Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Εκκλησία και Πολιτισμός

X. Γιανναράς: Εκκλησία και Πολιτισμός




Η
 χριστιανική Εκκλησία μαρτυρεί συγκεκριμένη παρέμβαση του Θεού μέσα στην Ιστορία. Ο Θεός είναι ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, η παρέμβασή του ένσαρκη, «εν πρόσωπο Ιησού Χριστού». Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού είναι ιστορικό, που σημαίνει ότι η παρουσία του εντοπίζεται σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, σε συντεταγμένες συγκεκριμένου πολιτισμού.

Βεβαιώνει η ιστορική εμπειρία της Εκκλησίας ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο»: η απρόσιτη στον νου και στις αισθήσεις Αιτιώδης Αρχή κάθε υπαρκτού προσέλαβε σάρκα βιολογικής ατομικότητας, σάρκα λογικού υποκειμένου συγκεκριμένης καταγωγής και ιστορικής οριοθέτησης. Προσέλαβε εθνικότητα, γλώσσα και τη σύμφυτη με τη γλώσσα επικαιρική κοσμοαντίληψη. Για να θεώσει  το πρόσλημμα.

Η χριστιανική Εκκλησία αυτοπροσδιορίζεται ως η παρατεινόμενη στους αιώνες συνέχεια της ενανθρώπησης του Θεού: της πρόσληψης του κτιστού στον τρόπο υπάρξεως του ακτίστου. Η πρόσληψη συνεχίζεται όχι συμβολικά ή ηθικά, αλλά με τον τρόπο που πραγματοποιείται η ζωή: τον τρόπο της αισθητής κοινωνίας και σχέσης, τον τρόπο της βρώσης και της πόσης. Η Εκκλησία συγκροτείται και φανερώνεται στο δείπνο της Ευχαριστίας. 

Το δείπνο της Ευχαριστίας τελείται, και πραγματοποιείται στην Εκκλησία, με την επιχώρια σε κάθε τόπο γλώσσα και εκφραστική (άρα και τη σύμφυτη με τη γλώσσα επικαιρική εκασταχού κοσμοαντίληψη). Αλλά ενώ διαφοροποιείται η γλώσσα και η εκφραστική (η πολιτιστική σάρκα της ιστορικότητας της Εκκλησίας), μένει αναλλοίωτος ο τρόπος της Ευχαριστίας: τρόπος μεταποίησης της βιολογικής επιβίωσης σε ζωτική αγαπητική σχέση. Κάθε επιμέρους ευχαριστιακό σώμα της κοινωνίας της ζωής είναι ο ολόκληρος (καθόλου) τρόπος της υπάρξεως που συγκροτεί και φανερώνει την Εκκλησία, είναι η ολόκληρη αλήθεια της Εκκλησίας, η αλήθεια (πραγματικότητα) της Καθολικής Εκκλησίας. Όπως mutatis mutandis[1], κάθε ζευγάρι αληθινά ερωτευμένων ανθρώπων είναι η ολόκληρη (καθολική) αλήθεια του έρωτα, έτσι και κάθε τοπική ευχαριστιακή κοινότητα είναι η ολόκληρη (καθολική) αλήθεια της Εκκλησίας): η δυναμική υποτύπωση της αλώβητης, απεριόριστης ζωής, της «σώας» - σεσωσμένης (ακέραιας) ύπαρξης, της ύπαρξης στην πληρότητα των ζωτικών της δυνατοτήτων.

Η Εκκλησία της Κορίνθου ή της Ρώμης, της Εφέσου ή των Μεδιολάνων, με την επιχώρια γλώσσα και την εκφραστική του επιχώριου επικαιρικού πολιτισμού, είναι η Καθολική Εκκλησία. Όχι επειδή πειθαρχεί σε πεποιθήσεις και ηθικούς κανόνες μιας γενικής (διεθνικής και παγκοσμιοποιημένης) διατύπωσης του χριστιανικού ευ-αγγελίου . Αλλά επειδή ως τοπική, χρονικά και πολιτιστικά καθορισμένη κοινότητα υποτυπώνει στην πράξη και μαρτυρεί το ευ-αγγέλιο της Εκκλησίας: πραγματοποιεί, ως σώμα σχέσεων κοινωνίας, τον τρόπο της υπάρξεως που ελευθερώνει τη ζωή από τον θάνατο. Την ολοκληρία αυτού του τρόπου, την καθολικότητα-ακεραιότητα του, την πραγματοποιεί κάθε τοπική εκκλησία με τη δική της γλώσσα και τον δικό της πολιτισμό.

Αν υποτιμήσουμε ή παραθεωρήσουμε την τοπική γλώσσα, την εκφραστική του επιχώριου (τοπικά και χρονικά καθορισμένου) πολιτισμού, αφαιρούμε από τον εκκλησιαστικό τρόπο της υπάρξεως την ενυπόστατη πραγματικότητά του. Τον μεταβάλλουμε σε νοητική σύλληψη και ηθικιστική δεοντολογία, σε αφηρημένες «πεποιθήσεις» και χρήσιμες κανονιστικές «αρχές». Δίχως τη σάρκα του Πολιτισμού η Εκκλησία γίνεται ένας « -ισμός»: Ρωμαιοκαθολικισμός ή Προτεσταντισμός ή Ορθοδοξισμός – επιμέρους ιδεολογικές εκδοχές νοησιαρχικής μεταφυσικής και ωφελιμιστικής ηθικολογίας, όλες με φιλοδοξία διεθνικής παγκοσμιότητας, δηλαδή γεωγραφικής «καθολικότητας».

Αν όμως η Εκκλησία συγκροτείται και φανερώνεται στην Ευχαριστία ως υποστατικό γεγονός (τρόπος της υπάρξεως), τότε εκεί δεν πρόκειται για «πεποιθήσεις» και «αρετές», αλλά για τη σάρκα του βίου μας που «μετουσιώνεται» σε σχέση αγαπητικής κοινωνίας, σε ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, σε ζωτική και ζωοποιό (θεία) κοινωνία. Η σάρκα του βίου μας: δηλαδή η βρώση και η πόση, η γλώσσα, το τραγούδι μας, η ζωγραφική και αρχιτεκτονική μας, το ρούχο, το κόσμημα, το έπιπλο, η χειρονομία, η δραματουργία. Όλα εκεί «λειτουργούν» την ευχαριστιακή κοινωνία της ζωής, της νίκης καταπάνω στην μοναξιά και στον θάνατο.

Η δυσκολία (μαζί και απορία, μπορεί και σκανδαλισμός) προκύπτει σε δύο (κυρίως) περιπτώσεις: Όταν εμπειρικά πιστοποιούμε το ενδεχόμενο να μας αποκλείει ο πολιτισμός από την πρόσβαση στο εκκλησιαστικό γεγονός.  Και, δεύτερο, όταν η πολιτιστική ιδιαιτερότητα απολυτοποιείται (σωστότερα: ειδωλοποιείται ) και υποκαθιστά ή αλλοτριώνει το εκκλησιαστικό γεγονός.

Τι θα πει: μας αποκλείει ο πολιτισμός από το εκκλησιαστικό γεγονός; Θα πει ότι υπάρχουν πολιτισμοί (το βεβαιώνει η ιστορική εμπειρία) που η γλώσσα τους (ο γλωσσικός κώδικας συνεννόησης – κοινωνίας) και όποια εκφραστική δυνατότητα έχουν αναπτύξει (εικαστική, μουσική, λογοτεχνική, αρχιτεκτονική, δραματουργίας) δεν επαρκεί για να επισημάνει - υποδηλώσει τον υποστατικό «στόχο» της Ευχαριστίας. Είναι γλώσσα και εκφραστική που προκύπτει (διαμορφώθηκε) από ανάγκες και προτεραιότητες ατομοκεντρικές (χρηστικές, ωφέλιμες για το άτομο), από απαιτήσεις ορμέμφυτων απαιτήσεων  του εγωκεντρικού ατόμου. Γλώσσα και εκφραστική που μπορεί να υπηρετήσει την ψυχολογική (φυσική στον άνθρωπο) θρησκευτικότητα: την ανάγκη του για ατομική δικαίωση και αιώνια επιβίωση, για μεταφυσικές νοητικές βεβαιότητες και αντικειμενική «αρετή», που να του χαρίζουν αίσθημα ασφάλειας και κύρος εξουσιαστικό. Δεν είναι γλώσσα και εκφραστική ικανή να σημάνει την πίστη – εμπιστοσύνη ή κένωση από κάθε ατομική παραίτηση, τη ζωή ως αγαπητική κοινωνία, ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά. 

Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα: οι ορδές των πρωτόγονων φύλων και φυλών που κατέκλυσαν τα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τα τέλη του 4ου ως και τον 6ο μ. Χ. αιώνα (Γότθοι, Φράγκοι, Ούννοι, Βουργουνδοί, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι, Άγγλοι, Νορμανδοί, Σάξονες). Έσπευσαν να «ασπαστούν» τον Χριστιανισμό και βαφτίστηκαν μαζικά, αλλά σαφώς για σκοπιμότητες που είχαν ελάχιστη ή καθόλου σχέση με τη μεταφυσική αναζήτηση.

Τους λαούς αυτούς, και μετά τον «εκχριστιανισμό» τους, τους χώριζε από το εκκλησιαστικό γεγονός όχι ίσως η θέλησή τους, αλλά πάντως ο πολιτιστικός πρωτογονισμός τους. Μόνο τεχνητά μπορούσαν να σημάνουν στις γλώσσες τους πραγματικότητες που η εμπειρία τους ή η μεταφυσική τους αναζήτηση τις αγνοούσε (: να σημάνουν π.χ. την υπόσταση, τη διαφορά της από την ουσία – και δίχως την επίγνωση αυτής της διαφοράς πώς να εκφραστεί και να γνωσθεί το ευ-αγγέλιο της Εκκλησίας: η εμπειρία του είναι υπόσταση προσωπική (Πατήρ) η Αιτιώσης Αρχή του υπαρκτού, δηλαδή ελεύθερη από κάθε αναγκαιότητα υπαρκτικού προκαθορισμού, προκαθορισμού από ουσία ή φύση, άρα δυνατή η ενανθρώπηση του Υιού, η θέωση του ανθρώπου;)

Πολλά παραδείγματα αυτής της γλωσσικής – πολιτιστικής ανεπάρκειας θα μπορούσε να προσκομίσει ο μελετητής, προκειμένου να παραπέμψει στους πιθανότερους λόγους για τους οποίους οι καινούργιοι έποικοι της Ευρώπης υπέταξαν ταχύτατα το εκκλησιαστικό γεγονός στα μέτρα και στη γλώσσα της φυσικής θρησκείας. Δανείστηκαν (κυρίως από τον Αυγουστίνο) απλουστευτικά νομικά σχήματα για να μπορούν να αποδώσουν απλοϊκά στον Θεό ιδιότητες επουράνιου χωροφύλακα οριοθετώντας τη σχέση μαζί Του με σχέση ενοχής – τιμωρίας ή ενοχής – δικαίωσης. Εξέλαβαν την πίστη σαν ατομική πεποίθηση, τη θεολογική μαρτυρία σαν κωδική ιδεολογία, την εκκλησιαστική άσκηση σαν στυγνό ηθικισμό. Από δέος και μειονεξία διατήρησαν για κάποιο διάστημα στην τέχνη τους (μιμητικά) τη maniera byzantina, αλλά γρήγορα πέρασαν σε φανατισμένη «υπεραναπλήρωση» της μειονεξίας («overcompensation» ο ψυχαναλυτικός όρος) : σε χρωματιστά αγάλματα και νατουραλιστικέ γλυκερές εικόνες για συναισθηματική κατανάλωση, σε αυταρχικούς θεσμούς θρησκευτικής εξουσίας, μηχανισμούς ιδεολογικής επιβολής, κατακτητικές «σταυροφορίες», φρικιαστικούς θρησκευτικούς πολέμους.

Το δυσερμήνευτο είναι ότι εκείνη η αφετηριακή αλλοτρίωση της Εκκλησίας σε φυσική θρησκεία παρέμεινε ως εγγενές στοιχείο στις κοινωνίες που προοδευτικά συγκρότησαν, μετά τον «εκχριστιανισμό» τους , οι καινούργιοι έποικοι της Ευρώπης. Με το πέρασμα των αιώνων οι λαοί αυτοί προόδευσαν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας: προώθησαν εκπληκτικά τη γνώση και τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, τις τέχνες και (με τρόπο πανανθρώπινα μοναδικό) την τεχνολογία: τη μετουσιωμένη σε πρακτική χρησιμότητα επιστήμη. Όμως το εκκλησιαστικό γεγονός έμεινε γι’ αυτούς απρόσιτο. Παρέμειναν στο επίπεδο της φυσικής θρησκείας, επίπεδο συχνά παιδαριώδες, ταυτίζοντας την πίστη με την πειθαρχία σε νοησιαρχικά a priori, και την ευσέβεια με έναν απάνθρωπο ηθικιστικό νομικισμό. Σε κάποιες ταινίες του Μπέργκμαν ή του Φελλίνι είναι προσιτά σε όλους μας ελάχιστα δείγματα από τις απειράριθμες μαρτυρίες για τον βασανισμό των λαών της Δύσης, ως σήμερα, από τον «εκχριστιανισμό» τους.

Ο θαυμαστός πολιτισμός της νεώτερης Δύσης, όπου επικρατήσει, υπονομεύει καίρια και ουσιαστικά εξουδετερώνει το εκκλησιαστικό γεγονός. Εμφάνισε μιαν ακαταμάχητη δυναμική παγκοσμιότητας αυτός ο πολιτισμός και σήμερα κυριαρχεί ή γοητεύει τους λαούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ίσως επειδή το στοιχείο ταυτότητάς του (στοιχείο αναλλοίωτο σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή και σε όλες τις φάσεις των συναρπαστικών μετεξελίξεών του) είναι ότι παρέμεινε ατομοκεντρικός, αμετακίνητος στις ενορμήσεις της αυτοσυντήρησης και των αξιώσεων ισχύος, επομένως και στις προϋποθέσεις της ορμέμφυτης φυσικής θρησκευτικότητας. Και ο ατομοκεντρισμός παραπέμπει ακριβώς στους αντίποδες του εκκλησιαστικού γεγονότος, αναιρεί εξ ορισμού το εκκλησιαστικό γεγονός, ακυρώνει την εκκλησιαστική εκδοχή (από τις σελίδες κιόλας της Καινής Διαθήκης) του ευ-αγγελίου της σωτηρίας.

Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που κοινωνίες με μακραίωνη εκκλησιαστική εμπειρία, όταν προσέλαβαν τον δυτικό πολιτισμό στο σύνολο της πρακτικής του βίου, διολίσθησαν ανεπαίσθητα και στην αλλοτρίωση της εκκλησιαστικής τους ορθοδοξίας - μεταποίησαν την Ορθοδοξία τους σε ιδεολογικό και ηθικιστικό Ορθοδοξισμό, σε φυσική ατομοκεντρική θρησκευτικότητα. Ακόμα και ο αθεϊσμός που γέννησε η Δύση (ο συνεπέστερος στην πράξη αθεϊσμός από όσους γνώρισε η ανθρώπινη Ιστορία) – με χαρακτηριστική την περίπτωση του μεγάλου νεωτερικού κινήματος του κοινωνισμού (socialismus) – παρέμεινε παγιδευμένος στην καταγωγικά θρησκευτική, ατομοκεντρική ανθρωπολογία: Η societas («κοινωνία»)  ταυτίστηκε αυτονόητα με την ποσοτική συλλογικότητα (collective),  με το άθροισμα των φυσικών ατόμων που την συγκροτούν, με στόχο την ορθολογιστική εξισορρόπηση ατομικών επιθυμιών, επιδιώξεων, αναγκών.

Στους αντίποδες του ατομοκεντρισμού η Εκκλησία (τουλάχιστον στους πρώτους αιώνες του ιστορικού της βίου) εξέφρασε την υποστατική (τρόπου υπάρξεως) ταυτότητάς της και τον ευαγγελισμό της ελπίδας της προσλαμβάνοντας τον κοινωνιοκεντρικό πολιτισμό των τότε Ελλήνων: Τον αποφατικό χαρακτήρα της γλώσσας (την άρνηση να εξαντλήσουμε τη γνώση στις διατυπώσεις της) και τον χαρακτήρα της τέχνης (κάθε τέχνης) ως κλήσης – σε σχέση με το αληθινά υπαρκτό («διάβασης επί το πρωτότυπον») – όχι ως αφορμής ατομικών συγκινήσεων, ατομικής ευφροσύνης, ατομικής διδαχής.

Και είναι από την ιστορική αυτή διαπίστωση που γεννιέται το δύσκολο ερώτημα ή και το ενδεχόμενο σκανδαλισμού: Πόσο δεσμεύει την έκφραση ταυτότητας της Εκκλησίας και ευαγγελισμού της ελπίδας της ο κοινωνιοκεντρικός πολιτισμός (γλώσσα, τέχνη, νοο-τροπία) των αρχαίων Ελλήνων; Για να κηρύξουμε σήμερα το εκκλησιαστικό ευ-αγγέλιο σωτηρίας του ανθρώπου σε φυλές της Αφρικής ή της Πολυνησίας, αλλά και στις απαίδευτες μάζες της αμερικανικής, για παράδειγμα, ή της νεοελληνικής κοινωνίας τις βυθισμένες στον καταναλωτικό πρωτογονισμό, θα πρέπει πρώτα να τις μυήσουμε στην αρχαιοελληνική γλωσσική συμβολική; 

Πώς είναι δυνατό να έχουν πρόσβαση στην εκκλησιαστική εμπειρία, αγνοώντας τη δυναμική του νοήματος λέξεων όπως: φύση, υπόσταση, ενέργειες, λόγος, αλήθεια, κοινωνία, σωτηρία – ή διακρίσεων όπως : ουσίας και υπόστασης, φύσεως και ενεργειών;

Να αρνηθούμε την ιστορική σάρκα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού που προσέλαβε αφετηριακά η Εκκλησία, μήπως είναι ανάλογο με το να αρνηθούμε την εξ Εβραίων ιστορική σάρκα του Χριστού;

Το παραπάνω ερώτημα (ή ενδεχόμενο σκανδαλισμού) ίσως να απαντηθεί έμμεσα, αν αναλύσουμε και το δεύτερο σύμπτωμα παθογένειας στη σχέση Εκκλησίας και πολιτισμού: Το σύμπτωμα να αποδίδεται στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα μεταφυσικός χαρακτήρας, αν ειδωλοποιείται αυτή η ιδιαιτερότητα, να υποκαθιστά το εκκλησιαστικό γεγονός.

Η ιστορική πείρα μάλλον βεβαιώνει ότι μια πολιτιστική παράδοση ειδωλοποιείται για τους ίδιους λόγους για τους οποίους θρησκειοποιείται  και το εκκλησιαστικό γεγονός: Για να ενσωματωθεί στην εγωτική μας θωράκιση, να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ατομικό κτήμα, σαν ιδιωτική αποτελεσματικότητα. Να λειτουργεί ως αφορμή ναρκισσικής καύχησης, απαιτήσεων εξουσιαστικής υπεροχής ή έστω ως αντιστάθμισμα ψυχολογικής ανασφάλειας, ανάγκης κωδικοποιημένων βεβαιοτήτων.

Όταν δεν έχουμε τις προϋποθέσεις για ενεργό μετοχή σε μια εμπειρική παράδοση (μας λείπει η καλλιέργεια, το ενδιαφέρον, η θέληση, δεν κατανοούμε τους στόχους της μετοχής μας), τότε αποσπούμε και αυτονομούμε  τα άλλοτε επιτεύγματα αυτής της παράδοσης, τα μνημειώνουμε σε τυποποιημένες σχηματοποιήσεις, σε φολκλορικό εθιμικό διάκοσμο της ζωής μας, σε ιδεολογικό ρητόρευμα συλλογικής υπερηφάνειας. Ακόμα και εκπληκτικά θησαυρίσματα πείρας, που μας παραδόθηκαν, τα μετασχηματίζουμε σε ερείσματα της ορμέμφυτης ενστικτώδους ανάγκης μας για εγωκεντρική κατασφάλιση και επιβολή ισχύος.

Όταν ένας πολιτισμός γίνεται αφορμή για καύχηση και ιδεολογικά ρητορεύματα, τότε είναι σίγουρο πως έχει ιστορικά τελειώσει, είναι πια μόνο παρελθόν. Τα επιτεύγματά του (κείμενα, έργα τέχνης, θεσμοί) θαυμάζονται άλογα, χωρίς να κατανοούνται. Πόσοι από τους σημερινούς Έλληνες (έστω και πρόεδροι της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργοί) μπορούν να εξηγήσουν γιατί ο Παρθενώνας είναι σημαντικότερο επίτευγμα πολιτισμού από τον πύργο του Άιφελ; Πόσοι από τους σημερινούς Έλληνες, που περηφανεύονται ότι είναι απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, έχουν διαβάσει έστω και τρεις αράδες αυτών των συγγραφέων; Πόσοι διαμαρτύρονται που στα σχολεία δεν μαθαίνουν πια τα παιδιά μας αρχαία ελληνικά; 

Κι όμως, αυτός ο πολιτισμός, που ουσιαστικά αγνοείται, όχι μόνο επιστρατεύεται σαν επίσημο κρατικό ιδεολόγημα και φολκλορική φιοριτούρα, αλλά παίρνει και προτεραιότητα σε σχέση με τη μεταφυσική ελπίδα του ανθρώπου, την εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων. Πάμπολλοι άνθρωποι στην Ελλάδα σήμερα είναι Χριστιανοί – Ορθόδοξοι, μόνο επειδή θεωρούν ότι αυτή η ιδιότητα εμπεριέχεται αυτονόητα στην ελληνικότητά τους. Ανάλογη διαπίστωση κάνει κανείς και στη Ρωσία, στη Ρουμανία, στη Σερβία – ή αντίστοιχα στην Ισπανία και στην Πολωνία με τον Ρωμαιοκαθολικισμό, στην Αγγλία με τον Αγγλικανισμό, στη Σουηδία με τον Λουθηρανισμό κ.λ.π. Το εκκλησιαστικό γεγονός (ο υποστατικός τρόπος νίκης καταπάνω στον θάνατο) θρησκειοποιείται για να λειτουργήσει σαν παραπλήρωμα της επιχώριας ιδιαιτερότητας πολιτισμού: να αλλοτριωθεί σε κρατική («επικρατούσα») θρησκεία, σε εθνικιστική ιδεολογία.

Συμπέρασμα για παραπέρα μελέτη ή για διάψευση:

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ιστορική σάρκα του (τοπικά και χρονικά) καθορισμένου πολιτισμού που υποστασιάζει το εκκλησιαστικό γεγονός σε πραγματικότητα κοινωνίας προσώπων – το σώζει  από την αλλοτρίωσή του σε διεθνική νοησαρχική ιδεολογία και ηθική.

Αυτό σημαίνει ότι πάντοτε ο κάθε κατηχούμενος, για να εισέλθει στο σώμα οποιασδήποτε τοπικής εκκλησίας, θα πρέπει να κοινωνήσει τη γλώσσα στην οποία σαρκώθηκε η παρέμβαση του εκκλησιαστικού γεγονότος στην Ιστορία: Να μυηθεί στην αρχαιοελληνική γλωσσική συμβολική, στην σημαντική της ελληνικής Εικόνας, της ελληνικής λατρευτικής δραματουργίας – όπως πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει και στο πρόσωπο του Αβραάμ τον «πατέρα της πίστεως» ή στο πρόσωπο του Μωυσή τον θεόπτη ιερουργό της μετάβασης από γης δουλείας σε γη ελευθερίας. Η ελληνικότητα της εκκλησιαστικής θεολογίας, εικονογραφίας και λατρείας δεν έχει την παραμικρή σχέση με εθνικισμό και φυλετισμό, όπως δεν έχει σχέση με τον φυλετισμό των Εβραίων ή εξ Εβραίων ιστορική σάρκα του Χριστού.

Το γεγονός της σάρκωσης του Θεού και η εκκλησιαστική «εις τους αιώνας παράταση» του θα μαρτυρείται πάντοτε με συγκεκριμένη ιστορική-πολιτιστική σάρκα. Όμως καμιά αναγκαιότητα δεν δεσμεύει αυτό το υποστατικό γεγονός, η πραγματοποίησή του θα είναι πάντοτε άθλημα ελευθερίας, επομένως και διακινδύνευση αιρετικών αποκλίσεων. Θα παραμονεύει πάντοτε:

η νεστοριανή ειδωλοποίηση της ιστορικής – πολιτιστικής σάρκας του εκκλησιαστικού γεγονότος 

ή

η μονοφυσιτική παράκαμψη αυτής της σάρκας, η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού ευ-αγγελίου σε διεθνική νοησιαρχική ιδεολογία και ηθική.

Και στις δύο περιπτώσεις το (φαινομενικά διαφορετικό) αποτέλεσμα θα έχει την ίδια κοινή αιτία: την υποταγή της εκκλησιαστικής αλήθειας στις απαιτήσεις της ορμέμφυτης φυσικής θρησκευτικότητας, στις ενορμήσεις εγωτικής αυτοσυντήρησης και αξιώσεων ισχύος. 


Πρώτη έντυπη δημοσίευση περιοδικό "Σύναξη" (τχ. 88, Οκτ, Δεκ 2003, σελ. 11-17)
 πηγή: Aντίφωνο





[1] (λατ.) κατά λέξη, μεταβαλλομένων εκείνων που πρέπει να μεταβληθούν· η έκφραση είναι ανάλογη της «τηρουμένων των αναλογιών»· δηλώνει ότι μπορεί να γίνει σύγκριση μέχρις ενός σημείου ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, έργα ή πράγματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: