Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012





Ο ΑΚΑΝΘΙΑΣ


Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δέντρο.
Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος
κ’εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’αυτοκίνητα.
Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν
ευλάβεια μη μπορώντας!
Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε
στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος
μ’ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως
κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων
ο γυιός του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου
και της ωραίας Νυστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια –
όλη των άστρων η προχειρότητα.
Θάθελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου
θάθελα νάχει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια…
[…]



Νίκος Καρούζος Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012


Lord  Dansany


Η   Τ ρέλα του A ντελσπρουτζ
E
ίδα για πρώτη φορά την πόλη του Αντελσπρουτζ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, καθώς ερχόμουν από τα λιβάδια. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, και όλο -κείνο το πρωί έλεγα, «θα τη χτυπάει το φως του ήλιου όταν θα δω για πρώτη φορά την όμορφη κατακτημένη πόλη της οποίας η φή­μη πολύ συχνά δημιούργησε για μένα ευχάριστα όνειρα». Ξαφνικά εί­δα τα τείχη της να υψώνονται από τα λιβάδια και πίσω τους έστεκαν τα καμπαναριά της. Μπήκα μέσα από μια πύλη και είδα τα σπίτια και τους δρόμους της και αισθάνθηκα μια μεγάλη απογοήτευση. Γιατί υπάρχει ένας συγκεκριμένος αέρας σε κάθε πόλη, έτσι ώστε κάποιος να μπορεί να την ξεχωρίσει από μια άλλη αμέσως. Υπάρχουν πόλεις γε­μάτες χαρά και πόλεις γεμάτες ευχαρίστηση και πόλεις γεμάτες θλί­ψη. Υπάρχουν πόλεις που κοιτούν στον παράδεισο και κάποιες που κοιτούν στη γη —κάποιες έχουν τον τρόπο τους να κοιτούν στο παρελ­θόν και άλλες κοιτούν στο μέλλον— κάποιες σε προσέχουν όταν περ­νάς ανάμεσά τους, άλλες σε κοιτάν, άλλες σε αφήνουν να περάσεις. Άλλες αγαπούν τις πόλεις που είναι οι γείτονές τους, άλλες είναι αγα­πητές στις πεδιάδες και τους χερσότοπους —κάποιες πόλεις στέκονται γυμνές στον άνεμο, άλλες έχουν πορφυρούς μανδύες και άλλες καφέ μανδύες, και κάποιες είναι ντυμένες στα λευκά. Μερικές αφηγούνται την παλιά ιστορία της παιδικής τους ηλικίας, σε άλλες αυτό είναι μυ­στικό —κάποιες πόλεις τραγουδούν και κάποιες μουρμουρίζουν, κάποι­ες είναι θυμωμένες, και κάποιες έχουν ραγισμένες καρδιές και κάθε πό­λη έχει τον τρόπο της να υποδέχεται το Χρόνο.
Είχα πει: «Θα δω το Αντελσπρουτζ να στέκεται υπεροπτικό μέ­σα στην ομορφιά του» και είχα πει: «θα το δω να κλαίει επειδή κα­τακτήθηκε».
Είχα πει: «Θα μου τραγουδήσει τραγούδια», και «θα είναι λιγομίλητο», «θα είναι λεηλατημένο», και «θα είναι γυμνό αλλά θεσπέσιο».
Αλλά τα παράθυρα στα σπίτια του Αντελσπρουτζ κοιτούσαν ανέκφραστα πέρα από τις πεδιάδες, όπως τα μάτια ενός νεκρού τρε­λού. Τότε οι χτύποι από τα καμπαναριά του ήχησαν άχαρα και κακόφωνα, κάποια ακούστηκαν παράφωνα και οι καμπάνες από μερικά ήταν ραγισμένες, οι στέγες του ήταν γυμνές και χωρίς βρύα. Το δειλινό δεν σηκώθηκε κανένα ευχάριστο ψιθύρισμα στους δρόμους του. Όταν άναψαν οι λάμπες στα σπίτια του δεν ξεγλίστρησε έξω στο σούρουπο καμιά αποκρυφιστική πλημμύρα φωτός, ίσα που έβλεπες πως υπήρχαν αναμμένες λάμπες -το Αντελσπρουτζ δεν είχε τον τρόπο του, ούτε το δικό του αέρα. Όταν έπεσε η νύχτα και έκλεισαν όλα τα πατζούρια, τότε αντιλήφθηκα αυτό που δεν είχα σκεφτεί στο φως της ημέρας. Τότε συνειδητοποίησα πως το Αντελσπρουτζ ήταν νεκρό.
Είδα έναν ξανθομάλλη άντρα που έπινε μπύρα σε ένα καφενείο και του είπα: «Γιατί η πόλη του Αντελσπρουτζ είναι τελείως νεκρή και η ψυχή της έχει φύγει μακριά;»
Και αυτός απάντησε: «Οι πόλεις δεν έχουν ψυχές και ποτέ δεν υπάρχει ζωή στα τούβλα».
Και ενώ του είπα: «Κύριε, είπατε την αλήθεια».
Και έκανα την ίδια ερώτηση σε έναν άλλον άντρα, και αυτός σου έδωσε την ίδια απάντηση και τον ευχαρίστησα για την ευγένεια του. Και είδα έναν άντρα με μια πιο λεπτοκαμωμένη κορμοστασιά, που εί­χε μαύρα μαλλιά, και στα μαγουλά του κανάλια για να το έχουν τρέχουν μέσα τους δάκρυα και του είπα: «Γιατί το Αντελσπρουτζ είναι τελείως νεκρό και πότε έφυγε η ψυχή του μακριά;»
Και αυτός απάντησε: «Το Αντελσπρουτζ είχε υπερβολικές ελπί­δες. Για τριάντα χρόνια άπλωνε τα χέρια του προς τη χώρα της Ακλα κάθε νύχτα, προς τη Μητέρα Άκλα από την οποία την είχαν κλέψει. Κάνε νύχτα ήλπιζε και αναστέναζε και άπλωνε τα χέρια της προς τη Μητέρα Άκλα. Τα μεσάνυχτα, μια φορά το χρόνο, στην επέτειο εκείνης της τρομερής μέρας, η Ακλα έστελνε κατασκόπους να τοποθετούν ένα στεφάνι στα τείχη του Αντελσπρουτζ. Δεν μπο­ρούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Και εκείνη τη νύχτα, μια φορά το χρόνο, συνήθιζα να κλαίω, γιατί έκλαιγε και η πόλη που με μεγά­λωσε. Κάθε νύχτα ενώ άλλες πόλεις κοιμόνταν το Αντελσπρουτζ καθόταν μελαγχολικό και ήλπιζε, μέχρι που τριάντα μαραμένα στεφάνια μαζεύτηκαν στα τείχη του, και ακόμη οι στρατιές της Ακλα δεν μπορούσαν να έρθουν.
»Αλλά μετά από ελπίδες τόσων χρόνων, και τη νύχτα που πιστοί κατάσκοποι είχαν φέρει το τριακοστό στεφάνι, το Αντελσπρουτζ ξαφνικά τρελάθηκε. Όλες οι καμπάνες χτυπούσαν φρικιαστικά στα καμπαναριά του, αλόγα έτρεχαν ξέφρενα στους δρόμους του, όλα τα σκυλιά ούρλιαζαν, αλλά οι απαθείς κατακτητές ξύπνησαν, στριφογύρισαν στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν ξανά και είδα την γκρί­ζα σκοτεινή μορφή του Αντελσπρουτζ να σηκώνεται, στολίζοντας τα μαλλιά του με τα φαντάσματα των καθεδρικών ναών και να απο­μακρύνεται περπατώντας από την πόλη της. Και η τεράστια σκο­τεινή μορφή που ήταν η ψυχή του Αντελσπρουτζ έφυγε προς τα βου­νά μουρμουρίζοντας και εκεί την ακολούθησα γιατί αυτή δεν ήταν που με μεγάλωσε; Ναι. πήγα μόνος μου στα βουνά, και για τρεις μέρες, τυλιγμένος σε ένα μανδύα, κοιμήθηκα μέσα στις ομιχλώδεις ερημιές τους. Δεν είχα καθόλου φαγητό να φάω, και για να πιω υπήρ­χε μόνο το νερό των βουνίσιων ρυακιών. Τη μέρα δεν με πλησίαζε κα­νένα πλάσμα, και δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά τον ήχο του αέρα, και τα βουνίσια ρυάκια που κελάρυζαν με θόρυβο. Αλλά για τρεις νύχτες άκουγα ολόγυρα στα βουνά τους ήχους μιας μεγάλης πόλης: εί­δα τα φώτα ψηλών παραθυριών από καθεδρικούς ναούς να λαμπυρί­ζουν για μια στιγμή πάνω στις κορυφές, και μερικές φορές το αμυδρό φως φαναριού από κάποια στρατιωτική περίπολο. Και είδα το τερά­στιο ομιχλώδες περίγραμμα της ψυχής του Αντελσπρουτζ να κάθε­ται στολισμένη με τους άυλους καθεδρικούς ναούς της, μιλώντας στον εαυτό της, με τα μάτια της καρφωμένα μπροστά της σε ένα τρε­λό βλέμμα, μιλώντας για αρχαίους πολέμους. Και μέσα στα μπερ­δεμένα λόγια της, όλες εκείνες τις νύχτες πάνω στα βουνά, μερικές φορές υπήρχε η φωνή της κυκλοφορίας, και μετά εκκλησιαστικών καμπάνων, και μετά στρατιωτικών σαλπίγγων, αλλά πιο συχνά υπήρχε η φωνή του κόκκινου πολέμου —και τα πάντα ήταν ασυνάρ­τητα, και αυτή είχε τρελαθεί εντελώς.
»Την τρίτη νύχτα έβρεχε συνεχεία, αλλά εγώ παρέμεινα εκεί για να παρατηρήσω την ψυχή της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Και αυτή κα­θόταν ακόμη κοιτάζοντας ίσια μπροστά της, παραληρώντας -αλλά τώρα η φωνή της ήταν πιο απαλή, υπήρχαν πιο πολλές μελωδίες μέ­σα της, και πότε-πότε κάποιο τραγούδι. Τα μεσάνυχτα πέρασαν, και οι ερημότοποι των βουνών ήταν ακόμη γεμάτοι από τους ψιθύρους της καημένης τρελής πόλης. Και έφτασαν οι μεταμεσονύχτιες ώρες, εκείνες οι κρύες ώρες τις οποίες πεθαίνουν οι άρρωστοι.
»Ξαφνικά αντιλήφθηκα τεράστιες μορφές να κινούνται μέσα στη βροχή και άκουσα τον ήχο από φωνές οι οποίες δεν ήταν της πόλης μου αλλά ούτε και από κάποιον που γνώριζα. Και σύντομα διέκρινα, αν και αμυδρά, τις ψυχές από ένα τεράστιο πλήθος πόλεων, να σκύβουν όλες πάνω από το Αντελσπρουτζ και να το παρηγορούν, και τα φαράγγια των βουνών βρυχήθηκαν εκείνο το βράδυ με τις φωνές πόλεων που είχαν παραμείνει σιωπηλές για αιώνες. Γιατί εκεί κατέφτασε η ψυχή του Κάμελοτ που εδώ και τόσο καιρό είχε λησμονήσει το Ουσκ -και εκεί βρι­σκόταν και το Ίλιον, περιβαλλόμενο από πύργους που ακόμη κατα­ριόταν το γλυκό πρόσωπο της καταστροφικής Ελένης— εκεί είδα τη Βαβυλώνα και την Περσέπολη, και το γενειοφόρο πρόσωπο της ταυρόμορφης Νινευής, και την Αθήνα να θρηνεί τους αθάνατος θεούς της.
»Όλες αυτές οι ψυχές των πόλεων που ήταν νεκρές μίλησαν εκεί­νη τη νύχτα πάνω στο βουνό στην πόλη μου και την κατεύνασαν, μέ­χρι που τελικά δεν μουρμούριζε πια για πολέμους, και τα μάτια της δεν ατένιζαν πια με άγριο ύφος, αλλά έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της και έκλαψε για κάμποσο σιγανά. Στο τέλος σηκώθη­κε, και, περπατώντας αργά και με λυγισμένο το κεφάλι, και στηρι­ζομένη πάνω στο Ίλιον και το Κάρθατζ, κατευθύνθηκε πένθιμα προς τα ανατολικά —και η σκόνη από τις λεωφόρους της στροβιλιζό­ταν πίσω της καθώς αυτή προχωρούσε, μια άυλη σκόνη που ποτέ δεν γινόταν λάσπη παρ' όλη τη δυνατή βροχή. Και έτσι οι ψυχές των πό­λεων την οδήγησαν μακριά, και σιγά-σιγά χάθηκαν από το βουνό, και ο: αρχαίες φωνές έσβησαν στην απόσταση.
»Από τότε δεν ξαναείδα ζωντανή την πόλη μου -παλιά μια φορά συνάντησα έναν ταξιδιώτη που είπε πως κάπου στη μέση μιας τερά­στιας ερήμου βρίσκονται μαζεμένες οι ψυχές όλων των νεκρών πόλε­ων. Είπε πως κάποτε είχε χαθεί σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε νερό, και άκουσε τις φωνές τους να μιλάνε όλη τη νύχτα».
Αλλά εγώ είπα: «Βρέθηκα κάποτε χωρίς νερό σε μια έρημο και άκουσα μια πόλη να μου μιλάει, αλλά δεν ήξερα αν μου μιλούσε πραγματικά, γιατί εκείνη την ήμερα άκουσα τόσα φριχτά πράγματα, και μόνο μερικά από αυτά ήταν αληθινά».
Και ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά είπε: «Πιστεύω πως είναι αλή­θεια, αν και δεν γνωρίζω πού πήγε. Το μόνο που ξέρω είναι πως με βρή­κε ένας βοσκός το πρωί λιπόθυμο από την πείνα και το κρύο, και με μετέφερε εδώ —και όταν έφτασα στο Αντελσπρουτζ ήταν, όπως αντι­λήφθηκες και εσύ, νεκρό».




terranova (Φανταστική Βιβλιοθήκη)

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012




Έκθεσις

Θέμα: Η αξία της αποταμιεύσεως

Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος αντελήφθη με ενάργειαν θαυμαστήν την αξίαν της αποταμιεύσεως. Και την εποχήν εκείνην ακόμη, την σκοτεινήν και πρωτόγονον των σπηλαίων, ο άνθρωπος –μακρυμάλλης, αξύριστος και ακομβίωτος συνήθως! – ημπορεί να μην διέθετε φλουριά Κωνσταντινάτα ή λίρας Αγγλίας (παλαιάς κοπής μάλιστα) ίνα αποταμιεύση και να ευφρανθή η καρδία του, ανεύρισκε άλλα όμως και αποταμίευε. Κόκκαλα και χαϊμαλιά, λίθους –αργότερον και κέραμους ατάκτως εριμμένους-, οδόντας φονευθέντων θηρίων και θήλεα ακόμα που γυρνούσαν ανέστια και αδέσποτα εις διαφόρους περιοχάς προκαλώντας και σκανδαλίζοντας! Με τα τελευταία αυτά μάλιστα, ο άνθρωπος ανέπτυξε και μιαν ειδικήν σχέσιν, πάντα εν τη ευρεία φιλοσοφική και ευγενή θα αποτολμούσα να πω, εννοία της αποταμιεύσεως. Εκ του στατιστικού γεγονότος ότι τα θήλεα ήτο –πάντοτε –υπεράριθμα, ο άνθρωπος εσκέφθη –είχε ήδη ανακεκαλυφθεί η σκέψις εις τους άρρενας βεβαίως μόνον – ότι αποταμιεύοντας δια τας δυσκόλους εποχάς, εποχάς κρίσεως, ΔουΝουΤου και άλλων συγκυριών και θεομηνιών, όσες περισσότερες εκπροσώπους του άλλου φύλου ημπορούσε, τόσο θα ήταν κερδισμένος εις τας συναλλαγάς του με έτερους ανθρώπους της περιοχής αλλά και εκτός αυτής. Παραδείγματος χάριν, με δυο γυναίκας ηγόραζε μιαν αίγαν, με τρεις γυναίκας ηγόραζε έν ίππον!
Αργότερον, ο πεπολιτισμένος λεγόμενος, άνθρωπος, σταμάτησε να εμπορεύεται χυδαία και αγοραία τις γυναίκες του και ήρχισε να τις νυμφεύεται. Έτσι, εξησφαλίσθησαν και αύται και ένιωσαν τρόπον τινα ίσες με τον αυθέντη των. Βεβαίως, εάν ο παλαίων πάντοτε δια τη ζωήν και την επιβίωσίν του πρόγονός μας, ευρισκόταν εις δυσχερή θέσιν, του είχε κλαπεί κάποιο υποζύγιο ή του "εγυάλιζε" μια ωραία και εκπάγλου καλλονής φοράδα, αδιστάκτως επώλει μια εκ των...αποταμιευθεισών γυναικών του, ακόμη και θυγατέρας του εάν έκρινε, ίνα αποκαταστήσει την ζημίαν ή να αποκτήση αυτό που λαχταρούσε η καρδιά του!Εις τους νεώτερους χρόνους, το άθλιον τούτο εμπόριον γυναικών έλαβε τέλος! Και η αρετή της αποταμιεύσεως ηύρε εφαρμογήν εις χρυσίον και άργυρον. Ο λίαν πεπολιτισμένος και εξηυγενισμένος άνθρωπος, ενώ παρέμενε συλλέγων πολλά και όμορφα θήλεα –εκ του υπεραρίθμου αυτών, θυμίζω – έπαψε να αποταμιεύη αυτάς και προτιμούσε χρυσά νομίσματα, τιμαλφή και άλλα συναφή. 
Ο σημερινός άνθρωπος και δη ο έλλην άνθρωπος, δεν έχει να αποταμιεύση τι… όμως οφείλει να γνωρίζει την αξίαν της αποταμιεύσεως… σοφίας, διδαγμάτων και γνώσεως εκ των προγόνων.
Και όταν καλείται να αποφασίσει δια το μέλλον των τέκνων του, των συνανθρώπων του και του εαυτού του, ας ενθυμείται ότι ημπορεί κι εκείνος να βρεθεί κάποια ημέρα σε μοδέρνον σκλαβοπάζαρον… να τον ψάχνουν με χυδαιότητα και αγριότητα στα δόντια και στα αχαμνά του, να εξετάζουν την συνολική του εικόνα και όψη! Και να ανταλλάσσεται αντί ίππου, γαϊδάρων και προβάτων!
Και αν τολμήσει να ανορθώσει ανάστημα θα του κλείσουν βιαίως το στόμα και θα του δείξουν με το δάχτυλο προς βορράν… «τα παράπονά σου εκεί!» και θα πέφτει και η σχετική φάπα!

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012





Οι περιπέτειες ενός σοφού σανυάσιν




1. Οι δύο αδελφές

    Ξημέρωμα ήταν και ο σοφός Τσου-Τσου καθόταν σιμά στο ήσυχο ποταμάκι, παιδί του Γάγγη, καθαρό και βλογημένο και διαλογιζόταν.  Τι όμορφη ώρα, γαλήνια, κανείς δεν διέκοπτε το άγιο έργο.  Κάποια στιγμή, ήχοι από πάφλασμα νερού, ταραχή και φασαρία ενόχλησαν το βύθισμα του γέροντα, άνοιξ' τα μάτια του, σμίξαν τα φρύδια του, πήγε να πει καμιά κουβέντα, ύστερα κρατήθηκε. Έψαξε με το βλέμμα του να ιδεί από που ερχόταν αυτή η κοσμοχαλασιά. Κι είδαν τα μάτια του το θέαμα που δεν έπρεπε να ιδεί κανείς και μοναχός ιδιαίτερα. Δυο όμορφες κοπέλες, θεόγυμνες, πλατσούριζαν χαρούμενα, κακάριζαν και έπαιζαν, απολαμβάνοντας το δροσερό νερό και τα χρυσά τους νιάτα.  Έσκυψε τη κεφαλή ο άγιος, κάτι μουρμούρισε, σηκώθηκε να φύγει. "Κοίτα που με βρήκε ο Μάρα και μούστειλε τις μικρές να με αναταράξουν, φτου!", είπε και μάζεψε τη κουβέρτα του που είχε απλώσει. Ευθύς αμέσως άκουσε όμως φωνή, σάστισε, γύρισε να ιδεί ποιος τον φωνάζει.
    - Ε, άγιε γέροντα, παππού! Μη φεύγεις, κάτσε, θέλουμε να σε δούμε!
    Η μια κοπέλα φώναζε, είχε βγει απ' το νερό κιόλας και πλησίαζε τον γέρο.
    - Κάλυψ' τη γύμνια σου γυναίκα! Μη με ζυγώνεις!, βρυχήθηκε ο Τσου-Τσου και έκλεισε τα μάτια.
    - Έρχομαι, ντύθηκα γέρο κι έρχομαι μαζί και η αδελφή μου.
    Πράγματι, οι δυο αδερφές, ντυμένες, δροσερές, με τις ωραίες κορακάτες πλεξούδες λυτές ακόμα να γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο, τα μάτια όμορφα, τα χείλη κόκκινα, φλογερά.  Λιγνόκορμες, ψηλές, τις έλουζε ο ήλιος και χαιρόταν να τις βλέπει.
    - Τι θέλετε μωρέ κοπέλες, για τις γυναίκες άλλα, όχι αυτά που με στεναχωρούν εμένα. Γάμος, παιδιά και σπίτια, να τι είναι για σας, αφήστε με να φύγω.
    Η πιο μικρή απ' τις αδελφές, γύρισε στον παππού, επίμονη, πεισματάρα.
    - Κάτσε παππού, που πας; Το ξέρουμε, είσαι μοναχός από τα βόρεια μέρη, ψάχνεις μες στα σκοτάδια σου να βρεις το φως που είναι άσβεστο, πάει να πει την μόνη αλήθεια, κείνο που δεν μαραίνει ο χρόνος, κείνο που η Μάγια δεν το πιάνει. Κι εμείς, κοπέλες αλλά όχι κατώτερες από τους άντρες, δικαιούμαστε να ακούσουμε το κάτι τις, να μάθουμε τι υπάρχει και τι όχι.
    Ύστερα, πήρε σκυτάλη η μεγαλύτερη, να μην κρυώσει ο λόγος στ' αυτιά του γέρου.
    - Καλά τα λέει η μικρή γέρο-σοφέ, έτσι είναι κι ακόμα κάτι θέλω να σου πω. Γιατί οι γυναίκες για το σεξ υπεύθυνες να ικανοποιούν τον άντρα; Την τέχνη την ερωτική που οι σούτρες μας διδάσκουν εσείς οι ασκητές έχετε απαρνηθεί, γιατί όμως γέρο; Μπας κι είστε εσείς πιο βλογημένοι από μας τα θηλυκά; Ίδιοι θεοί δεν είναι για όλους;
    Άκουγε τα λόγια ο σοφός, κούναγε το κεφάλι. "Μπελά που βρήκα με τούτες εδώ τις αδερφάδες!", είπε να κάτσει όμως ξανά στον όχτο και να αποκριθεί, δεν ήθελε να φύγει καταδιωγμένος.
    - Μωρέ, κορίτσια είστε εσείς ή σερνικά; Ρωτήματα τέτοια δεν ακούς παρά μονάχα από μουστακεμένα χείλια. Σεις θέλετε να μάθετε λοιπόν γιατί του άντρα διαφορετικός απ' της γυναίκας ο δρόμος; Ανοίξτε αυτιά ν' ακούσετε, μαζέψτε τις πλεξούδες να μην κάτσει η φωνή μου στις τρίχες σας και δεν έμπει στο μυαλό σας. Αν ήμαστουν λοιπόν εσείς κι εγώ τα ίδια, τα σπίτια θα ρήμαζαν, οι δουλειές κατά διαόλου, παιδιά πως θα γινόντουσαν μωρέ; Ο Άγιος Βούδας δίδαξε για όλους μα όπως ο άντρας σπέρνει έτσι η κυρά γεννάει κι όπως ο άντρας αδύνατον να φουσκώσει απ' τη σπορά του νέου γόνου, έτσι η γυναίκα που ασχολείται με τα θεϊκά είναι μισή γυναίκα. Ωραία μαλλιά, κορμιά, καπούλια και άτριχο δέρμα έδωσε σε σας ο Νόμος, οι Θεοί. Στον άντρα έναν προορισμό, να βγει στον κόσμο, να ρωτήσει, να μάθει, να παιδεύεται, να γυρνάει το βράδυ με την τροφή στο στόμα, να την παίρνει η μάνα, το παιδί κι άιντε πάλι απ' την αρχή, δουλειά να μην μας λείπει. Έτσι με την τροφή της σάρκας, έτσι και με τούτη της ψυχής. Σεις πάλι, χτένισμα, βάψιμο, χάδι ερωτικό να αποκοιμιέται ο δαίμονας της σάρκας σαν ξυπνάει. Τι θες, τι τα γυρεύεις, άμα πουν κάτι οι Απάνω, μεις θα σηκώσουμε κεφάλι, οι ασήμαντοι;
    Άκουγαν τα λόγια οι κοπελιές, δείχνανε σκεφτικές, είχαν ρωτήματα. Μίλησε πρώτα η μεγάλη τώρα, άλλαξαν σειρά.
    - Και σεις οι μοναχοί, οι σανυάσιν όπως σας λένε, αφού υπάρχει ο Νόμος, οι Θεοί, τα πάντα ωραία καμωμένα, τι ζητάτε το λοιπόν, γιατί απαρνιέστε τη ζωή, τα ωραία φαγιά, τον έρωτα, τη σπιτική τη ζέστη; Τι ψάχνετε να βρείτε, κουρελήδες, άπλυτοι, γυρνάτε πεινασμένοι, ελεημοσύνες παίρνετε κι όλο εμάς ελέγχετε γιατί' μαστε στις απολαύσεις βουτηγμένοι;
    Πήρε σειρά η δεύτερη, να ακούει ο σοφός να ζαλίζεται.
    - Κι αυτό, όχι μονάχα. Εμάς τις γυναίκες λέτε ότι διάλεξε ο Μάρα να παίρνουμε μορφή δαιμονική, απειλή για σας, μας έχετε ξορκισμένες, βρίζετε άμα μας βλέπετε, να μην σας φύγει ο λογισμός απ' τους θεούς και πάει στη σάρκα. Τι το κακό μωρέ παππού έχει λοιπόν η σάρκα;
    Στέναξε, αργοφύσηξε ο Τσου-Τσου, κατάλαβε. "Με τούτες δεν τα βγάζω εύκολα πέρα. Είναι και δύο, εγώ μονάχος, Πρίγκιπα βόηθα!". Πήρε ανάσα πιο βαθιά, σήκωσε τη φωνή.
    - Βλέπω να μένω ως αργά σ' αυτό το χορτοτόπι, να σας ξηγάω κείνα που ακόμα κι εγώ καμιά φορά σαστίζω να ερμηνεύω. Για βάλτε όμως με το μυαλό, καλόγερο που λέει πως είναι αγνός και αμόλευτος να υποκύπτει στις φτηνές και χαμηλές ορέξεις! Κείνος που αναζητάει γυναίκες, το Ιερό πρέπει να είναι ιερός κι ο ίδιος. Κείνος που ζητάει το Αγνό πρέπει έτσι κι ο ίδιος. Κείνος που κυνηγάει το Πνευματικό, πνεύμα κι ο ίδιος. Γι' αυτό και ο αναχωρητής αγιάζει μακριά, όσο ψηλά καλύτερα, να λαχανιάζει ο δαίμονας, να τα βροντάει κάτω, να γυρίζει πίσω στα δώματα που είναι κουρνιασμένος.
    Σηκώθηκε απάνω η αδερφή η μεγάλη, αγριοκοίταξε τον σοφό, πέταξε την κουβέντα.
    - Εγώ λέω πως όλοι εσείς τεμπέληδες, ανίκανα κορμιά. Ούτε δουλειά, ούτε παιδιά, μονάχα ζήτουλες και έχει ο Βούδας! Σύρε μωρέ γέρο από δω, πάγαινε, μη μας βλέπεις και μολύνεσαι.
    Πετάχτηκε πάνω κι η μικρή, στο ίδιο τέμπο η φωνή της.

   - Έτσι είναι αδελφούλα μου, γέρασε τούτος ο γέρος αποστρέφοντας το βλέμμα απ' της γυναίκας τα μεριά να μην τονε λερώσουν. Λες και δεν είναι ιερό ο άντρας να γίνεται πατέρας και η γυναίκα μάνα. Λες και δεν είναι ιερό το αγόρι άντρας να γίνεται, η κοπελιά γυναίκα. Βλέπεις μωρέ τίποτες ιερό στου γέρου αυτού την όψη; Μονάχα ένα βλέπω εγώ. Υποκρισία, να μας λείπει αυτή!

    Τα μάζεψαν και με δυο δρασκελιές έφυγαν οι γυναίκες. Έμεινε μόνος ο Τσου-Τσου να κουνάει το άσπρο κεφάλι. Κι ύστερα, σηκώθηκε, άκεφος πια, πικραμένος να πάρει πάλι τα δρομιά. "Σήκω τεμπέλη, καλά σε είπε η κοπελούδα, σήκω άθλιε γέρο σε άλλο τόπο να σε δουν, να ρίξουν ξεροκόμματο, να πεις κάποια ωραία λόγια, έμπορας κι εσύ, με άλλη πραμάτεια, σήκω λοιπόν, πάρε τα πόδια σου, καλά σου κάναν σήμερα, δυο θηλυκά σε φέρανε καπάκι!".

***


2. Το Κοέν του τρομερού καλόγερου Τσι-Ρι-Λιο.

    Καθόταν στα σκαλάκια του Ναού ο γερό-σοφός Τσου-Τσου φύσαγε και ξεφύσαγε, η ζέστη τον είχε πειράξει. Γύρα του καμιά εικοσαριά μοναχοί, νέα παιδιά, με μάτια καρφωμένα πάνω του περίμεναν με τ' αυτιά ανοιχτά να ακούσουν τον ωραίο λόγο, μεστό σε γνώση και αφορμή διαλογισμού. Έφερε ένα αμούστακο παλικαράκι, δόκιμο τον είχαν, για αγγαρείες και δουλειές, μια κούπα με δροσερό νερό, έβρεξε τα χείλη του Τσου-Τσου, πήρε τα πάνω του, σβάρνισε με το βλέμμα ένα γύρω τα μοναστηροπαίδια, αναστέναξε. Λίγο πριν βγει η κουβέντα απ' το σοφό του στόμα, ο πιο μεγάλος απ' τα μοναχόπαιδα, είπε στον γέροντα.
    - Σοφέ, σεβαστέ, άγιε γέροντα, με λαχτάρα περιμένουμε ν' ακούσουμε τον μελιστάλαχτο, όλο σοφία λόγο απ' το στόμα σου. Τύχη μεγάλη που σ' έφερε ο δρόμος σου απ' το παμπάλαιο μοναστήρι μας. Κάθε σου λέξη και μια βελονιά στο κέντημα της γνώσης. Κάθε σου φράση και μια σούτρα των Θεών στ' αυτιά μας. Και πριν ακούσουμε τα όσα εσύ θες να μας πεις, ερώτηση έχω, να τολμήσω να την φανερώσω;
    Κατένευσε ο Τσου-Τσου, πήρε το θάρρος το παιδί, συνέχισε.
    - Έχουμε μάθει απ' τα βιβλία γι' άλλες θρησκείες, πέρα στη Δύση γέροντα, μεγάλες ισχυρές. Για δυο κυρίως πλαντάζει ο κόσμος. Η μια ο Χριστιανισμός, του Δάσκαλου Ιησού, η άλλη του Μωάμεθ γέννα, Μουσουλμανισμός λέγεται. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, γιατί ο κόσμος έχει χωριστεί και κομματιάστηκε σε τόσες δοξασίες, μία δεν είναι η Αρχή, αυτή που λέμε Χωρίς Αιτία Αιτία των Όλων; Γιατί να τα μπερδεύουμε έτσι οι ανθρώποι δάσκαλε σοφέ;
    Σήκωσε το κουρασμένο βλέμμα ο ασκητής, κοίταξε το παιδί, θυμήθηκε τα δικά του νιάτα, όλο ρωτήματα κι αυτός τότε, βόγκηξε, πήρε σειρά να μιλήσει.
    - Αχ, καλά μου παιδιά, είστε τυχεροί, το ξέρω, όχι όμως γιατί πάτησα το πόδι μου στο αρχαίο αυτό μοναστήρι -ανάγκη εσείς από ξωμάχους σαν και μένα δεν έχετε. Μα γιατί έχετε δασκάλους άξιους, θρεμμένους με της αλήθειας την τροφή που αμάσητη ακόμα έχετε στο στόμα αλλά λίγο το λίγο κατεβαίνει στης ψυχής τον στόμαχο και θα οδηγηθείτε στο δρόμο το σωστό, χωρίς περιπλανέματα, χωρίς άδικο κόπο. Κι ας έρθω τώρα στο ερώτημα. Να, σαν και τότε, που ήμουνα παιδί κι εγώ, αμούστακο βλασταράκι μοιάζεις κι εσύ και όλοι σας. Όλο γιατί, και πώς και απαντημό έψαχνα από τους πρεσβυτέρους, ας είναι όλοι καλά εκεί απάνω. Το λοιπόν, έτσι όπως κάθομαι μαζί σας και τα λέμε, μού' ρθε στο νου μια ωραία ιστορία να σας πω ένα Κοέν ας πούμε, από τα άγουρα τα δικά μου χρόνια, όταν ο διάσημος Τσι-Ρι-Λιο, ο τρομερός καλόγερος που μ' είχε τότε και με βύζαινε το γάλα της αλήθειας απ' τα μαστάρια του τα πλούσια. Κι ακούστε τι μου είπε ο μακαρίτης. Έχετε τ' αυτιά ανοιχτά, τον νου σας εδώ πέρα;
    Νεύσανε όλα τα παιδιά το 'ναι', γέλασε ο Τσου-Τσου, άρχισε να ιστορεί.
    - Ήταν λοιπόν, που λέτε, ένα πρωινό μαζί στου ουρανού το δάσος, το μυριόδεντρο, κάτω από έναν πλάτανο απειρόχρονο, ξαπλωμένοι οι τρεις τους.  Ο Ιησούς, ο Μωάμεθ κι ο Γκαουτάμα, ο δικός μας. Φίλοι; Όχι δα! Εχθροί; Ούτε κι αυτό, απλά συτντρόφιαζαν πότε πότε, έτσι, πίναν και κανά κρασί, να περνάν οι αιώνες, να μην βαριούνται. Κείνη τη μέρα όμως, ο Προφήτης κι ο Ιησούς είχαν κι οι δυο τους μπόλικα σύννεφα στο λογισμό, δεν τους χωρούσε ούτε ο Ουρανός, λες και δεν είχαν ικανοποίηση από τα έργα τους σαν ζούσαν. Βδοκιμούσαν οι θρησκείες τους, αυγάτιζε το πλήθος των πιστών αλλά αυτοί, εκεί, αμίλητοι, κατσουφιασμένοι. Μονάχα ο δικός μας δεν χαμπάριαζε, στη στάση του λωτού απ' το πρωί ως το βράδυ.
    "Τι έχεις μωρέ Οβραίε και στενάζεις;", έσπασε της σιωπής την ομίχλη ο Μωάμεθ και έριξε το άγριο, μαύρο βλέμμα του στον Ιησού. Ο Γκαουτάμα ακόμα τίποτα, μιλιά.
    "Τι θες να έχω βάρβαρε;", τον αποπήρε ο Ιησούς. "Χύνονται τ'ασκέρια σου στης γης, σφάζουν τα πρόβατά μου, με ρωτάς τι έχω; Είναι θρησκεία μωρέ αυτή που σκαρφίστηκες, να την χαίρεσαι!", είπε ο Ναζωραίος κι άχνιζε η κεφαλή του.
    Πετάχτηκε απάνω ο οξύθυμος Άραβας και έβγαλε τη χατζάρα απ'το χρυσό θηκάρι του. Κι ο Πρίγκιπας, ακόμα τίποτα, έβλεπε, άκουγε, μιλιά.
    "Τι'πες μωρέ γκιαούρη για τους βλογημένους μου;", έκραξε ο Προφήτης και σπίθες βγαίναν απ' τα μάτια του σκίζαν τον αγέρα τ' Ουρανού. "Πόλεμος, δεν το ήξερες; Πόλεμος Ιερός είν' τ' ονομά μου! Τζιχάντ, που πάει να πει, για μένα να τα δίνεις όλα άμα έχεις το θράσος μια μέρα να ανέβεις εδώ πάνω για ν' αράξεις. Πόλεμος κι όχι αγάπες και λουλούδια και νερόβραστα κρομμύδια τα δικά σου!". Γύρισε το βλέμμα ο Ιησούς, τον κοίταξε, δεν έδωσε σημασία.
    "Θηκάρωσε τη χατζάρα σου κι ο πόλεμος είναι στο κεφάλι σου απ' την ώρα που γεννήθηκες, τρελούλιακα! Έκανα τόσο μόχτο μωρέ, σαρκώθηκα, δίδαξα, με κορόιδεψαν, με σπάσανε στο ξύλο να τους λέω 'αγαπάτε αλλήλους', μέχρις σταυρώθηκα, όλα τα πέρασα, έφτυσα αίμα, κι ήρθες εσύ να μου τα κάνεις όλα ρόιδο, τι να σου πω, μεγάλος μπελάς ξεφύτρωσε με την δική σου φύτρα! Φτού!".
    Τ' άκουσε αυτά ο Πολεμιστής, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, πήγε να ρίξει μια στον Ιησού να τον ξεκάνει, ώσπου ακούστηκε η φωνή, η γλυκιά, η γάργαρη, σαν δροσερό νερό του πιο παλιού απ' όλους, του δικού μας, του Άγιου Τιθαγκάτα.
    "Βάλε το ωραίο σου σπαθί Μωάμεθ στο θηκάρι, άφρισες απ' το κακό σου και οι διαλογισμοί μου πήγαν περίπατο. Τσάμπα ο κόπος δηλαδή. Ας έχει. Τι σού' ρθε σήμερα να αρχίσεις τις απειλές στον γλυκό Γαλιλαίο; Δίκιο δεν έχει από τους δυο κανείς σας, αλλά εσύ δεν τρώγεσαι αδελφέ μου! Με το παραμικρό σηκώνεις τη χατζάρα για να μας κάνεις τι; Ξέχασες μωρέ ότι είμαστε αθάνατοι; Έλα λοιπόν, κάθισε πάλι να σε δει η σκιά, να ησυχάσεις. Καλά τα λέω εγώ, ούτε 'αγάπη', ούτε 'μίσος', η γνώση φέρνει την χαρά, την δραπέτευση απ' τον πόνο".
    Άκουσε τα λόγια αυτά ο Προφήτης, έβαλε τη σπάθα στο κρεβάτι της να αράξει, έπεσε κάτω πάλι, οι σπίθες κάνανε φτερά, διαλύθηκαν.
    "Πως έχεις τον τρόπο μωρέ Ινδέ να με καταφέρνεις έτσι, μπράβο σου, σε παραδέχομαι. Να μην κοιτάζω μόνο αυτόν τον άπιστο από δω και μου ανεβαίνει η πίεση. Με σένα δε με νοιάζει, απέχουν οι χώρες μας πολύ, έχει για όλους χώμα να σπείρουμε, αυτός εδώ ο χαζοκούταβος με πολεμάει ακόμα".
    Γύρισε ο Ιησούς το βλέμμα στον Γκαουτάμα, του χαμογέλασε γλυκά.
    "Σ' ευχαριστώ που διέκοψες το ιερό σου έργο Πρίγκιπα και μέρεψες τούτο την ξέφρενη γκαμήλα της ερήμου. Δε λέω, πλανεμένοι είστε κι οι δυο, η αλήθεια Εγώ, εσείς απλές της όψεις, αλλά εσένα πάντα σε αγαπούσα πιο πολύ καλέ Γκαουτάμα. Βασιλικό το αίμα βλέπεις πήρες τρόπους κι αγωγή. Γι' αυτόν εδώ, ας μην τα λέμε. Φίδι της Αραπιάς, φαρμακώνεσαι και που τον βλέπεις μόνο!"
    Τ' άκουσε πάλι αυτά ο Προφήτης, γύρισε στον Γκαουτάμα αλαφιασμένος.
    "Τον ακούς, τον ακούς μωρέ φακίρη; Τι να του κάμω τώρα, πες μου εσύ, τι να τον κάμω; Μια χαψιά; Θα βαρυστομαχιάσω!"
    Και τότε ακούστηκε φωνή από ψηλά, βροντερή σαν χίλιοι κεραυνοί και πέσαν στο χώμα οι τρεις τους κρατώντας τα κεφάλια τους.
    "ΣΚΑΣΤΕ ΜΩΡΕ! Σκάστε πανάθεμά σας! Ούτ' ένα μεσημέρι δεν μπορώ να κοιμηθώ! Μου φαίνεται θα σας ξαναστείλω εκεί χάμω, άιντε, σας βαρέθηκα, τεμπέληδες, κοπρίτες!".
    Ακολούθησε ύστερα άγριο μουγκρητό, μια ανασαιμιά, θύελλα ξεσηκώθηκε που κόντεψε να ξεριζώσει τον μυριοχρονίτη πλάτανο! Πέρασε λίγη ώρα, μέρεψε η κατάσταση. Σηκώθηκε πρώτος απ' το χώμα ο Προφήτης, κοίταξε τον Ιησού, φωτιά τα μάτια του, φωτιά η φωνή του.
    "Συ τα φταις τρελο-σταυρωμένε! Πάω να πιω κανά ρακί στο καπηλειό να μην σε βλέπω και μου' ρχεται σκοτοδίνη!"
    Σήκωσε τις πατούσες του ο Προφήτης, βήματα τεράστια, βαριά, χολωμένα, εξαφανίστηκε.
    Σηκώθηκαν ύστερα κι οι άλλοι δυο. Είπε ο Ιησούς στον Σοφό Γκαουτάμα.
    "Λίγο ακόμα και μ' έβλεπα ξανά εκεί κάτω, ούτε ψύλλος στο κόρφο μου αδελφέ!"
    "Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, παρά τρίχα τη γλιτώσαμε. Τι λες τώρα, πάμε για μια παρτίδα σκάκι;"

***


3. Η καλή πόρνη Κα-Βλο-Ρα-Πα-Νο

    Εκείνη την ημέρα, ο ξακουστός σοφός Τσου-Τσου, πέρναγε από το πανδοχείο του Κα-Ρπα-Ζια. Ένιωσε δίψα ο εσχατόγηρος σοφός και σκέφτηκε να δροσιστεί ολίγον κι ύστερα να συνεχίσει το δρόμο του. Μπήκε στο πανδοχείο του καλόκαρδου Κα-Ρπα-Ζια και εκάθησε πρώτο τραπέζι δίπλα στο μπαρ. Τον είδε ο πανδοχέας, τον πλησίασε.
    - Καλώς όρισες μεγάλε, ξακουστέ σοφέ. Σκλάβος σου, δώσε διαταγή.
    - Νερό ήρθα να πιω, ευγενικέ Κα-Ρπα-Ζια να δροσιστεί το σώμα μου μα βλέπω με κερνάς με τους καλούς σου λόγους δροσερό νερό και για την ψυχή μου. Να' σαι καλά.
    Έφυγε ο Κα-Ρπα-Ζια, επέστρεψε αμέσως με την κούπα το δροσερό νεράκι.
    - Την δροσιά του να' χεις παιδί μου, ευχήθηκε ο γέρων και κατέβασε το νερό με την μία.
    - Τώρα που ήπιες και δροσίστηκες γέροντα, μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι που το στοχασμό μου έχει μπερδέψει;
    - Ο γέρο-σοφός Τσου-Τσου δεν αρνήθηκε ποτέ στους καλούς ανθρώπους. Αν δεν ρωτήσεις δεν μαθαίνεις. Τα γέρικα αυτιά μου σε ακούνε.
    - Φτάσαν και στο χωριό μας τα μαντάτα για μια μακρινή θρησκεία γέροντα, διαφορετική απ' τη δική μας, Χριστιανισμό τη λένε και σαν πανούκλα ξαπλώνεται, έχει σκεπάσει το μισό της Γης. Ξέρεις εσύ σοφέ Τσου-Τσου τι είναι αυτό το πράγμα;
    - Όπως το είπες πανδοχέα περίεργε. Πανούκλα, πανούκλα νέε μου, να προσέχεις!
    Σκοτείνιασε το βλέμμα του αθώου πανδοχέα, μα επέμεινε να μάθει κι άλλα.
    - Συμπάθα με σοφέ, εσύ τα ξέρεις μα εγώ, άνθρωπος με νου φτωχό, θέλω απλά τα λόγια να τα καταπίνω καλύτερα. Πες μου σοφέ, τι λέει αυτή η θρησκεία, γιατί είπες ότι είναι πανούκλα;
    Σήκωσε το κουρασμένο βλέμμα του ο γέροντας, το κάρφωσε ολόισια στον πανδοχέα. Φύσηξε, ξεφύσηξε, αποφάσισε να μιλήσει.
    - Αγάπη, αγάπη λέει αυτή η θρησκεία, λιγόμυαλε Κα-Ρπα- Ζια, αγάπη, αδελφοσύνη, αιώνια ζωή, γι' αυτό σου λέω, πανούκλα, άσε με τώρα, συγχύστηκα!
    Έσκυψε το κεφάλι ο πανδοχέας, έφυγε μουρμουρίζοντας, "αγάπη, αδελφοσύνη, αιώνια ζωή!", κρύφτηκε τελικά πίσω απ' τον πάγκο του.

    Νέα κοπέλα, ελευθερίων ηθών, προκλητικά βαμμένη, είδε τον γέροντα, σκέφτηκε: "για να'ναι γέρος έχει λεφτά, οι νέοι είναι αχαΐρευτοι". Πλησίασε τον κουρασμένο γέροντα κάθισε δίπλα του έχοντας σε θέα κοινή τα ωραία της πόδια.
    - Καλημέρα παππού, του είπε.
    Σήκωσε ο Τσου-Τσου το βλέμμα, είδε το νέο κορίτσι, έστρεψε αλλού το βλέμμα.
    - Σύρε από δω παιδί μου, αλλού να δώσεις την πραμάτεια σου, νερό ήρθα να πιω, μη με πειράζεις!
    Επίμονη η κοπέλα, πεισματάρα, είπε να μη το βάλει κάτω.
    - Ξέρω παππού, φοβάσαι τις αρρώστιες. Μεγάλος άνθρωπος είσαι, δε σε παρεξηγώ. Η Κα-Βλο-Ρα-Πα-Νο όμως είναι καθαρή, με ξέρουν όλοι στο χωριό θα περάσεις μπέικα!
    Είδε και καλοείδε ο γέροντας τα τροφαντά ποδάρια της Κα-Βλο-Ρα-Πα-Νο, έγλειψε τα χείλη του, πάλευε μέσα του.
    - Και πόσο πάει το μαλλί μικρή μου;
    - Ένα ασημένιο και μια ολόκληρη ώρα θα σε ξεβγάλω απ' τους συννεφιασμένους λογισμούς σου, παππούλη, έχε μου εμπιστοσύνη!

    Είδε την σκηνή ο Κα-Ρπα-Ζια, θύμωσε, όρμηξε στην κοπέλα να την φάει.
    - Φύγε από κει βρομιάρα, μαγαρίζεις και τον αγέρα που αναπνέει αυτός ο αγνός 'σανυάσιν', δρόμο σου λέω!
    Τρόμαξε η κοπέλα, σηκώθηκε, είπε κάποια κακή κουβέντα στον πανδοχέα, εξαφανίστηκε.
    - Συμπάθα με σοφέ, τώρα την είδα, αλλιώς δεν θα την άφηνα να σε πλησιάσει.
    - Εντάξει, εντάξει Κα-Ρπα-Ζια, είπε ο σοφός και σηκώθηκε να φύγει μουρμουρίζοντας. "Τι κακό είν' αυτό; Παντού τα ίδια παθαίνω! Κει που πάει να γίνει η δουλειά μπαίνουν οι άλλοι να με 'σώσουν' και άιντε πάλι, εμπρός καλά μου ποδαράκια να πάμε αλλού, που δεν μας ξέρουν για σοφούς, μπας και ιδούμε Βούδα πρόσωπο!".

***


4. Ο καλός φακίρης Κου-Ρα-Μα-Να

    Έφτασε ένα πρωινό σε πολυάριθμη, πολύβουη πολιτεία ο σοφός Τσου-Τσου και περνώντας από πλατεία κεντρική, είδε κόσμο μαζεμένο, φωνές ακούγονταν, κυράδες, ευγενείς κι άλλοι μυριάδες.
    - Όπου μαζεύεται κόσμος πολύς, εγώ από την άλλη!, μονολόγησε ο σοφός γέροντας, μα ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να διασχίσει την πλατεία.
    Στο κέντρο της πλατείας ήταν ένας λιγνόκορμος, μαυριδερός φακίρης κι έκανε πράγματα εντελώς απίστευτα που ο κόσμος είχε κοκαλώσει και κοίταζαν σαν χαζά τα μάτια. Πότε ρουφούσε κάτι τεράστιες σπάθες που νόμιζες ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είχε λάρυγγα αλλά σπηλιά και εξαφανίζονταν οι κάμες, πότε κατάπινε φωτιές θεόρατες και τις έσβηνε μέσα του, πότε αγκάλιαζε δέκα μοχθηρές κόμπρες και τις χάιδευε λες κι ήταν προβατάκια άκακα. Έκατσε και έβλεπε ο Τσου-Τσου και κούναγε το κεφάλι του. Κάποια στιγμή τον γνώρισε ένας ευγενής και τον κάλεσε με τ' ονομά του.
    - Άγιε αναχωρητή, εσύ'σαι, δεν λαθεύω εγώ, καλώς όρισες στην ωραία πόλη μας. Βλέπεις μπροστά σου τον γιόγκι Κου-Ρα-Μα-Να, Ινδός, απ' τα μέρη του Θείου Τιθαγκάτα, πάει να πει άγιος άνθρωπος. Την σάρκα του έχει κάνει λάστιχο, πόνος δεν τον ακουμπάει, οι Ντέβας τον προστατεύουν, τι γνώμη έχεις;
    Φλύαρος πολύ ο ευγενής, κούρασε τον σοφό, αποφάσισε να μιλήσει μπας και τον αποφύγει.
    - Τον βλέπω τον Ινδό, τον βλέπω και στεναχωριέμαι.
    - Μα, γιατί σοφέ; Μήπως επειδή εσύ είναι αδύνατον να κάνεις τα ίδια;
    Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο σοφός, γιόμισε αίμα το κεφάλι του, σπίθες έβγαλαν τα μάτια του, αγρίεψε η φωνή του.
    - Ντροπή μωρέ! Αυτά μωρέ μας δίδαξε ο Γκαουτάμα, να πίνουμε σπαθιά και να γελάει ο κοσμάκης; Πάγαινε από δω άρχοντά μου, σαλτιμπάγκος δεν γεννήθηκα εγώ να φέρνω γέλια με ανταμοιβή λίγες δεκάρες.
    Τα'πε αυτά, ανακουφίστηκε ο σοφός, έκανε να φύγει. Μα αμέσως, ο φακίρης τον είδε, τον γνώρισε και τα παράτησε όλα, πήγε κοντά του
    - Άγιε Τσου-Τσου, τι ευτυχία στα μάτια μου να σε ξαναβλέπω!
    - Φύγε από μπρος μου, αλμπάνη, κόκορα! Κάποτε σε θυμάμαι καλό ασκητή στα θεία βουνά, μήνες νηστικό, φτωχό, στη Ωραία Οδό, στο Διαμαντένιο Δρόμο. Τι άθλια καταντήματα είν' αυτά, όσα έμαθες τα ρίχνεις στα σκυλιά να σε φιλέψουν μια μπουκιά ψωμί;
    - Πάντα ιδιότροπος, πάντα φαρμακερός, χειρότερος από τις κόμπρες που γητεύω. Στάσου, μην παίρνεις φόρα, ένα λεπτό, το θέαμα τελειώνει, καρτέρα με να σου τα εξηγήσω όλα!
    Είπε αυτά ο φακίρης, γύρισε στο πόστο του, συνέχισε τα θαυμάσια. Ύστερα από λίγη ώρα τελείωσε, μάζεψε στο σαρίκι του ό,τι είχε ο καθένας να του δώσει, ο κόσμος διαλύθηκε. Πιο κει, ο Τσου-Τσου, περίμενε, μέσα του βαθιά αγαπούσε τον Ινδό, τον ήξερε από χρόνια. Μάζεψε ο Ινδός την πραμάτεια του, έκλεισε τα κοφίνια με τα ιερά τα φίδια και ήρθε κοντά στον γέρο.
    - Όσα που κάνω για ωραίο σκοπό γέρο Τσου-Τσου. Όλα μου τα είπε ο Πρίγκιπας, ο Άγιος Βούδας! Έχει σκοπό στο νου Του! Άκουσε τη βλαστήμια ο σοφός, πετάχτηκε, αλαφιασμένος πάνω.
    - Σκάσε μωρέ, κλείσε το στόμα σου θεομπαίχτη! Βάζεις στις λέξεις σου τ' όνομα Εκείνου για να βλογήσεις τις άθλιες πράξεις σου!
    - Μη λες πολλά σοφέ μου, ηρέμησε, δεν τέλειωσα ακόμα. Σου' πα, έχει σκοπό στο νου Του. Πριν χρόνια, στο δάσος το αγιασμένο ήμουνα, διαλογιζόμουν στ' άκρα της αντοχής μου κι ακόμα παρά πέρα και μ' επισκέφτηκε ένα βράδυ στον ύπνο μου ο Γκαουτάμα, ταράχτηκα άγιε σοφέ, καταλαβαίνεις. Ήτανε όμορφος, ολόφωτος, πάνω σε χιλιοπέταλο λωτό, αλλά πολύ θλιμμένος.
    - Γιατί μωρέ να' ναι θλιμμένος ο Πρίγκιπας; Κει πέρα που είναι δεν υπάρχει θλίψη.
    - Θλιμμένος, άκου που σου λέω σοφέ. Και το γιατί μπορεί να σε παραξενέψει. Εμφανίστηκε λέει πρόσφατα στη Δύση νέα θρησκεία. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ την ίδρυσε, έχεις ακούσει;
    - Λες να μην ξέρω; Και λοιπόν;
    - Είναι μεγάλη, ωραία η ιστορία σοφέ, κι άκου πως έχει.
    Κόντρα στην κόντρα βρίσκονταν εκεί στων Ντέβα την χώρα ο Ιησούς με τον δικό μας και όλο καβγάδες και εντυπωσιασμούς. "Εγώ ίδρυσα θρησκεία μεγάλη, χιλιάδες, αμέτρητοι με προσκυνάνε", έλεγε και ξανάλεγε στον Ιησού, εκείνος έσκαγε, πλάνταζε, ο νους του δεν το χώραγε ότι είναι πίσω απ' τον δικό μας.
    - Ποιος στα' πε αυτά μωρέ ονειροπαρμένε;
    - Ο ίδιος ο Ιδρυτής σου λέω, σώπα!
    - Συνέχισε λοιπόν.
    - Βάλαν μια νύχτα το λοιπόν το στοίχημα. "Κι εγώ θα ιδρύσω θρησκεία χοντροκοιλαρά, καλύτερη απ' τη δική σου. Περισσότεροι οπαδοί σε μια μου λέξη απ' όσους έχεις συ ως σήμερα θα κάνω!", περηφανεύτηκε ο Ιησούς. "Πάει το στοίχημα;" την μπήκε στον δικό μας. "Πάει, κανέναν δεν φοβάμαι", απάντησε ο Πρίγκιπας κι ο Ιησούς σαρκώθηκε, τον γέννησε κάποια Μαρίκα σε στάβλο της Βηθλεέμ, έτσι νομίζω είναι τα ονόματα. Κι αργότερα, σαν σπούδασε, έμαθε, έπηξε το μυαλό του, σύρθηκε, βρήκε μαθητές, δίδαξε τα δικά του και ύστερα...
    - Τι έγινε ύστερα μωρέ, να δω τι θ' απαντήσεις.
    - Έβαλε και τον σταύρωσαν οι Ρωμαίοι, να δούνε όλοι πως ο Γιος του Θεού πεθαίνει για τους ακαμάτηδες τους ανθρώπους. Πέθανε και τον θάψανε που λες. Μετά τρεις μέρες όμως, έκανε κάτι που ούτε ο πιο καλός φακίρης δεν έχει καταφέρει. Έδιωξε τη πόρτα του τάφου του, αναστήθηκε θα πει, και εμφανίστηκε με σάρκα και οστά ξανά στους μαθητές του!
    - Τι σόι βλακείες είναι αυτές που λες βρε άμυαλε βλαμμένε; Σαν γίνει η σάρκα χώμα πάει, η ψυχή μονάχα, το Ατμα δηλαδή υπάρχει και γυρνάει πίσω, στα χωράφια των Θεών. Κι άντε ξανά, σαρκώνεται, να γυρνάει ο Σαμσάρα, έτσι τα ξέρουμε τα άλλα είναι αιρέσεις.
    - Κι όμως καλέ μου κι άγιε σανυάσιν, έτσι έγινε, όπως στα λέω. Κόσμος πολύς, χιλιάδες πίστεψε λοιπόν, αυτός είναι ο Θεός ο γνήσιος, οι άλλοι ψεύτικοι, μπακιρένιοι. Και ο Σάκια-μούνι έφριξε, είδε το στοίχημα πως πάει να χάσει και διάλεξε χίλιους άγιους, από πενήντα χώρες να κάνουν πράγματα πολλά, περίεργα, θαυμαστά να μπει η καρδιά των οπαδών στη θέση της.
    - Γι' αυτό μωρέ τα κάνεις όλα αυτά; Αλήθεια λες ή γεννάει ο νους σου ανοησίες;
    - Γι' αυτό Τσου-Τσου, κι έλα μαζί μου, μάθε την τέχνη να υπηρετήσεις κατά το σωστό τον Ωραίο Πρίγκιπα.
    Αυτά είναι όσα γίναν κείνη την σημαδιακή μέρα και από τότε ο σοφός Τσου-Τσου ακολουθεί τον θαυμαστό φακίρη και από αναχωρητής με κούπα και μαγκούρα έγινε βοηθός, κρατάει τα κοφίνια, πλένει τα ρούχα, μαζεύει τα δεκάρικα που ρίχνουν οι αφεντάδες.
    Άγιε Γκαουτάμα, ευλογημένο το όνομά σου!

***

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012



ANNE SEXTON




Μετά το Άουσβιτς*
(Μετάφραση Ιωσήφ Βεντούρας)

Η οργή
μαύρη σαν τσιγκέλι
με κυριεύει
Κάθε μέρα
κάθε ναζί
έπαιρνε στις 8 π.μ. ένα μωρό
και το τσιγάριζε για πρωινό
στο τηγάνι
Κι' ο θάνατος  τον κοιτά  με αδιάφορο μάτι
και σκαλίζει τη βρώμα στο νύχι του
Ο άνθρωπος είναι διάβολος
Φωνάζω
Ο άνθρωπος είναι λουλούδι
που θα έπρεπε να καεί
Φωνάζω
Ο άνθρωπος είναι πουλί γεμάτο λάσπη
Φωνάζω
Κι' ο θάνατος  τον κοιτά  με αδιάφορο μάτι
και ξύνει τον πρωκτό του
Ο άνθρωπος με τα ρόδινα ακροδάκτυλα
με τα θαυμαστά του δάχτυλα
δεν είναι  ναός
αλλά αποχωρητήριο
φωνάζω
Να μη ξανασηκώσει ο άνθρωπος το φλυτζάνι του
Να μη ξαναγράψει ο άνθρωπος βιβλίο
Να μη ξαναφορέσει ο άνθρωπος το παπούτσι του
Να μη ξανασηκώσει τα μάτια του
μια τρυφερή νύχτα του Ιούλη
Ποτέ Ποτέ Ποτέ Ποτέ Ποτέ
Βροντοφωνάζω
Παρακαλώ το Θεό να μην ακούσει.       

* Το ποίημα γράφτηκε μετά την επίσκεψη της Sexton στο Άουσβιτς.


After Auschwitz 

Anger,
as black as a hook,
overtakes me.
Each day,
each Nazi
took, at 8: 00 A.M., a baby
and sauteed him for breakfast
in his frying pan.
And death looks on with a casual eye
and picks at the dirt under his fingernail.
Man is evil,
I say aloud.
Man is a flower
that should be burnt,
I say aloud.
Man
is a bird full of mud,
I say aloud.
And death looks on with a casual eye
and scratches his anus.
Man with his small pink toes,
with his miraculous fingers
is not a temple
but an outhouse,
I say aloud.
Let man never again raise his teacup.
Let man never again write a book.
Let man never again put on his shoe.
Let man never again raise his eyes,
on a soft July night.
Never. Never. Never. Never. Never.
I say those things aloud.
I beg the Lord not to hear. 

Πηγή: Poeticanet http://poeticanet.com/index.php