Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Ο καιόμενος

 

Τάκης Σινόπουλος
 
 
πηγή: Αλ. Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας [τ. Στ'], εκδ. Καστανιώτη



Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Η Δίψα...


Ο απογευματινός περίπατός τους είχε καταλήξει στην κορυφή του λόφου, στα χαλάσματα του παλαιού κάστρου. Από δω η θέα αληθινά έκοβε την ανάσα. Μπροστά τους απλωνόταν ένας ορίζοντας γεμάτος από θαύματα. Κάτω απ’τα πόδια τους η χώρα με τα ευγενικά της σπίτια. Πιο κει το μικρό λιμανάκι με τις λιγοστές βάρκες. Πέρα η θάλασσα απλωνόταν όσο τολμούσε να την μετρήσει το βλέμμα. Κάπου στο βάθος μια σκιά. Βουνοκορφές. Ένα νησί που ίσα διαγραφόταν. Φαινόταν μακρινό, σαν ψεύτικο.

Κάθισαν σιωπηλοί στις πέτρες του ερειπωμένου κάστρου και πάλεψαν να κλείσουν στη ψυχή τους τη μαγεία της στιγμής. Δύσκολο να χωρέσεις τόση ομορφιά. Νομίζεις πως δεν την αξίζεις και μόνο που τη θαυμάζεις.

Η αύρα που ερχόταν από δυτικά ήταν ψυχρή όμως κρατούσε ακόμα η ζέστη της ημέρας. Το χώμα ήταν θερμό, χάιδευε το χέρι σαν έλαιο ακριβό.

Εκείνος πήρε στη χούφτα του λίγο και το μοιράστηκε μαζί της. Χαμογέλασαν.

«Θυμήθηκα τώρα που ανεβαίναμε το μονοπάτι για το κάστρο ένα παλιό σου κείμενο», του είπε κάποια στιγμή εκείνη. «Δεν ξέρω γιατί. Ήταν για τη Δίψα, την Ευελιξία και το Βλέμμα. Θυμάμαι πόσο πολύ με είχε κεντρίσει αυτό το κείμενο. Ήταν στις αρχές της γνωριμίας μας», συμπλήρωσε και τον κοίταξε.

«Ναι, το θυμάμαι», της απάντησε.

«Πιάσαμε τότε να το αναλύουμε όμως μείναμε μονάχα στις βασικές γραμμές. Μου είπες πως δεν έπρεπε ακόμα να εμβαθύνουμε. Πως θα το συνεχίζαμε μετά από καιρό, όταν θα ερχόταν η ώρα. Νομίζω πως είχα πειραχτεί τότε. Πίστεψα πως δεν με θεωρούσες έτοιμη να το μοιραστείς μαζί μου»

«Όχι ακριβώς. Διαφορετικά δεν θα στο έδινα. Απλά δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το αναπτύξουμε. Όσα θα λέγαμε θα έμοιαζαν ακατάσχετη φλυαρία. Από τότε όμως άλλαξαν πολλά»

«Άρα σήμερα μπορούμε να το ξαναπιάσουμε;», τον ρώτησε και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί που περιμένει ανυπόμονα. Την κοίταξε κι εκείνος.

«Τώρα νομίζω πως μπορούμε να πιάσουμε οτιδήποτε», της απάντησε χαμογελώντας και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ωραία. Ξεκινάω εγώ λοιπόν!», είπε εκείνη με ενθουσιασμό. «Ξέρω πως αναφέρεις αυτά τα τρία σαν άξονες… σαν βασικούς άξονες στην πνευματική αναζήτηση… αν το λέω σωστά… μαζί και σαν τρεις κρίκους αρμοζόμενους… κι οι τρεις δημιουργούν κάτι σαν τρίγωνο από κύκλους… κάπου αλλού τους αναφέρεις – αυτό το σχήμα με παραξένεψε περισσότερο να σου πω την αλήθεια – σαν τρεις αθλητές στη σκυταλοδρομία… ο ένας αφήνει την σκυτάλη για τον επόμενο… αλλά με μια βασική διαφορά… κι αυτή για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να την ανακαλέσω τώρα», είπε και δεν μίλησε άλλο»

«Καλά τα θυμάσαι», άρχισε να της λέει εκείνος. «Η διαφορά είναι πως οι αθλητές αυτοί δεν τρέχουν σε ένα στίβο, γραμμικά, ο ένας μετά τον άλλο. Τρέχουν για να παραδώσουν τη σκυτάλη και επιστρέφουν για να την παραλάβουν ξανά. Συνεργάζονται σε μια αέναη σκυταλοδρομία σε πολλαπλά επίπεδα. Δεν σταματούν ποτέ. Κι ο καθένας δεν είναι ίδιος με τους άλλους. Δεν είναι τρεις όμοιοι αθλητές. Είναι πολύ διαφορετικοί. Στο χρόνο, στο χώρο, στις ποιότητες, στη δράση. Όλη τούτη την κίνηση δεν μπορεί να την κατανοήσει εύκολα παρά μονάχα όποιος έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στην Ατραπό κι έχει δοκιμαστεί σκληρά από αποτυχίες και χτυπήματα. Απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Είναι μια σύνθετη κίνηση που ένας νέος στην περιπέτεια της Γνώσης την αισθάνεται απλά σαν συνεχή θόρυβο, σαν άσκοπη φασαρία εντός του. Γι αυτό δεν προχωρήσαμε πολύ τότε. Θα ήταν άγονο και δεν θα σε βοηθούσε καθόλου. Όλα αυτά τα χρόνια όμως διάβασες και σκέφτηκες πολύ. Μιλήσαμε πολύ και εργάστηκες περισσότερο. Τώρα ακολουθείς το δρόμο σου και δεν έχεις ανάγκη κανέναν», είπε και πήρε λίγο ακόμα χώμα στα χέρια του.

Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Όμως, όλα ξεκινούν από τη Δίψα. Σωστά;»

«Βέβαια», συμφώνησε αμέσως εκείνος. «Η Δίψα είναι η πρωτογενής ανάγκη της ύπαρξης να λάβει τις συντεταγμένες της. Όσο δεν τις έχει, τόσο εκείνη μεγαλώνει, γίνεται βασανιστική, μαρτυρική. Σε σάρκα και πνεύμα. Στο συναίσθημα και στο όνειρο. Στην αγωνία και στην καθημερινή ζωή. Στις σχέσεις και στη μοναχικότητα. Στην ποίηση και στον πόλεμο. Παντού. Η Δίψα δεν ικανοποιείται με τίποτα όσο η ύπαρξη είναι χωρίς συντεταγμένες. Οι μεγαλύτερες επιτεύξεις δεν αρκούν για να τη σβήσουν. Μοιάζει όλο τούτο με τη δίψα του σώματος αλλά είναι πολύ βαθύτερη, μεγαλύτερη, αρχαιότερη. Και φυσικά γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους δαίμονες. Την ιστορία και το χρόνο. Τις μεγάλες ανακαλύψεις και τους φόνους. Τα θαύματα και τις μικρότητες. Όλα τα γεννά εκείνη και παραμένει ενεργή. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος για να την εξευμενίσει. Αν δεν κατανοήσει κανείς τι είναι η Δίψα, δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Δεν μπορεί, για παράδειγμα να κατανοήσει τη δράση των αρχέγονων εκείνων ενεργειών που οι έλληνες ονόμασαν θεούς –κι οι έλληνες δεν είχαν δώδεκα αλλά χιλιάδες θεούς. Όσα φαίνονται παράλογα και γελοία για τον αμύητο, για τον μυημένο της αρχαιότητας ήταν ξεκάθαρες δράσεις. Ενεργειακές εναντιοδρομήσεις και πολύρροπες και πολύτροπες που μοιάζουν με ωκεανό μέσα στον οποίο όλοι γεννιόμαστε και όλοι πεθαίνουμε. Ωκεανό ενεργειών και δυνάμεων που μας χτυπούν απ’όλες τις μεριές. Όπως τα κύματα. Αν φανταστεί κανείς τον εαυτό του σε μια θάλασσα και σε σημείο που το χτυπούν όλοι οι άνεμοι ταυτόχρονα, ίσως εικονίσει μέσα του το γεγονός. Όλα αυτά είναι γεννήματα της Δίψας. Κι ό,τι ακριβώς διψά στο σύμπαν, διψά και μέσα του».

«Κι εκεί ακριβώς δρα η Ευελιξία;»

«Η Ευελιξία δεν είναι απλώς η σθεναρή ‘παθητική’ αντίστασή μας για να μην μας καταπιεί η Δίψα. Είναι ολόκληρος ο οπλισμός μας. Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να πολεμήσουμε κάτω απ’τα τείχη της Τροίας. Μπορεί ο πόλεμος να μοιάζει μάταιος και δέκα χρόνια τούτα τα τείχη κράτησαν απόρθητη την αρχαία πόλη, όμως εμείς ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι για τον Δούρειο Ίππο. Κάποιοι αναρωτιούνται εύλογα γιατί οι Αχαιοί έκαναν δέκα χρόνια για να σκεφτούν το ‘στρατήγημα’ του Αλόγου που θα έμπαινε στα σωθικά της πόλης»

«Δεν ήταν έτοιμοι;»

«Δεν είναι μόνο ο βαθμός επίγνωσης που έλειψε από τον ‘Οδυσσέα’, τον άνθρωπο – αρχέτυπο της Σοφίας. Ήταν βέβαια και ο χρόνος. Ο καιρός, η ώρα. Αυτό που γίνεται όταν πρέπει να γίνει. Δεν το ξέρουμε αυτό το ‘πότε’. Δεν μπορούμε να το καθορίσουμε από πριν. Ξέρουμε όμως όταν συμβαίνει. Δεν αρκεί μονάχα ο χρόνος, χρειάζεται και τρόπος. Και η ‘αποκάλυψη’ αυτή για τον έξυπνο –αφυπνισμένο, μυημένο Οδυσσέα – ήταν δράση της Ευελιξίας. Το σημείο τομής το αποκαλύπτει το Βλέμμα. Ο Οδυσσέας, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε δυο φορές – η δεύτερη στο στερέωμα του μαύρου ήλιου – δεν θα μπορούσε να ‘σκεφτεί’ τον Δούρειο Ίππο αν δεν είχε το Βλέμμα»

«Η δράση και των τριών αξόνων ταυτόχρονα!»

«Ακριβώς, είναι η στιγμή του απόλυτου συντονισμού. Η Δίψα – πόλεμος για την άπαρτη μυριόχρονη πόλη, η Ευελιξία με το σχέδιο του Ίππου, το Βλέμμα για την λύση του μεγάλου αινίγματος. Εάν δεν δει κανείς με μυητικές ορίζουσες την Ιλιάδα, μια κι αυτήν πιάσαμε απόψε, όλα στον Όμηρο μοιάζουν σχεδόν εξωφρενικά, παράλογα και ανόητα. Ένας ποταμός αίματος, ένα ατελείωτο μακέλεμα αναρίθμητων πολεμιστών χωρίς κανένα αντίκρισμα. Γιατί, μην ξεχνάμε, η Ιλιάδα δεν τελειώνει με το πάρσιμο της Τροίας»

«Αυτό το αφηγείται ο Οδυσσέας, ναι, στους Φαίακες»

«Η Ευελιξία είναι λοιπόν, για να επανέλθουμε στα καθ’ημάς, η διαρκής και ατελεύτητη εγρήγορση του είναι μας να ανταπεξέρχεται ικανοποιητικά στο παράλογο της Δίψας. Και το Βλέμμα είναι το πέρασμά μας από τις αλλεπάλληλες Συμπληγάδες στη διάρκεια του βίου μας. Γιατί όταν περάσουμε μια φορά μας περιμένουν κι άλλες, κι άλλες… ως το πέρας…»

Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί κάτω απ’τα ερείπια του κάστρου και ο ήλιος κόντευε πια να κάνει τη μεγάλη του βουτιά στη σκοτεινή θάλασσα. Ολόγυρά του ένα στεφάνι από πορτοκαλί φωτιά που εκπύρωνε το στερέωμα. Το θέαμα ήταν πέρα από περιγραφές.

«Χμμ…», είπε εκείνη επανερχόμενη, «κι οι αθλητές που δίνουν και παίρνουν τη σκυτάλη;» 

«Αυτό αφορά περισσότερο τη δική μας Δίψα. Αν είμαστε ‘κατ’εικόνα και ομοίωση’. Και είμαστε. Η δίψα για οτιδήποτε μικρό και καθημερινό που εκφράζεται ως βουλητική δύναμη, απόφαση για επίτευξη στόχων, η ευελιξία για να επιτυγχάνουμε τους στόχους, το βλέμμα για να έχουμε διαρκή εποπτεία… Μονάχα που όσο κατεβαίνουμε σε επίπεδα, όλα γίνονται πιο ψηλαφητά, χάνουμε τη γενική εικόνα, είμαστε ισοϋψείς με την αθλιότητα και το ευγενές και δεν διακρίνουμε καθαρά… άλλωστε και η δική μας δίψα γεννά τους δικούς μας δαίμονες, τους δικούς μας ήρωες και τις δικές μας ‘Ιλιάδες’. Μπορεί να μην έχουμε φτερά για να πετάξουμε αλλά τα δικά μας τα φτερά είναι το βλέμμα. Τότε ανασηκωνόμαστε και μπορούμε πια να δούμε…»

Του κράτησε το χέρι. Είχε σουρουπώσει πια για τα καλά και η αύρα είχε φουσκώσει. Ψύχραινε. Στη χώρα κάτω άναβαν τα φώτα στα παραθύρια των σπιτιών.

Σηκώθηκαν για το δρόμο της επιστροφής.

«Είναι δύσκολο το θέμα τούτο… χρειάζομαι δουλειά ακόμα», του είπε σφίγγοντας το κορμί της στο δικό του.

Δεν της απάντησε μονάχα έφερε το ένα του χέρι αγκαλιά στον ώμο της και άρχισαν να κατηφορίζουν σιωπηλοί στο μονοπάτι…

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Όταν το μερικό συναντά το Απόλυτο...

Μερικές σκέψεις γύρω από την αστοχία της αγάπης

Την προδοσία
Wall  - Zoltan Toth


Ο Ισκαριώτης πρόδωσε γιατί βρέθηκε στο πλέον ασύλληπτο αδιέξοδο που μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος: το υπαρξιακό αδιέξοδο. Ο Ισκαριώτης συνάντησε, ή μάλλον συναντήθηκε με το απροσδόκητο. Κι όταν συναντιέσαι με το απροσδόκητο πράττεις απροσδόκητα.
Στην περίπτωση του Ζηλωτή Ιούδα, το μερικό συναντήθηκε με το Απόλυτο. Το ελλιπές με το τέλειο. Το πεπερασμένο με το άχρονο, το γήινο με το υπέργειο. Το υπαρξιακό αδιέξοδο δεν θα αργούσε να εμφανιστεί. Εμφανίστηκε άλλωστε, σε όλους τους μαθητές. Εμφανίστηκε στον Πέτρο, τον 'βράχο', εμφανίστηκε στον Θωμά, είναι σίγουρο πως πλημμύρισε τους πάντες. Απλά, ο Ιούδας δεν το άντεξε, προσπάθησε να το εκλογικεύσει, να το ερμηνεύσει, να το διαχειριστεί, κι αυτό ήταν το μοιραίο του λάθος. Ένα λάθος που χρειαζόταν ενέργεια για να αποφευχθεί, για να μην οδηγηθεί ο εν αδιεξόδω ευρισκόμενος μαθητής στην απόδραση και τελικά, στην λύτρωσή του και οι Ζηλωτές, εκτόνωναν όλη τους την ενέργεια στη δράση.
Ο Ιούδας ήταν ένας άνθρωπος της δράσης. Δεν ‘ευτύχησε’ να έχει την… αφέλεια του Πέτρου ή την εσωτερικότητα του Ιωάννη. Ήταν ένας άνθρωπος της καθαρής δράσης, και γι' αυτό το αδιέξοδο για εκείνον υπήρξε συντριπτικό και αξεπέραστο. Η ματιά του αποζητούσε με θράσος να ανοιχτεί σε ορίζοντες που ήταν απαγορευμένοι. Τουλάχιστον για εκείνον. Τον εικονογραφώ να αδιαφορεί πλήρως για τους υπόλοιπους μαθητές, για τον κόσμο και για τους Νομοδιδασκάλους της θρησκείας του. Τολμώ να εικάσω πως από τη στιγμή που ενεπλάκη στην υπαρξιακή σύγκρουση πριν οδηγηθεί στο αδιέξοδο κατανόησε -κι ίσως ήταν ο μόνος- τι ήταν ο Ιησούς, ή τι έμελλε να είναι ο Ιησούς αλλά το βάρος της κατανόησης έπεσε σαν ταφόπλακα πάνω του.
Ο Ισκαριώτης δεν πέρασε στην επόμενη ιστορική φάση του δράματος. Στη φάση της εξωστρέφειας, της ιεραποστολής, της πολεμικής ενάντια στον εθνικό και ιουδαϊκό κόσμο και της οργάνωσης της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Ίσως ευτυχώς. Έζησε τον διδάσκαλο χωρίς παραχαράξεις, χωρίς στρατηγικές και αντιμαχίες, βίωσε την αποκαλυπτική δύναμη της Αλήθειας ως το τέλος. Μονάχα που η Αλήθεια σαν Φως τον πλημμύρισε και τον έκαψε.

Και από το μοναχικό κλαδί που αιωρείται αιώνια κρεμασμένος, αναθεματισμένος και καταραμένος, καταγγέλλει στους ανθρώπους όλων των εποχών την υποκρισία των 'καθαρών', την 'ευθυκρισία' των 'τέλειων' και την αυθεντία των 'πεφωτισμένων'...

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Federico Garcia Lorca, «Γκασέλα του ζοφερού θανάτου»


Τον ύπνο θέλω εγώ να κοιμηθώ των μήλων
να ξεμακρύνω από την τύρβη των κοιμητηριών.
Τον ύπνο θέλω εγώ να κοιμηθώ εκείνου του παιδιού 
που επιθυμούσε μες το πέλαγο να κόψει την καρδιά του.

Δε θέλω να μου ξαναπούν πως οι νεκροί δεν χάνουν το αίμα τους:
πως το σάπιο στόμα τους νερό ζητάει ακόμα.
Δε θέλω τίποτα να μάθω για της χλόης τα μαρτύρια
μήτε για τη σελήνη που έχει στόμα του σερπετού
κι όλο δουλεύει πριν χαράξει η μέρα.

Θέλω να κοιμηθώ για μια στιγμή,
για μια στιγμή, για ένα λεφτό, για έναν αιώνα·
αλλά να μάθουν όλοι πως δεν είμαι πεθαμένος·
πως έναν σταύλο από χρυσάφι έχω στα χείλια μου,
πως είμαι ο φίλος ο μικρός του Δυτικού ανέμου·
πως είμαι των δακρύων μου η απέραντη σκιά.

Κουκούλωσέ με μ’ ένα πέπλο την αυγή
γιατί χούφτες μηρμύγκια θα μου ρίξει
και βρέξε με σκληρό νερό τα σάνδαλά μου
για να γλιστρήσει του σκορπιού της το κεντρί.

Γιατί θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο εγώ των μήλων,
για να μάθω κάποιον θρήνο που απ’ το χώμα θα με πλύνει·
γιατί θέλω να ζήσω με το σκοτεινό εκείνο παιδί 
που επιθυμούσε μες το πέλαγο να κόψει την καρδιά του.


Μετ. Τ. Βαρβιτσιώτη

[πηγή: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ανθολογία ποιημάτων, Εκδόσεις Κοροντζής, Αθήνα 2006, σ. 205 (δίγλωσση έκδοση)]


Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Στρώμα




Κυριακές στους τοίχους
γδέρναμε το φως
και γράφαμε για τη μοναξιά
χωρίς μελάνι, χωρίς μπογιά
μονάχα με ουρανό…

μια δρασκελιά χωρίζει
το δίκλινο του ζευγαρώματος
απ΄το μονόκλινο της απατηλής
αυτάρκειας

όμως για σένα
σκληρό θα έχω το στρώμα της μνήμης
πάντα
για να μην νιώσεις ποτέ επισκέπτης

κι έτσι
για να σ’εκδικούμαι

δεν θα σου επιτρέψω 
την πολυτέλεια της λησμονιάς...



Headache...

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους…


«…Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με ’λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ’χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη ’σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται διά τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ’ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή· και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μάς δίνουν. Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ’χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο ‘Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν – με της αντενέργεις σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ’φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες – ο Ντώκινς μάς θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους· και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του· και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας· και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση· οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς.      
Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει σ' εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μάς έσωσε και θέλει μας σώση· ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια – και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι’ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ’περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους· και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.  
Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι’ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος – ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί τού έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι’ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος· και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς· «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ’ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ’ αυτό το φόρεμα; Πού ’ναι τα παράσημά σου; Πού ’ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; Κ’ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι’ από τους ανθρώπους κι’ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ’σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. – Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ’ εγώ κι’ όλοι οι όμοιοι μας. Όσοι πιστεύουν τους κόλακες κι’ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ’ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ’ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ’βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν της χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ’περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι’ όχι δόλον κι’ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά· κι’ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ’στορικά του κόσμου. Δι’ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Διά τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι’ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και διά να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε· ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν· οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ’ αναγκαία· οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι· οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι’ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις της πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων· τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι’ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι’ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι’ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος. Διά να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκαιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός – όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον· αυτός είναι ο ’περασπιστής των αθώων και των αδυνάτων».
Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους· και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ’περασπίζονται το δίκιον· και οι ανθρωποφάγοι – ο Άδης θα τους ρουφήση· και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους· και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι – κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγη να τους κάμης.  
Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ’ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με της μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν με οπού ’ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, της ακαθαρσίες της δικές τους, κ’ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά τους κι’ όσους θυσιάσαν το δικόν τους διά την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι’ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ’ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος – δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας· οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σάς βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ’ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, σεις γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι’ αυτό δοξαστήκετε. Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαΐμη, τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι’ όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειες τους· και τους σκότωσαν· και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους…»

Στρατηγού ΜακρυγιάννηΑπομνημονεύματα

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Κι αυτό ήταν...

 

Κι αυτό που ήταν να γίνει έγινε

 

δεν δραματοποιεί τίποτε το Αχανές

έχει καρφωμένες τις ώρες πάνω απ’τα σώματα

και τα σώματα πάνω απ’τις μέρες

έχει μια ανάσα παγερή για όλους

και για κανέναν βλέμμα

 

κι αυτό που ήταν να γίνει έγινε

και η σιωπή πλημμύρισε τα πάντα

 

πόσο περίεργο

αυτό που ήταν κάποτε ακριβό

τώρα τίποτε δεν αξίζει 

κι εκείνο που κάποτε αφθονούσε

και δεν του έδινε σημασία κανείς

τώρα είναι ατίμητο

 

τόσο που αναρωτιέσαι

πόσο μεγάλο και απρόσιτο έγινε

για να χωρά στις ώρες των ανθρώπων

 

αλλά στης ειμαρμένης τους νόμους

τους αιώνιους

δεν έχει θέση η εξαίρεση

η συμπόνια, το ‘γιατί’…

τα ‘ίσως εάν’, τα ‘μα όμως’

 

κι ό,τι ήταν να γίνει

έγινε

 

κι αυτό ήταν

 

Opportunities By Alireza Bagheri Sani