… σημαίνει έπειτα την ένδον προδοσία των ιερών μας και τέλος σημαίνει την αναξιοπρέπεια του σύνολου θανάτου σε κατάσταση βυθιαίας νάρκης…»
«Καλά το είπα πως ήσουν σε φόρμα σήμερα…»
«Ας πηγαίνουμε τώρα, τι λες;»
«Ναι… εγώ πήρα αρκετή δουλειά για το σπίτι… και σ’ ευχαριστώ… έχω πολλά να σκεφτώ, να οργανώσω, να δω απ’την αρχή…»
«Με λιγότερες ‘βεβαιότητες’…»
«Ναι…»
«Σου υπόσχομαι να είμαι εδώ όταν και όποτε θελήσεις για να μοιραζόμαστε ανάλογες στιγμές…»



 * * *

Δεν υπάρχουν σχόλια: