Είχε μια αλλόκοτη διάθεση σήμερα. Ήταν οξύς, σχεδόν
επιθετικός. Και το βλέμμα του την διαπέρασε σαν ξίφος όταν του διάβασε ένα
άρθρο στην εφημερίδα. «Η φύση εκδικείται», ήταν ο τίτλος του άρθρου και
αφορούσε το κοινότοπο ζήτημα των τελευταίων δεκαετιών με το λιώσιμο των πάγων,
την εξαφάνιση πολλών ειδών, τον ορατό κίνδυνο να υποφέρουμε όλοι στο άμεσο
μέλλον από την υπερθέρμανση… ή κάτι άλλο… το κείμενο ήταν υπερβολικό, φλύαρο,
σχεδόν προκλητικό…
«Σταμάτα, σε παρακαλώ! Μη διαβάζεις άλλο… ούτε γραμμή, ούτε
λέξη!», της φώναξε κι αυτό την αιφνιδίασε πολύ δυσάρεστα. Δεν το συνήθιζε να
συμπεριφέρεται έτσι.
«Πόση αλαζονεία, πόση έπαρση, πόση οίηση… πόση αηδία!»,
μουρμούρισε δυνατά και ξεφύσηξε περνώντας σαν σκιά από κοντά της. «Ακόμα και
στην καταστροφή, ακόμα και στο τέλος… τόση αναίσχυντη μεγαλαυχία!», φώναξε τώρα
και ξαναγύρισε το ίδιο γρήγορα. Επιτέλους σταμάτησε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο.
Κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό. Ήταν καταγάλανος, ανοιξιάτικος, φιλικός…
«Μα…», προσπάθησε εκείνη να ψελλίσει αλλά δεν πρόλαβε να πει
τίποτε άλλο.
«Η φύση εκδικείται! Ανοησίες, ψέματα, βλακείες! Λες κι έχουν
ιδέα τι είναι η φύση… τι ήταν πάντα η Φύση και πώς ζει, πώς αναπνέει, πώς
σκέφτεται… πώς εκδικείται!»
Μιλούσε έντονα αλλά δεν απευθυνόταν σε κείνη. Σηκώθηκε απ’την
καρέκλα της και τον πλησίασε για να τον ακούει καθαρότερα. Υπήρχαν στιγμές που
την αγνοούσε εντελώς και βυθιζόταν στον παράξενο κόσμο του. Ήταν αυτές οι
στιγμές που συνομιλούσε με κάτι… ή κάποιον που βρισκόταν… κανείς δεν ήξερε που…
«…νομίζουν οι άθλιοι πως η Φύση καταδέχεται να εκδικηθεί… προσωποποίησαν τα πάντα στη ‘λογοτεχνία’
τους οι σαλτιμπάγκοι… κάνανε το σκύλο να μοιάζει με καρικατούρα, το άλογο να
τρέχει στα τσίρκο για να τους διασκεδάζει, την αρκούδα να χορεύει για να τους
κάνει να γελάνε… γελοιοποίησαν τον ελέφαντα, το λιοντάρι… τα έφεραν όλα στα
άθλια μέτρα τους για να τα κάνουν αγαπητά και προσφιλή και συμπαθητικά… ο
πίθηκος ντύνεται με ρουχαλάκια σαν κλόουν και χτυπάει παλαμάκια για να γελάνε
τα δίποδα που το διαφεντεύουν… οι τίγρεις μαστιγώνονται ανελέητα για να
νιαουρίζουν σα γατούλες μπροστά στο δαμαστή τους… έφτυσαν στο Μεγαλείο και το
Απρόσιτο της Μητέρας και τώρα κλαψουρίζουν πως τάχα Εκείνη τους
εκδικείται!!...»
Οι φλέβες του είχαν πεταχτεί στο μέτωπό του. Ξαφνικά γύρισε
και την κοίταξε και το βλέμμα του είχε μια έκφραση που ήταν αδύνατο να
περιγράψει. Αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή θα εξαφανιζόταν από δίπλα του.
Ψέματα… θα έμενε κολλημένη ακριβώς εκεί που ήταν… ό,τι κι αν
της κόστιζε…
«Η Φύση δεν
εκδικείται αγαπημένη μου… απλώς Αγνοεί!
Όσους βλαστήμησαν την κυριαρχία, την ομορφιά και το σκοτάδι Της… το αρχέγονο
Φως και την αγριοσύνη Της… Γιατί η Φύση δεν καταδέχτηκε να πάρει μέρος στην
Δημιουργία τους… προϋπήρχε αιωνιότητες προτού εκείνος ο μοχθηρός γυμνός προδότης
με τη σύντροφό του ασχοληθούν περιφρονητικά μαζί Της! Από τότε τους
παρακολουθεί με την ίδια σιωπηλή περιφρόνηση κι Εκείνη. Τα παιδιά τους και τα
παιδιά των παιδιών τους. Νομίζουν ότι την έχουν ξεγελάσει… νομίζουν ότι την
έχουν… κατακτήσει! Πόση ειρωνεία, πόση ωκεάνια μωρία… πόση αφροσύνη! Και
σήμερα… σήμερα…»
Κάθισε στον μεγάλο καναπέ και την προσκάλεσε δίπλα του. Το
βλέμμα του είχε επιστρέψει σιγά σιγά, η έκφρασή του ήταν αυτή που εκείνη
αγαπούσε, το χαμόγελό του έδειχνε πως αποζητούσε τη συντροφιά της.
Αποδέχτηκε ήρεμα την πρόσκληση και κάθισε δίπλα του.
«… σήμερα πιστεύουν ότι η Αρχαία Μητέρα τους εκδικείται!!!
Δεν θα το μάθουν ποτέ… πως εξακολουθεί να τους αγνοεί επιδεικτικά και πως θα
παρακολουθήσει τον αφανισμό τους για μια ακόμα φορά όπως έγινε δεκάδες στο
παρελθόν… και πως θα τους υποδεχτεί το ίδιο απρόσιτη, σιωπηλή και απόστατη…
ψυχρή και απόμακρη όπως τους αξίζει όταν θα ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν να
ψηλαφούν το νέο τους κόσμο… με τις θλιβερές ελπίδες τους και τα ορφανά πιστεύω
τους… με τους καινούργιους χθαμαλούς ηγετίσκους τους και τους νανόφρονες
πρωτοπόρους εξερευνητές τους… θα φτάνουν πάλι ως τη γωνία του δωματίου και θα
πανηγυρίζουν… θα καταπλέουν το πρώτο ποτάμι που θα τους καταδέχεται και θα
γιορτάζουν τρεις μέρες για το επίτευγμά τους… μίζερη και ουτιδανή θα γεννηθεί
και πάλι η ανθρωπότητα αγαπημένη μου… αναιμική και άρρωστη με την κληρονομιά
αυτής που ζει ακόμα…»
Της έκλεισε την παλάμη στη δική του. Την χάιδεψε τρυφερά και
ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε ως τη βεράντα. Δεν τον ακολούθησε. Ήξερε που
πήγαινε. Και ήξερε πως δεν θα επέστρεφε πριν το λυκόφως…
Edge of Ancient Fields © by
Tomasz Maronski