Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους…


«…Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με ’λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ’χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη ’σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται διά τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ’ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή· και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μάς δίνουν. Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ’χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο ‘Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν – με της αντενέργεις σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ’φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες – ο Ντώκινς μάς θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους· και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του· και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας· και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση· οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς.      
Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει σ' εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μάς έσωσε και θέλει μας σώση· ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια – και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι’ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ’περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους· και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.  
Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι’ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος – ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί τού έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι’ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος· και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς· «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ’ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ’ αυτό το φόρεμα; Πού ’ναι τα παράσημά σου; Πού ’ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; Κ’ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι’ από τους ανθρώπους κι’ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ’σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. – Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ’ εγώ κι’ όλοι οι όμοιοι μας. Όσοι πιστεύουν τους κόλακες κι’ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ’ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ’ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ’βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν της χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ’περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι’ όχι δόλον κι’ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά· κι’ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ’στορικά του κόσμου. Δι’ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Διά τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι’ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και διά να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε· ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν· οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ’ αναγκαία· οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι· οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι’ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις της πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων· τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι’ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι’ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι’ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος. Διά να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκαιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός – όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον· αυτός είναι ο ’περασπιστής των αθώων και των αδυνάτων».
Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους· και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ’περασπίζονται το δίκιον· και οι ανθρωποφάγοι – ο Άδης θα τους ρουφήση· και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους· και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι – κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγη να τους κάμης.  
Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ’ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με της μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν με οπού ’ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, της ακαθαρσίες της δικές τους, κ’ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά τους κι’ όσους θυσιάσαν το δικόν τους διά την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι’ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ’ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος – δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας· οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σάς βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ’ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, σεις γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι’ αυτό δοξαστήκετε. Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαΐμη, τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι’ όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειες τους· και τους σκότωσαν· και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους…»

Στρατηγού ΜακρυγιάννηΑπομνημονεύματα

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Κι αυτό ήταν...

 

Κι αυτό που ήταν να γίνει έγινε

 

δεν δραματοποιεί τίποτε το Αχανές

έχει καρφωμένες τις ώρες πάνω απ’τα σώματα

και τα σώματα πάνω απ’τις μέρες

έχει μια ανάσα παγερή για όλους

και για κανέναν βλέμμα

 

κι αυτό που ήταν να γίνει έγινε

και η σιωπή πλημμύρισε τα πάντα

 

πόσο περίεργο

αυτό που ήταν κάποτε ακριβό

τώρα τίποτε δεν αξίζει 

κι εκείνο που κάποτε αφθονούσε

και δεν του έδινε σημασία κανείς

τώρα είναι ατίμητο

 

τόσο που αναρωτιέσαι

πόσο μεγάλο και απρόσιτο έγινε

για να χωρά στις ώρες των ανθρώπων

 

αλλά στης ειμαρμένης τους νόμους

τους αιώνιους

δεν έχει θέση η εξαίρεση

η συμπόνια, το ‘γιατί’…

τα ‘ίσως εάν’, τα ‘μα όμως’

 

κι ό,τι ήταν να γίνει

έγινε

 

κι αυτό ήταν

 

Opportunities By Alireza Bagheri Sani

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Να θυμώνεις… αλλά όχι συναισθηματικά… πνευματικά...

  


Τ
ο Έργο επιτελείται κατά στάδια. Έχει αναβαθμούς. Και απαιτεί χρόνο. Χρόνο και μελέτη. Μελέτη και υπομονή. Υπομονή και… ψυχραιμία. Ένα σύντομο αφήγημα θα διαλύσει τα νέφη της απορίας.
Ένας καλός φίλος, σε μακρινές εποχές, συνήθιζε να διαβάζει ένα απόσπασμα από τη Γραφή κάθε απόγευμα και έπειτα, σε έξαλλη κατάσταση, εκσφενδόνιζε το βιβλίο του προς οιαδήποτε κατεύθυνση. Μια μέρα μού τηλεφώνησε κατά τις 7.00. Για την ακρίβεια με ξύπνησε.
«Σε ξύπνησα;», με ρώτησε επαναλαμβάνοντας την ίδια περιττολογία που χαρακτηρίζει όλους μας για να καταπολεμήσουμε την αμηχανία.
«Τι σημασία έχει; Τώρα έγινε», του είπα. «Συμβαίνει κάτι;»
«Κερνάω καφέ»
«Σε λίγο πάω στη δουλειά», του είπα. Λάθος. Ήταν Κυριακή. Ο φίλος μου κι εγώ λοιπόν, σε λιγότερο από μια ώρα καθόμασταν ολομόναχοι σε καφέ του Πειραιά με την κοπέλα που πήρε παραγγελία να μας στραβοκοιτάζει.
«Μου κάνει εντύπωση», του είπα μετά την πρώτη γουλιά και με κάποια νεύρα για το βίαιο ξεσηκωμό μου Κυριακάτικα.
«Τι πράγμα;»
«Η επιμονή σου με την Αγία Γραφή… αφού ό,τι διαβάζεις σε εκνευρίζει… γιατί δεν την παρατάς;»
«Αυτή θα ήταν μια ήττα που δεν θα την επέτρεπα να μου συμβεί», είπε. Ήταν και αυτός αρπαγμένος. Για άλλους λόγους.
«Δεν φταίει η Γραφή», του είπα και τον φούντωσα περισσότερο.
«Τι φταίει;»
«Εσύ»
Τον είδα να κουνάει το κεφάλι του.
«Χτες ας πούμε… τι έγινε;»
«Χτες τα πήρα πολύ άγρια… έφτασε η Γραφή απέναντι, στη γειτόνισσα», είπε και ανακάθισε.
Χαμογέλασα.
«Τι γελάς; Της χτύπησα το κουδούνι βραδιάτικα… ευτυχώς δεν με παρεξήγησε… είχε προσγειωθεί στο μπαλκόνι της»
«Ευειδής η γειτόνισσα;», τον ρώτησα με νόημα.
«Μια χαρά. Και νεοτάτη»
«Άρα κάνεις και γνωριμίες…», είπα και ο εκνευρισμός του πήρε φωτιά.
«Θα σου πω τώρα τι κάνω πρωινιάτικα και σένα»
«Καλά… εντάξει… ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Τι προκάλεσε την οργή σου;»
Ο φίλος μου ήπιε όλο τον υπόλοιπο καφέ του, παρήγγειλε δεύτερο και άρχισε να μου ιστορεί.
«Με τάραξε αυτή η… συνάντηση του Ιησού με τη Χαναναία… τα θυμάσαι το περιστατικό… από τον Ματθαίο…»
Του έγνεψα καταφατικά.
«…το διάβαζα, το ξαναδιάβαζα… πόσο πολύ τα είχα πάρει… οι Εβραίοι από πάνω κι εμείς από κάτω… δεν το αντέχουν, με νιώθεις φίλε; Δεν το αντέχουν ότι εμείς ήμασταν και είμαστε οι από πάνω… και παρουσίασαν την ειδωλολάτρισσα γυναίκα να ικετεύει τον Ιησού να θεραπεύσει την κόρη της… κι αυτός την αποκάλεσε ‘ψωριάρικο σκυλί’… ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων… ‘δεν χαραμίζω τα θαύματα για τους κωλο-έλληνες’, της πέταξε στη μούρη… εκεί ήταν που πήγα να πετάξω τη Βίβλο για πρώτη φορά… αποφάσισα όμως να περιμένω… ε, στο τέλος δεν άντεξα… το κέρατό μου…»
Η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα ξαναδεί τόσο οργισμένο το φίλο μου… το σκηνικό μού φάνηκε προς στιγμήν εντελώς σουρεαλιστικό… να θυμώσεις για ένα περιστατικό που ‘συνέβη’ κάποτε, δυο χιλιάδες χρόνια πριν σε κάποια περιοχή έξω από την Ιουδαία ανάμεσα στον Ιησού και μια άγνωστη γυναίκα… εντελώς τρελό μού φάνηκε για μια στιγμή… όμως μετά άρχισα να το βλέπω διαφορετικά.
Τα πνευματικά ζητήματα δεν έχουν ηλικία. Η αλήθεια δεν έχει ηλικία. Η ζωή δεν έχει ηλικία. Ούτε ο θάνατος.
Γιατί θυμώνουμε με τα πνευματικά ζητήματα; Γιατί κάνουμε ‘συναισθηματικές αναγνώσεις’ ενώ θα έπρεπε να κάνουμε πνευματικές.
«Αν δεν πάψεις να βλέπεις τη Γραφή σαν το μπεστ-σέλλερ του μήνα ή του χρόνου και δεν αρχίζεις να ‘αποστασιοποιείσαι’ αυτά θα παθαίνεις», του είπα ξαφνικά και τον έκανα να σιωπήσει, να ακινητήσει με την κούπα καφέ στο χέρι.
«Τι θέλεις να πεις;», με ρώτησε με χαμηλωμένο τόνο φωνής. 
«Θέλω να πω ότι διαβάζεις συναισθηματικά και ανάλογα ερμηνεύεις. Αν δεν κατανοείς το ‘συναισθηματικά’ ας το διατυπώσω διαφορετικά. Διαβάζεις ως αναγνώστης που θέλει να ‘πάρει θέση’, να βρει ήρωα να ‘ταυτιστεί’, να ελευθερωθεί μέσω του ήρωα… αυτή δεν είναι μελέτη ενός ιερού κειμένου, είναι κάποιο τεύχος του Λούκυ-Λουκ… και χωρίς να σε διασκεδάζει κιόλας… γι αυτό θυμώνεις… Έλληνες εναντίον Εβραίων… στη Βίβλο κερδίζουν οι Εβραίοι, δεν έχεις καμιά ελπίδα… πάρτο απόφαση… κι ας υπάρχουν εδάφια που δήθεν ‘σημαίνουν’ το αντίθετο… κι εσύ κάνεις μια ιδεολογική ανάγνωση, βουτάς με όλο σου το πάθος και πιάνεις τον Ιησού από το λαιμό επειδή μίλησε άσχημα στη Χαναναία… δεν κάνουμε δουλειά έτσι…»
Ο φίλος μου ολοκλήρωσε και τον δεύτερο καφέ του… σιωπηλός όμως. σκεφτόταν. 
‘Ώστε αυτό κάνω λοιπόν… ταυτίζομαι’
«Είμαστε παιδιά της εικόνας, του κινηματογράφου… ό,τι ξέρουμε το μάθαμε πρώτιστα από τις εικόνες και έπειτα από την προσωπική μας εμβύθιση στο βάθος των γεγονότων… δεν λειτουργούσαν έτσι κάποτε τα πράγματα… κάποτε οι άνθρωποι μάθαιναν δια της ακοής όχι δια της οράσεως… σήμερα δεν αρκεί καν η εικόνα… είμαστε οι πιο έξυπνοι ηλίθιοι της ιστορίας… πολύπλοκοι στη διαδικασία και ρηχοί στην ουσία… με άλλα λόγια…»
«Με λες ηλίθιο;» με ρώτησε δήθεν ενοχλημένος.
«Έξυπνο ηλίθιο… έχει διαφορά. Αυτό λοιπόν που πρέπει να κάνεις…»
«…είναι να το πάρω αλλιώς!», είπε ξαφνικά σα να φωτίστηκε.
«Ακριβώς! Κάποιος που μελετά την ελληνική μυθολογία βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα… ο Δίας ήταν ατακτούλης και άπιστος, η Ήρα γκρινιάρα και σκρόφα, ο Άρης ήταν ο Ράμπο και η Αφροδίτη η… τέλος πάντων πρωί πρωί… τι θα του έλεγες αυτού του ανθρώπου; Ήταν οι Έλληνες άραγε τόσο ολιγόνοες ώστε να θυσιάζουν στα σχήματα, στις μορφές και στα είδωλα; Αυτή τη θεώρηση υιοθετούμε για τους προγόνους;»
«Με μια πρώτη ανάγνωση όμως αιφνιδιάζεσαι… πρέπει να το παραδεχτείς…», μου αντιγύρισε ξεθαρρεμένος.
«Είσαι στο μονοπάτι της πνευματικής αναζήτησης χρόνια φίλε μου… πώς καταδέχεσαι να αρκείσαι στην ‘πρώτη’ ανάγνωση; Και να με ξυπνάς πρωί πρωί με τη δροσούλα για να σου εξηγώ τα αυτονόητα;»
Ο φίλος μου έκανε μια χειρονομία ‘συγνώμης’. Ύστερα έπεσε και πάλι σε στοχασμό.
«Και πώς γίνεται να μη θυμώνει κανείς;»
«Να θυμώνεις… αλλά όχι συναισθηματικά… πνευματικά. Πάει να πει να επιστρέφεις στον τόπο του εγκλήματος όπως κάθε καλός ‘ντετέκτιβ’… ‘θα το βρω το κλειδί’ να λες ‘τσαντισμένος’… με τον εαυτό σου όμως… το μυαλό δουλεύει, η ψυχή επαναστατεί, η καρδιά χτυπά δυνατά… είσαι σε κίνηση, σε συναγερμό… όλα συνεργάζονται εντός σου… κι όλη τούτη την ενέργεια που σπατάλησες στην εξαλλοσύνη και το θυμό την παροχετεύεις σε άλλο κανάλι πλέον… και πυροδοτείς τον μυητικό στοχασμό…»
Έπεσε σιωπή.
«Άλλο καφέ;»
Τον είδα να μού χαμογελά συνωμοτικά.
«Το παράκανες μου φαίνεται… σε όλα υπερβολικός!»
«Μου αρέσει να μιλάμε… γι αυτό…»

«Ας σηκωθούμε να περπατήσουμε καλύτερα… έχουμε να πούμε κι άλλα. Είπες θα κεράσεις… δεν βλέπω να βγάζεις το πορτοφόλι», είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα.


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

άδακρυς μάχη


Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσες να με δεις
υπήρξα αόρατος για σένα
μιλούσα όταν κρυβόσουν στη σιωπή
κι όταν γεννούσες το χτες
στο σήμερα ερχόμουν

έτσι κι αλλιώς δεν ζητούσες να με δεις
στους αποθέτες των ονείρων ανταμώθηκαν μονάχα
σαν δειλοί προδότες
οι ψυχές μας
σκιές αγγιγμάτων
αλκυονίδες νύχτες
μέλαινας ευχής
ικετήριες ματιές

το σκοτάδι
δεν πολεμιέται
από πέτρινα σώματα
και δεν λυγίζει το βδελυρό στερέωμα
μπροστά σε τρέσαντες οπλίτες

έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσες τίποτε να δεις

άδακρυς μάχη

μα έτσι ή αλλιώς
το τίποτε μονάχα
ικανώθηκες να δεις…

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

'...δολοφόνος στο δρόμο...'

 

Riders on the storm

Καβαλάρηδες της Καταιγίδας
Καβαλάρηδες της Καταιγίδας
Σ’ αυτό το σπίτι γεννηθήκαμε
Σ’ αυτό τον κόσμο μάς πέταξαν
Σαν σκυλιά χωρίς κόκαλο
Σαν ξοφλημένους ηθοποιούς
Καβαλάρηδες της Καταιγίδας
Είναι ένας δολοφόνος στο δρόμο
Το μυαλό του σφαδάζει σα φρύνος
Πηγαίνετε διακοπές διαρκείας
Αφήστε τα παιδιά σας να παίξουν
Αν πάρετε μαζί σας αυτόν τον άνθρωπο
Θα πεθάνουν όλες οι γλυκές σας αναμνήσεις
Δολοφόνος στο δρόμο

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Φωτομορφές


Δεν υπάρχει μονάχα η συνωμοσία του σκότους… υπάρχει και η ‘εφεδρεία’ του φωτός… και αυτή δεν τη βιώνεις ‘αντιθετικά’ ή ‘αποφατικά’ ή αντίδρομα. Είναι μια ‘ησυχαστική’ ιδιότητα, θα έλεγα καλύτερα ποιότητα μιας βαθύτερης περιοχής μας… από κει ίσως να γεννιέται αυτό που προσπάθησε να περιγράψει ως ‘ανοίκειο’ κάποτε ο Φρόυντ μα στην κατοπτρική του υπόσταση… το φροϋδικό ανοίκειο είναι η ανάδυση μιας ενοχλητικής ‘οντότητας’ ψυχικού περιεχομένου, τούτο που αναφέρω εγώ είναι η έκχυση και διάχυση μιας ίσως κυτταρικής ‘φωτομορφής’…

Οι φωτομορφές είναι τα γλυκά, παιγνιώδη τέκνα του στοχασμού μας. Με την ιδιαιτερότητα ότι τα γεννά η ‘απαθής’, η πλήρως ατάραχη παρατήρηση. Είναι οι υπερασπιστές των κάστρων και οι πολεμιστές των βασιλείων του αγαθού εντός μας. Είναι τα υπέροχα και όμορφα παιδιά του πρωτογενούς υλικού, του ονειρικού υλικού του είναι μας.

Όταν αφηγείται κανείς, πέφτει σε ένα είδος διαλογισμού. Χάνεται, αφήνεται, παραδίνεται στο ταξίδι του λόγου, των εικόνων, των αναμνήσεων, της φαντασίας. Εκεί θα βρει συμμάχους τούτες τις φωτομορφές… εκεί θα βρει τους καλούς νάνους και τις χαρούμενες νεράιδες, τα σκανταλιάρικα ξωτικά και τα στοιχειακά της φύσης που δεν θα τον εμποδίσουν μα θα τον συνδράμουν στο έργο του. Κι όταν γράφει ή δημιουργεί σε οποιονδήποτε τομέα φαντάζομαι, το ίδιο γίνεται… το σκοτάδι αποσύρεται γιατί είναι η ώρα του φωτός…

Τα παιδιά το ξέρουν καλά όλο τούτο… όλοι μας το ζήσαμε μα ίσως το έχουμε ξεχάσει… τα νιώθαμε όλα αυτά τα ‘πλάσματα’, σχεδόν τα αγγίζαμε. Γιατί τα παιδιά είναι πλάσματα της καθαρής δράσης και όπου υπάρχει καθαρή δράση, το σκοτάδι δεν έχει χώρο να απλώσει ρίζες και να σκοτεινιάσει ουρανούς.

Μα δυστυχώς δεν μπορούμε να ‘αφηγούμαστε’ διαρκώς… δεν μπορούμε να είμαστε διαρκώς στις υψηλής και αμόλυντης ενέργειας περιοχές της δράσης. Είμαστε και ελλόγιμα, περίσκεπτα και νεφελώδη όντα. Έχουμε υπαρκτικά ερωτήματα άλυτα και γόρδιους δεσμούς ένα σωρό μπροστά και μέσα μας…

Όμως το ξέρουμε…

Κάθε φορά που ανοιγόμαστε λιγάκι, που επιτρέπουμε στον εαυτό μας το ταξίδεμα αυτό, οι φωτομορφές είναι εκεί… πάντα θα είναι… μας περιμένουν… μας απλώνουν το χέρι, μας χαμογελούν και μια γλυκιά θέρμη απλώνεται στο είναι μας…

Θυμόμαστε ότι είμαστε ζωντανοί…

Και χαμογελάμε… 

A Stranger In the Light Art Print by Helle Lorenzen

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο δεν πέθαναν ποτέ...


Η μέρα ανέβαινε αργά, μαζί με τις υποσχέσεις και τους θρήνους της. Μαζί με το χαμόγελο και τη λύπη της. Θα μπορούσε κανείς να ξεδιαλέξει από τις αχτίνες του ήλιου εκείνες που ταιριάζουν στη ψυχή του περισσότερο μα, πώς να κρατήσεις μερικές και άλλες να αγνοήσεις; Ως και στις πιο δροσερές κρύβεται το μυστικό του βασιλιά πατέρα… ως και στις πιο καυτές φωλιάζει το θαύμα του ζωοδότη φίλου και αδελφού.

Κάθονταν στο μοναχικό παγκάκι και απολάμβαναν το σήκωμα του ήλιου σιωπηλοί… τι να πρωτοπείς τούτες τις μαγικές ώρες που ως και το Αχανές σου επιτρέπει την πολυτέλεια της μοναχικότητας… τι να ψελλίσεις εμπρός στο αρχαίο μυστήριο, το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα που τα σάρκινά σου μάτια ευλογήθηκαν να αντικρίζουν και τα άλλα, εκείνα που έχει το είναι σου, αντιλαμβάνονται με το ρίγος της πρώτης φοράς…

«Όλα εκείνα που μας μίλησαν για πρώτη φορά… κάποτε… είναι πάντα εδώ», είπε εκείνος ξαφνικά. Η φωνή του ήταν γεμάτη από το δέος της στιγμής και ίσα που ακουγόταν. «Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο δεν πέθαναν ποτέ. Μπορούμε αν θέλουμε να τα ακούσουμε, να τα αγγίξουμε, να τα δούμε… μα για μια στιγμή μονάχα… τη μαγική στιγμή που οι θωρακίσεις μάς εγκαταλείπουν… μα είναι η μεγάλη μας ευκαιρία να συνομιλήσουμε με το πιο ευαίσθητο, το πιο λεπτοφυές και μαζί, το πιο όμορφο απ’όλα όσα μας περικλείει και το περικλείουμε… δεν έχει σημασία τι θα πούμε, δεν έχει σημασία ποιος μας ακούει ή τι μας παρατηρεί… είναι η σπάνια και μοναδική στιγμή που έχουμε συνείδηση της ύπαρξής μας…», είπε και σιώπησε ξανά.

Εκείνη αναζήτησε το χέρι του με το δικό της και το κράτησε σφιχτά. Ήξερε πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή εκείνος πονούσε πολύ. Και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ στο πρόσωπό της.

«Όλοι αξιωθήκαμε τούτη την έκσταση και για όλους χαράχτηκε η ατραπός…», είπε πάλι και ανταπέδωσε το ζεστό της άγγιγμα.

Ο ήλιος σκαρφάλωνε σιγά σιγά στο θρόνο του και μια γλυκιά ζέστη χάιδευε τα πρόσωπά τους. Η πόλη ολόγυρα ξυπνούσε σιγά σιγά.

«Ας μην φύγουμε από εδώ… ποτέ!», του ψιθύρισε κι αμέσως μετάνιωσε για τα λόγια της.

«Ναι, ας μείνουμε για πάντα εδώ», της απάντησε εκείνος και αφέθηκε ξανά στην απόλαυση της ακριβής τους εμπειρίας…


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά...

 


Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.

Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλό.
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι.
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα.
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.

Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ νὰ πονοῦμε γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα.
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει.
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.


Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42

 

Γιώργος Σεφέρης
Ποιήματα, ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα, 2000.