Κυριακή 22 Μαΐου 2011




του π. Ν. Λουδοβίκου

Ι Πριν καλά - καλά τελειώσει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο σημαντικός Άγγλος συγγραφέας C . S . Lewis εξέδωσε, το 1944, το μυθιστόρημα του Perelandra , θέλοντας να διηγηθεί ξανά την ιστορία του Κήπου της Εδέμ. Η Perelandra είναι ένας άλλος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, αυτός που οι γήινοι αποκαλούν Αφροδίτη, και είναι όμως απολύτως κατοικημένος από λογικά όντα τα οποία, όμως, μαζί με τον πλανήτη τους ζουν -ω του θαύματος- μέσα στον παράδεισο, όπως ακριβώς μας περιέγραψε τον τελευταίο ένας Αυγουστίνος ή ένας Μ. Βασίλειος: πλήρης αρμονία, γαλήνη και αφθαρσία παντού, απόλυτη απουσία πόνου, ασθένειας, θλίψεων και αγωνιών, ευτυχία απερίσταλτη και αδιατάρακτη. Ο Θεός (τον οποίο στον πλανήτη αυτό αποκαλούν Maledi ) θα αποστείλει εκεί έναν γήινο σοφό (ο οποίος στο μυθιστόρημα είναι μάλιστα πανεπιστημιακός καθηγητής) ονόματι Ransom (λέξη που στα αγγλικά σημαίνει την απολύτρωση), για να πληροφορήσει τους αθώους κατοίκους για τον κίνδυνο του κακού τον οποίο στο βιβλίο αντιπροσωπεύει ο Weston , ένας δαιμόνιος γήινος, που οπλισμένος αντιμετωπίζει τους κατοίκους του πλανήτη όπως ένας άποικος τους αγαθούς ιθαγενείς, θέλοντας να τους διαφθείρει και στη συνέχεια να τους υποτάξει (δεν είναι τυχαίο δε πως το όνομά του προέρχεται από την λέξη West - την Δύση).

Ό Ransom , μόλις βρίσκεται στην Perelandra , συγκλονίζεται: διαπιστώνει αμέσως πως οι αισθήσεις του λειτουργούν διαφορετικά, πολύ βαθύτερα και καθαρότερα, ο νους του γαληνεύει απροσδόκητα, το σώμα του ελαφρώνει. Ποτέ δεν ένοιωσε τη γεύση, την ακοή του και την όραση του τόσο ζωντανές, ενώ πλήρης αφοβία τον καταλαμβάνει· τα άγρια ζώα είναι φίλοι παιγνιώδεις. Κατάπληκτος και συγκλονισμένος συναντά την Εύα της Perelandra , την Κυρία ( Lady ), όπως αποκαλείται στο βιβλίο, χωρίς διόλου να σοκάρεται με την γυμνότητα της. «Έρχομαι εν ειρήνη», την χαιρετά τραυλίζοντας. «Και τι θα 'πει ειρήνη;», του απαντά εκείνη. Μη έχοντας ποτέ γνωρίσει το κακό, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα. Όπως τα πολύ μικρά παιδιά, όλη η ζωή της είναι αυτή η «ειρήνη» - τίποτε άλλο δεν γνωρίζει...

Θ' αφήσω κατά μέρος την εξέλιξη της πάλης μεταξύ καλού και κακού, που συνιστούν την συνέχεια του μυθιστορήματος (όχι φυσικά προτού σάς διαβεβαιώσω, για να μην αγωνιάτε, πως η έκβαση της υπήρξε αίσια), για να σχολιάσω αυτόν τον μικρό διάλογο λίγο περισσότερο και να εισέλθουμε έτσι στο θέμα μας.

Παρά την αναμφισβήτητη λοιπόν ευτυχία των κατοίκων της Perelandra , ο Ransom - Λυτρωτής γήινος φαίνεται να ξέρει πολύ περισσότερα από αυτούς, μ' όλα τα βάσανα και την αλλοτρίωση του. Οι ευτυχισμένοι αυτόχθονες του διαπλανητικού Παραδείσου είναι πράγματι εντελώς ανυπεράσπιστοι μπροστά στην άλλη όψη του Είναι - Αγαθού, απέναντι, εννοώ, στο Μηδέν - Κακό, το οποίο ωστόσο, παρ' όλο που δεν «είναι », είναι απολύτως πραγματικό, δρα υποδόρια και αποτελεσματικά, απειλώντας να καταστρέψει –στ' αλήθεια!- το παν. Γι' αυτό ακριβώς άλλωστε ο Θεός αποστέλλει τον Λυτρωτή - Προφήτη Ransom σ' αυτούς (και δεν διαλέγει προς τούτο έναν από δαύτους): είναι η γνώση του Μηδενός ή του Κακού, αν θέλετε, που καθιστά ικανό τον γήινο σοφό να διαφυλάξει το Είναι - Αγαθό. Αυτό σημαίνει όμως πως το κακό είναι υπαρξιακά και οντολογικά αναπόφευκτο; Πως είναι μια προϋπόθεση του Αγαθού κατ' ανάγκην; Πως ανήκει, θα ‘λέγαμε τολμηρά, στο είναι του Αγαθού (επομένως και του θεού!); Τελικά το κακό ανήκει στο Είναι των όντων, κι αν όχι που ανήκει;

Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια πρώτη απάντηση, διατρέχοντας την φιλοσοφική και την θεολογική παράδοση και καταλήγοντας στη μοντέρνα Γενετική, της οποίας οι αναζητήσεις συνδέονται παράδοξα με τις παραπάνω παραδόσεις.

ΙΙ Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διάκριση Καλού και Κακού διατρέχει με πολλές μορφές την αρχαία ελληνική σκέψη. Ο φόβος του χάους, της αμετρίας, της Ύβρεως, του μη-όντος κατατρέχει βαθιά τον αρχαίο Έλληνα, γι' αυτό και ήδη στους Προσωκρατικούς όλες o ι οντολογικές έννοιες περί του Όντος -και τέτοιες είναι όχι μόνον ο ηρακλείτειος Λόγος ή ο αναξαγόρειος Νους ή ο πυθαγόρειος αριθμός ή το παρμενίδειο Όν, αλλά και το Άπειρο του Αναξίμανδρου και η Φιλότης του Εμπεδοκλή και το αντίθετο του κενού φυσικό άτομο του Λεύκιππου και του Δημόκριτου (Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, θεολογική Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Βιβλίο 1, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σ.σ. 31-138) - αντιπαραθέτοντας σ' αυτό ακριβώς το μη Όν το οποίο με διάφορες μορφές, όπως είπαμε παραπάνω, εκφράζει στο ηθικό πεδίο το Κακό. Πολύ περισσότερο στον Πλάτωνα, στου οποίου το έργο το Κακό. συνδέεται [είτε ως άγνοια και απουσία φρονήσεως (Πρωτ. 355 e ), είτε ως νόσος της ψυχής (Σοφιστ. 228 e ), είτε ως πτώση της ψυχής απ' τον υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος 246 e ), είτε ως κατά φύση κακότητα της ύλης στον Τίμαιο (42 e )] με την απάτη και το ξεγέλασμα αυτού του ψεύτικου κόσμου. Ο οποίος, όπως το βλέπουμε στο μύθο του Σπηλαίου «της Πολιτείας», αδυνατεί να στραφεί προς τον επουράνιο Ήλιο του Αγαθού, και τον κόσμο των Ιδεών (ό.π. σ.σ. 159-177).

Μη ον το Κακό και στον Αριστοτέλη (Μετ. VIII , 9,1051α), αφού δεν ανήκει στον κόσμο των πραγματικοτήτων, ενώ στον Πλωτίνο το Κακό ταυτίζεται εν τέλει με την ύλη (Ενν. 1,8,3), αφού αυτή είναι τόσο απομακρυσμένη από το Εν/Αγαθό, το οποίο είναι ωστόσο η μακρινή πηγή της. Ως οντολογική αρχή το Κακό θα εμφανισθεί κατ' ουσίαν μόνον στον Μανιχαϊσμό, την ιουδαιοχριστιανίζουσα αυτή ανατολική διαρχική αίρεση, η οποία θέτει δύο ακριβώς αρχές στο Σύμπαν, αντιμαχόμενες μεταξύ τους. Εδώ κομμάτια ολόκληρα του κόσμου είναι κακά, φτιαγμένα από το Κακό, ενώ άλλα -τα πιο πνευματικά- είναι φτιαγμένα από το Καλό και η μεταξύ τους συμφιλίωση είναι αδύνατη.

III Όσον αφορά τώρα στη χριστιανική θεολογία, η θέση τόσο της ανατολικής - ελληνικής όσο και της δυτικής - λατινικής παράδοσης φαίνεται κατ' αρχήν ταυτόσημη και προς αυτήν της αρχαίας φιλοσοφίας. Έτσι ο Ωριγένης από τη μια μας βεβαιώνει ( De Princ . II , 9, 2 · In Joh . 4, II , 17) πως ο Θεός δεν είναι ο Δημιουργός του κακού (με κ μικρό πλέον, αφού μόνον ο Θεός συνιστά το όντως Είναι) και πως αυτό δεν διαθέτει μια δική του υπόσταση ή ζωή ή ουσία -υφίσταται ως άρνηση του αγαθού, μία ιδέα που θα συναντήσουμε πολλές φορές στη Δυτική σκέψη μέχρι τον Έγελο. Ο Αυγουστίνος από την άλλη (π.χ. Conf . Ill , 7,12) μας βεβαιώνει παρομοίως ότι το κακό δεν υπάρχει ως ένα μεταξύ των όντων, αλλά συνίσταται ως άρνηση του αγαθού, privatio boni . Είναι μια απλή απουσία του αγαθού, της οποίας φυσικά δεν είναι δημιουργός ο Θεός ( De quaest . 83, 24). Με τον Αυγουστίνο ωστόσο αρχίζει μια σειρά μεγάλων προβλημάτων περί το κακό, τα οποία ταλανίζουν Δύση και Ανατολή μέχρι σήμερα. Θα καταλάβετε τι εννοώ όταν σας αναφέρω πως ο Αυγουστίνος είναι αφενός εκείνος ο οποίος συνέδεσε το κακό με το περίφημο, όπως ονομάσθηκε από τον ίδιο κατά το έτος 396, «Προπατορικό Αμάρτημα», το οποίο γι' αυτόν είναι ένα ιστορικό γεγονός, όπως η άλωση της Τροίας ή o ι Περσικοί πόλεμοι – πράγμα διόλου αυτονόητο για την ελληνική πατερική παράδοση ωστόσο. Τώρα λοιπόν είναι η αμαρτία που «γεννά» το κακό και όχι αντίστροφα. Για να καταλάβετε τη διαφορά, θα πω πως για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, για παράδειγμα, αιτία του κακού είναι η εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου -υφίσταται, δηλαδή, όχι μόνον μια φορά προς το Είναι αλλά επίσης και μία άλλη προς «απογένεσιν», όπως λέγει, των όντων- το κακό είναι θεμελιωδώς μια φθορά του είναι και όχι ένα «ηθικό» γεγονός. Έτσι, ενώ για τον Αγ. Μάξιμο (ή τον Μ. Αθανάσιο) είναι ακριβώς ο πρωταρχικός σπόρος του μηδενός μέσα στα σπλάγχνα του όντος που γεννά την δυνατότητα της αμαρτίας και συνεπώς του κακού, εάν και εφόσον ενεργοποιηθεί απ' την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, στον Αυγουστίνο είναι, αντίστροφα, η ηθική απόφαση δύο ανθρώπων (του Αδάμ και της Εύας) που γεννάει το κακό (μ' όλη την ένοχη του - ο Αυγουστίνος είναι ο πατέρας της ενοχής στη Δύση). Αυτό έχει μια πελώρια συνέπεια στο επίπεδο της οντολογίας. Θεωρήθηκε απ' τον Αυγουστίνο, μ' όλα αυτά, πως το κακό «εφευρέθηκε» απ' τον άνθρωπο (με την συνδρομή βεβαίως του διαβόλου, του οποίου η θέση ωστόσο δεν είναι αρκετά ισχυρή, διόλου παράδοξα στο αυγουστίνειο έργο), η δε εφεύρεση αυτή φανερώνει μια πλήρη και ηθελημένη καταστροφή της φύσης του. Με την εφεύρεση δηλαδή αυτή ο άνθρωπος έδειξε πως η φύση του, ενώ πλάστηκε αθώα και καλή απ' τον Θεό, έγινε ηθελημένα κατ' ουσίαν κακή -και μάλιστα η γυναικεία φύση. Διότι η γυναίκα, προτού ήδη συναντήσει το Φίδι - Διάβολο, είχε ήδη εντός της την δίψα της δύναμης και την αυθάδεια της εύκολης ισοθεΐας, στις οποίες παρασύρει δόλια και τον Αδάμ, αποδεικνύοντάς τον όμοιό της. Μ' απλά λόγια, κατά την αυγουστίνεια θεολογία, ο άνθρωπος δεν είναι κακός επειδή ηθελημένα ή κατόπιν απάτης μετέχει και αφήνεται στην ενεργούμενη ήδη κοσμική φθορά, αλλά εφευρίσκει αυτός ο ίδιος την φθορά στην φύση του την ίδια. (Δεν αγνοώ πως είναι δυνατόν και στους Έλληνες Πατέρες να βρούμε παρεμφερείς θέσεις, θεωρώ όμως πως αυτές δεν κυριαρχούν θεωρητικά στην πατερική παράδοση, όντας μάλλον κηρυγματικού χαρακτήρα). Έτσι γεννιέται η ιδέα της κληρονομικής ενοχής, καθώς και αυτή του απολύτου προορισμού. Καθώς η φύση του ανθρώπου είναι απολύτως πλέον διεστραμμένη, ο άνθρωπος αδυνατεί ν' αναζητήσει πράγματι τον θεό και τη Χάρη Του -αυτή η τελευταία μπορεί να είναι μόνον ένα αναγκαστικό και αναντίστατο (ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί εδώ, χαρακτηριστικά τη λέξη irresistible ) δώρο του Θεού σ' αυτούς που Εκείνος, για άγνωστους λόγους, επιθυμεί. Οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένη μάζα - massa damnata . Με τον τρόπο όμως αυτό ελάχιστα γίνεται λόγος περί ελευθερίας στον άνθρωπο. Πράγματι, η ανθρώπινη ελευθερία έχει ελάχιστη σημασία εδώ. 'Ή μάλλον δεν υπάρχει καν ελευθερία ως εκλογή αλλά ως αναγκαστική αποδοχή της αναντίστατης χάρης του Θεού.

IV Ανακεφαλαιώνω: ενώ όλη η αρχαία φιλοσοφία και η χριστιανική θεολογία (πλην του Μανιχαϊσμού) συμφωνούν κατ' ουσίαν για το ότι το Κακό είναι απλώς άρνηση του Αγαθού, με τον Αυγουστίνο ο άνθρωπος γίνεται αιτία του κακού, γινόμενος έκτοτε κακός στην ίδια την φύση του -τώρα η κακότητα και η ενοχή της κληρονομούνται, μαζί φυσικά με την καταδίκη τους. Έτσι, ενώ για τον άγιο Ειρηναίο Λυώνος, για παράδειγμα, οι πρωτόπλαστοι αμαρτάνουν άθελα τους και λόγω πνευματικής ανωριμότητας, στον Αυγουστίνο η αμαρτία είναι έκφραση προϋπάρχουσας συνειδητής φυσικής διαστροφής ( pervertio ). Και είναι αδύνατον φυσικά στο σημείο αυτό να περιγράψω τον φόβο και την ενοχή που δημιούργησαν στους αιώνες θέσεις σαν κι αυτές, μαζί με τον συνεχή πειρασμό της κατηγορίας κατά του Θεού του ίδιου, ο Οποίος δημιούργησε μια ανθρώπινη φύση τόσο εύκολα και τόσο βαθιά και μόνιμα διαστρεφόμενη. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα «αμαρτωλό αυτόματο», είναι αδύνα­τον να μην αμαρτήσει, διότι η αμαρτία και το κακό έχουν γίνει μέρος της φύσης του. Μόνο η ανεξιχνίαστη επέμβαση του Θεού μπορεί να σταματήσει το δράμα αυτό και καμιά απολύτως αγαθή ανθρώπινη προαίρεση ή προσπάθεια. Ο Θεός συνεργάζεται ίσως με την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά αποφασίζει μόνος Του, ανεξάρτητα απ' αυτήν. Oι θέσεις αυτές παρέμειναν στην Δυτική θεολογία ισχυρές, παρά την μεγάλη στροφή την οποία επεχείρησε ο άλλος μεγάλος της Δύσης, ο Θωμάς Ακινάτης, αποδίδοντας, όπως οι Έλληνες Πατέρες, και αυτός την αιτία του κακού στην κτιστότητα και την τρεπτότητα των όντων και όχι στο Προπατορικό Αμάρτημα. Την ίδια εποχή η Ελληνική Πατερική θεολογία έχει αποκρυ­σταλλώσει τις θέσεις της για την αιτιολόγηση του κακού, μ' έναν τρόπο τον οποίο θα μπορούσαμε σχηματικά ν' αποδώσουμε ως έξης, με βάση τα όσα ήδη είπαμε. Οι αιτίες λοιπόν του κακού είναι εδώ κυρίως τρεις: Πρώτη είναι το ίδιο το γεγονός της κτιστότητας και της εκ του μηδενός δημιουργίας, γεγονός που καθιστά τη φύση των όντων «ευόλισθον» προς το απόλυτο Μηδέν απ' το οποίο προήλθαν, ειδικά αν ο άνθρωπος θεωρεί την ύπαρξή του αυτάρκη και μη δεομένη θείας Βοηθείας και χάριτος. Δεύτερη αιτία του κακού είναι η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, ο οποίος, ως πρόσωπο, αμαρτάνει ή σφάλλει σηκώνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη των επιλογών του: η διαστροφή ή καταστροφή της φύσης του ανθρώπου και του κόσμου είναι ένα απλό επιφαινόμενο της λαθεμένης του επιλογής, είναι ένα γεγονός συνεπώς μη μόνιμο αλλά θεραπευόμενο (ήδη σιγά-σιγα από τώρα και τελείως, στα έσχατα) με την αλλαγή και μόνο της θέλησης του ανθρώπου. Και τρίτη αιτία του κακού, συνδεόμενη μάλιστα αρκετά με τις δύο πρώτες, είναι το γεγονός πως ο κόσμος δεν συγκροτείται ως «μονόλογος» του Θεού αλλά ως «διάλογος» Του με τον άνθρωπο. Για κάθε αγαθή βούληση του θεού, λοιπόν, χρειάζεται μια εξίσου «αγαθή» απάντηση του ανθρώπου. Αν η τελευταία λείπει, η πρώτη ακυρώνεται. Ο Θεός αδυνατεί να κάνει άμεσα το καλό αν ο άνθρωπος το αρνείται. Το κάνει τότε ακριβώς έμμεσα κι αυτό σημαίνει αξιοποιώντας το παραγόμενο κακό προς υπεράσπιση και άμυνα του αγαθού, όπως ακριβώς με τον Ransom , τον μυθιστορηματικό ήρωα με τον οποίο ξεκινήσαμε. Ο Ransom παραχωρήθηκε να περάσει, αρκετά επώδυνα, απ' το κακό, είναι όμως ο καλύτερος τώρα πλέον υπερασπιστής του αγαθού -αυτός και όχι οι πανευτυχείς και ακακοποίητοι κάτοικοι της Perelandra , οι οποίοι, ακριβώς λόγω της παραδείσιας ευτυχίας τους, αδυνατούν παραδόξως να διακρίνουν το κακό πίσω απ' τη δολιότητα του πανούργου Weston , όπως ακριβώς άλλοτε συνέβη με τον Όφι και την Εύα της διήγησης της βιβλικής Γενέσεως. Το ότι ο Ransom παρά τη γνώση του Κακού επιθυμεί το Αγαθό και το υπερασπίζεται μέχρι θανάτου, σημαίνει ακριβώς πως, αντίθετα απ' τον Αυγουστίνο, το κακό δεν ανήκει στη φύση του ανθρώπου, δεν διαστρέφεται ο άνθρωπος καθ' ολοκληρίαν, αλλά ανάλογα με την ελεύθερη κλίση της προαίρεσής του μπορεί να αναδείξει όλη την έμφυτη αγαθότητα της φύσης του, η οποία εικονίζει άλλωστε την αγαθότητα του θεού του ίδιου. Για την πατερική άλλωστε παράδοση, το κακό είναι κάτι στο οποίο υπόκειται ο άνθρωπος, ακόμη και όταν το πράττει –δεν το εφευρίσκει εξ ου και η απουσία ηθικισμού ή νομικισμού στους Έλληνες Πατέρες. Ο άνθρωπος πάσχει το προκτισιακό μηδέ , όταν δεν μετέχει στη Χάρη του Θεού: αυτό είναι το μυστήριο του κακού.

Είναι λάθος, εξάλλου, το να θεωρείται πως η βιβλική περί του κόσμου έκφραση του Θεού, ως «καλού λίαν», αναφέρεται στην «αρχή» του κόσμου. Πρόκειται για έκφραση εσχατολογική, αναφερόμενη στην εσχατολογική τελείωση του κόσμου, κατά την πατερική τουλάχιστον παράδοση, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (βλ. η Ευχαριστιακή Οντολογία, Δόμος, Αθήνα 1992). Η έκφραση αυτή σημαίνει οπωσδήποτε και την τελική υπέρβαση του θανάτου, ο οποίος σαφώς φυσικά προϋπήρχε της δημιουργίας του ανθρώπου - διαφορετικά ο κόσμος και ο άνθρωπος θα ήταν, κατά φύση και αναγκαστικά, απ' την αρχή τους θεοί. Ο θάνατος προϋπήρχε, ως συνέπεια ακριβώς, όπως είπαμε, της εκ του μηδενός δημιουργίας, χωρίς φυσικά ν' ακυρώνεται η προοπτική υπέρβασης του κατά χάριν και όχι κατά φύσιν - διαφορετικά (αν ο Αδάμ δηλαδή δεν γνώριζε τίποτε περί θανάτου) δεν θα είχε νόημα η προειδοποίηση του Θεού προς αυτόν πως «θανάτω αποθανείσθε», μετά την τυχόν βρώση του απαγορευμένου καρπού.

Στον Αδάμ γίνεται η οντολογική πρόταση για υπέρβαση του θανάτου από μέρους του θεού (και όχι μια πρόταση για ηθική επιλογή)· είναι ο Αδάμ το ον το οποίο ορίζεται θα λέγαμε υπαρξιακά απ' την πρόταση ακριβώς αυτή του Θεού προς αυτό να γίνει, εν ελευθερία, δι' αυτού η είσοδος αυτή του ακτίστου στο κτιστό. Στα όρια του νεώτερου υποκειμενισμού η οντολογική αυτή υφή του διαλόγου ανθρώπου και Θεού κινδυνεύει, καθώς το κακό, είτε ηθικολογικά είτε ορθολογικά, τοποθετείται είτε εντός του ανθρώπου, ως μέρος της φύσης του, είτε εκτός του, ως «αντικειμενικό» εξωτερικό γεγονός. Έκτος του ότι καταλήγουν υποχρεωτικά σε διάφορες μορφές θεοδικίας, τα παραπάνω αποκρύπτουν το γεγονός πως το κακό δεν υφίσταται ως αυγουστίνεια φυσική διαστροφή ( pervertio ) λόγω της αμαρτίας, αλλά ως διακοπή, μερική ή πλήρης, του διαλόγου αυτού μεταξύ ανθρώπου και Θεού, ο οποίος ελεύθερα συνάπτει τον θάνατο με τη ζωή, το κτιστό με το άκτιστο. Και μάλιστα, αν τα παραπάνω είναι σωστά, είναι αυτός ακριβώς ο διάλογος που αποτελεί ακριβώς την διαδικασία μέσω της οποίας η εσχατολογική εξάλειψη του κακού γίνεται πιθανή, ως ενσωμάτωση δηλαδή του κτιστού Είναι στο Αναστημένο Σώμα του Χριστού εν προαιρέσει, ως «κοινωνία γνώμης», κατά την έκφραση του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα και όχι απλώς ως υπο­χρεωτική ανάσταση των νεκρών. Με τον διάλογο, λοιπόν, αυτό ο άνθρωπος εξαλείφει απ' την κτίση κάποια κομμάτια του προκτισιακού μηδενός, κατά την προαίρεση του, μεταβάλλοντας την σε κατά χάριν άκτιστο Σώμα Χριστού. Μια τέτοια στάση επιτρέπει στον θεό να επεμβαίνει περισσότερο στον κόσμο, περιορίζοντας το κακό ακόμη και όταν ο άνθρωπος δεν επαρκεί προς τούτο - ουδέποτε όμως, ούτε στα έσχατα, το κακό, ως άρνηση του διαλόγου μετά του Θεού, θ' αφανιστεί εντελώς, παρά την υποχρεωτική αφθαρσία των όντων. Αυτό το οποίο τότε θα φανεί, όμως, είναι το ότι το κακό δεν αποτελεί μέρος της Δημιουργίας, του Είναι, της Ζωής, αλλά προαιρετική τους άρνηση.

Σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, επιπλέον, θεωρεί μόνον την «πτώση της προαίρεσης» διαβλητή, ενώ αυτήν της φύσεως αδιάβλητη. Δεν υπάρχει «κακή φύση» λοιπόν στην πατερική παράδοση · το ίδιο το γεγονός που περιγράφεται στη διήγηση της Γενέσεως ως πτώση του ανθρώπου είναι μια προαιρετική κίνηση αναχώρησης απ' την βιωματικά αφθαρτοποιό άκτιστη Πρόνοια του Θεού και δεν μας ενδιαφέρει ως ιστορικό γεγονός.

Αλλά ας επιστρέψουμε και πάλι στη Δύση για να δούμε δι' ολίγων την συνέχεια και να φθάσουμε και ως τη σύγχρονη Γενετική. Οι εκτιμήσεις μου είναι φυσικά υποκειμενικές και είναι δυνατόν να συζητηθούν και διαφορετικά κάποια σημεία της σχετικής ιστορίας. Τα δύο μεγάλα προβλήματα τα οποία ανέκυψαν στη Δύση εξαιτίας της διάδοσης των θέσεων του Αυγουστίνου, που ήδη εξετάσαμε, νομίζω πως υπήρξαν το πρόβλημα καταρχήν της υπεράσπισης του Θεού και αυτό της υπεράσπισης της φύσης (του ανθρώπου και του κόσμου) στη συνέχεια. Το πρώτο έργο το ανέλαβε ο Γερμανός φιλόσοφος Leibniz και το δεύτερο ο Γάλλος φιλόσοφος Rousseau . Και ο μεν Leibniz (1646 – 1716) επιχείρησε μια ολόκληρη «θεοδικία», λέξη πλασμένη απ' τον ίδιο και τίτλος ομώνυμου βιβλίου του (1710). Ο φιλόσοφος προσπαθεί να δικαιώσει τον Θεό, υποθέτοντας πως αυτός ανέχεται το κακό με σκοπό να βγει τελικά κάποιο καλό απ' αυτό, μέσα σ' έναν κόσμο δημιουργημένο απ' τον Ίδιο, κόσμο που είναι «ο καλύτερος δυνατός απ' όσους θα μπορούσαν να δημιουργηθούν», κατά την πασίγνωστη φράση του. Το ότι οι άνθρωποι μπορούν να σκεφθούν καλύτερους κόσμους, τούτο δεν σημαίνει πως αυτοί οι κόσμοι είναι πράγματι καλύτεροι, αφού η ανθρώπινη κρίση σφάλλει, περιοριζόμενη από πάθη υποκειμενικά και την άγνοια. Ο Θεός δημιούργησε τον καλύτερο δυνατό κόσμο, λοιπόν, υπό την προϋπόθεση πως αυτό θα το δούμε στο φως των δικών του επιλογών, οι οποίες είναι κατά πολύ ανώτερες και σοφότερες των δικών μας.

Οι θέσεις αυτές αποτέλεσαν προσφιλή στόχο πλήθους επιθέσεων από πλευράς των αθεϊστών, μ' όλο που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από την πιο παρωχημένη τους επεξεργασία, αυτή του Hegel , ο οποίος στο κακό είδε, όπως ήδη είπαμε, μια αναγκαία «αρνητικότητα», την οποία το Πνεύμα-Θεός χρησιμοποιεί για μια ανώτερη σύνθεση που περιλαμβάνει μια σύντηξη των δύο (Καλού και Κακού ή Είναι και Μηδενός) μέσα στο Είναι. Νομίζω όμως πως πολύ μεγαλύτερη επίδραση στη Δύση είχε ο άλλος φιλόσοφος, ο υπερασπιστής της ανθρώπινης και κοσμικής φύσης, ο Rousseau (1712 - 1778). Η θέση του Γάλλου φιλοσόφου έχει το προσόν της εξαιρετικής απλότητας: η φύση του ανθρώπου και του κόσμου, λέγει, είναι βαθύτατα καλή και αγαθή. Ενάντια στον Αυγουστίνο (ή τον Καλβίνο) θεωρεί πως η φύση είναι ο καλύτερος δάσκαλος του καλού και η συμφωνία μαζί της κανόνας ζωής και αλήθειας. Ο θάνατος δεν είναι προϊόν συνεπώς αμαρτήματος ή πτώσης και η πολιτική ανισότητα, επιπλέον, είναι εντελώς αστήρικτη.
 

Με τον Rousseau η Δύση ξαναβρίσκει την θεμελιώδη χριστιανική θέση πως η φύση ανθρώπου και κόσμου είναι έργο του Θεού αγαθό - μόνο που ξαναβρίσκει τη θέση αυτή ως εναντίωση στην επίσημη εκκλησιαστική διδασκαλία, η οποία, είτε στην καλβινική Γενεύη όπου μεγάλωσε ο Rousseau είτε στη ρωμαιοκαθολική ή λουθηρανική υπόλοιπη Ευρώπη, θέλει συνήθως με αυγουστίνειο τρόπο τη φύση πεσμένη και διεστραμμένη. Οι Ευρωπαίοι, με τον Rousseau και στη συνέχεια με τον Διαφωτισμό, ξαναβρίσκουν λοιπόν μια θεμελιώδη πατερική θέση, αλλά ως διαμαρτυρία ενάντια στην Εκκλησία ή τη θεολογία της, διαμορφώνοντας μια ανθρωπολογία την οποία θεωρούν αθεϊστική (και η Εκκλησία επίσης την θεωρεί τέτοια), ενώ είναι χριστιανικότερη της εκκλησιαστικής. Το κακό δεν σταματά εδώ όμως. Χωρίς θεολογική αναφορά, η ανατίμηση αυτή της φύσης είδε μπροστά της ν' ανοίγεται ο θεωρητικός δρόμος του De Sade . Πράγματι ο τελευταίος δεν είναι παρά ένας βίαια αντιχριστιανός μαθητής του Rousseau , που αποκαλύπτει πως η φύση δεν διδάσκει μόνον την αρμονία αλλά και τη βία και τον φόνο. Η φυσική ζωή θα σήμαινε έτσι την δεξίωση και αυτών λοιπόν των «φυσικών» επιδόσεων, «πέρα απ' το καλό και το κακό», όπως θα ‘λέγε ο Nietzsche , ο οποίος αποτελεί και την κορύφωση του δρόμου που πήρε η Δύση με τον Rousseau , αντιπαλεύοντας τον Αυγουστίνο. Η φύση υπαγορεύει εν τέλει τη θέληση για δύναμη ως ύψιστο κριτήριο ζωής· έχω δείξει σε παλαιότερο βιβλίο μου (π. Ν. Λ., Η Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού. Ο Μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, β΄ έκδ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999) πως με τον τρόπο αυτό ο Nietzsche όχι μόνον δεν απομακρύνεται από τον Αυγουστίνο, αλλά υιοθετεί το βαθύτερο σχήμα σκέψης του τελευταίου: στη θέση της πεσμένης φύσης, που στον Αυγουστίνο κυριαρχείται απ' την αθάνατη και πνευματική ψυχή, τίθεται τώρα όλη αυτή η ανυπόστατη «πνευματικότητα», κυριαρχούμενη απ' τα ζωτικά φυσικά ένστικτα.

VI Αυτή είναι εν συντομία η πνευματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεννιέται ο νεώτερος θεωρητικός προβληματισμός περί του κακού στο χώρο της Γενετικής. Στα νεώτερα χρόνια η ανάπτυξη της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας προχώρησαν σημαντικά περισσότερο όλη αυτή την ορθολογική αναζήτηση του αιτίου του κακού μέσα στα όρια τα ίδια της ανθρώπινης φύσης και ποτέ έξω της. Ακολουθεί η αποδοχή του κακού ως στοιχείου της φύσης με την κατάλληλη «επιστημονική εξήγηση», ή τουλάχιστον η μερική απενοχοποίησή του. Απ' την πλήρη εξουδένωση της φύσης ως την υπό όρους αποδοχή της όμως το οντολογικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο: καμμιά ουσιαστική προοπτική δεν υφίσταται για την ελευθερία ως δυνατότητα μεταμόρφωσης αυτής της φύσης και όχι απλώς ως αποδοχής ή απόρριψης της.

Θέλω στο σημείο αυτό να εξετάσουμε σύντομα τρία πρόσφατα βιβλία τα οποία θέτουν το πρόβλημα του κακού στην προοπτική της Γενετικής του εξήγησης. Το πρώτο απ' αυτά είναι το βιβλίο του Robert Wright , The Moral Animal (1994). Στο βιβλίο του ο Wright θέτει υπό συζήτηση αυτό που αποκαλεί «ψυχολογία της εξέλιξης» με βιολογικούς όρους: τα πάντα εξηγούνται ως προερχόμενα από μια επιθυμία επιβίωσης των ανθρώπων που προσδιορίζεται ούτως ή άλλως από τη φυσική επιλογή. Συνεπώς, ελάχιστη γενετική βάση έχει η διάκριση καλού και κακού, ηθικού ή μη ηθικού: όσον αφορά στη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών, λόγου χάρη, «συγκρατημένες» και πιο «ηθικές» είναι απλώς οι πιο σίγουρες για τον εαυτό τους, ενώ επιθετικές οι πιο ανασφαλείς. Ο στόχος όμως παραμένει ο ίδιος. Για όλες τις συμπεριφορές ισχύει το ίδιο. Η ηθικότητα έρχεται σε αντίθεση στην πραγματικότητα με την εξελικτική λογική, η οποία προσδιορίζεται αποτελεσματικά απ' τα γονίδια και το περιβάλλον. Αν ήμασταν σε θέση να το αποδεχθούμε αυτό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, θα διαθέταμε πολλή περισσότερη ανοχή και συγχωρητικότητα προς αλλήλους. Βεβαίως κάθε είδους αλτρουισμός ή ανιδιοτέλεια θα έπρεπε επίσης ν' αποδοθεί σε γενετικά προσδιορισμένη ανώτερη εξελικτική ιδιοτέλεια.

Το δεύτερο βιβλίο που θα εξετάσουμε είναι αυτό του Lyall Watson , Dark Nature : a Natural History of Evil (1996). Ο Watson υποστηρίζει πως η φύση είναι βαθύτατα μη ηθική, βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού. Αυτό ακριβώς διαφαίνεται μέσα στον κόσμο των γονιδίων, τα οποία απλώς κάνουν οτιδήποτε για επιβίωση, ακολουθώντας κυρίως τις εξής μεθόδους: 1) Είναι εχθρικά προς τους ξένους, 2) Φιλικά προς τους φίλους και 3) Εξαπατούν όσο είναι δυνατόν. Όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά κτίζεται στην πραγματικότητα με βάση τις αρχές αυτές, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, αν και υπάρχουν και άλλες, μη εμφανώς βιολογικές αρχές, όπως ο αλτρουισμός, το μαρτύριο, η ασκητικότητα, οι οποίες δρουν και αυτές όμως με βουλητικούς κατά βάση σκοπούς, επιτρέποντας μια μικρή απλώς ανάδυση απ' το πέλαγος της φυσικής επιλογής, μια μικρή μα ουσιώδη διαφορά του ανθρώπου απ' τα ζώα. Τελευταίο
είναι το βιβλίο του Β. Appleyard , In Brave New Worlds . Staying Human in the Genetic Future (1998). Στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας αναμετράται μ' αυτό που αποκαλεί «γονοκεντρισμό» ( genocentrism ) και τολμά να θέσει το ερώτημα της ανθρώπινης ελευθερίας και ευθύνης αν τα πάντα σχεδόν στη συμπεριφορά προσδιορίζονται από γονίδια. Το πραγματικό ασυνείδητο, σημειώνει, έχει να κάνει μ' αυτήν την κρυφή εσώτερη δράση των γονιδίων εντός μας, τα οποία ακολουθούν τους δικούς τους βιολογικούς δρόμους, άσχετα προς τα ήθη και τις συνειδητές μας δήθεν επιλογές. Ο Appleyard θρηνεί για την πιθανότητα μιας πλήρους επικράτησης του «γονοκεντρισμού», πράγμα που θα επέτρεπε σαφώς ολοκληρωτικές λύσεις στο μέλλον, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει να αντιπαραθέσει τίποτε σ' αυτόν.

VII Είναι φανερό πως μια σειρά οντολογικών και κυρίως θεολογικών ερωτημάτων εγείρονται πλέον ακόμη. Η Δύση βεβαίως παραπαίει ανάμεσα στην σύγχρονη πλήρη αποδοχή και την αρχαία της αυγουστίνεια και καλβινική πλήρη απόρριψη της φύσης, αλλά το ερώτημα στο οποίο η θεολογία δεν απαντά ακόμη είναι αυτό που αναφέρεται στην δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης της φύσης αυτής με τον άκτιστο Θεό. Αν ο Θεός διαθέτει άκτιστες ενέργειες δρων ως πρόσωπο και αν ο άνθρωπος επίσης ως πρόσωπο μπορεί με τις δικές του ενέργειες να δεξιωθεί τον Θεό, τότε η φύση μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνεται, εξαφανιζόμενης κάθε αναγκαστικής φυσικής νομοτέλειας.

Τι είναι όμως το πρόσωπο; Και τι είναι η ελευθερία; Υπάρχει μια βιοχημεία της ελευθερίας; (Αν υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία...). Που εδράζεται το πρόσωπο ή η ελευθερία μέσα στον άνθρωπο; Στην ψυχή του; Και τι είναι η ψυχή, όταν μάλιστα η ελληνική πατερική παράδοση έχει απορρίψει κάθε μεταφυσική έννοια της ψυχής, θεωρώντας την κατ' ουσίαν υλική; Έχουμε ακόμη πάρα πολλά πράγματι να μάθουμε ακόμη για τον άνθρωπο, ακριβώς διότι κατά την πατερική θεολογία ο άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο ον αλλά ένα ον εν τω γίγνεσθαι, που δημιουργείται συνέχεια, και μόνον στα έσχατα θα μάθουμε τι τέλος πάντων είναι. Η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στην ανθρωπολογική αυτή απορία είναι ωστόσο πως μας έμαθε πως είναι αδύνατο να χωρίσουμε το περί ανθρώπου ερώτημα απ' το ερώτημα περί Θεού και πως μόνον η απάντηση σ' αυτό το τελευταίο προοιωνίζεται και την απάντηση στο πρώτο.

Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη", τεύχος 95, Απρ - Ιουν 2005



Τετάρτη 18 Μαΐου 2011



Ο μυθικός άνθρωπος…


Ο αναγνώστης του Χρόνου και του Χώρου…
Ο αδιαστασιολόγητος…
Ο απέριττος…

Κοιταχτήκαμε τυφλοί
Μιλήσαμε χωρίς ν’ακούμε τι λέμε
Όλο τον κόσμο περπατήσαμε
Κι όταν γυρίσαμε
δεν θυμόμασταν πια τίποτα…

Ο πρώτος και ύστερος…
Ο φέρων και φερόμενος…
Ο συμπαγής και τρωτός…
Ο γεννημένος μαζί με τη φθορά και το φόβο…

Στη πρώτη μέρα του πρώτου χρόνου
Στο πρώτο φιλί του πρώτου έρωτα
Στο πρώτο βλέμμα του θανάτου
Στη πρώτη ανάσα του πρώτου χωρισμού

Στο δεύτερο βλέμμα του θανάτου

Ήμασταν απόντες

Και δεν ευθύνεται κανείς
Που άφησε το ελάχιστό του να μολυνθεί απ’το χρόνο…
Στο μέγιστο
Ήμασταν πάντοτε απόντες

Ο μυθικός άνθρωπος…

Ο καρπός του Ενός
Διαστατώνεται συνεχώς
κατέρχεται
στη χονδροειδή ύλη απλώνεται
ραγάδες γίνονται οι στοχασμοί του
φλύκταινες γίνονται οι προσευχές του
Και συνεχώς γεννιώνται καρκινώματα σάρκας και αίματος

Ο μυθικός άνθρωπος…

Ο μυθικός διαβάτης του Σύμπαντος…

Ο πιο αληθινός απ’τους αδελφούς μου…


Σε κείνο το φιλί
Το χωμένο μέσα στο λυγμό
Ένιωσα πως είσαι αθάνατη

Μάιος2011

Σάββατο 14 Μαΐου 2011


Με κοίταξε στα μάτια και είπε
…δεν μπορούσα ποτέ να κατέχω… να έχω τίποτε… από παιδί… δεν ήθελα να διαχειρίζομαι… να είμαι εγώ υπεύθυνος για οτιδήποτε… μα, ακόμα κι αν ήθελα, δεν μπορούσα… ήμουν ανίκανος να κατέχω… ήθελα μόνο να βιώνω… δεν ήξερα τότε τι σημαίνει να βιώνει κανείς μια στιγμή, ένα πάθος, ένα τραύμα, μια γέννηση ή ένα θάνατο… ούτε και σήμερα ξέρω τα όρια των λέξεων και των εννοιών τους… ξέρω μονάχα πως δόθηκα ολόψυχα στο να βιώνω…
…κι όταν κανείς θέλει να αρμέγει άπειρο από το Άπειρο, δεν έχει ενέργεια, δεν έχει νου, δεν έχει χρόνο για να κατέχει το παραμικρό…

Με κοίταξε στα μάτια και είπε
…πρέπει να γυρίσουμε στα πρωτογενή ερωτήματα αγαπημένε μου… οφείλουμε να επιστρέψουμε σε εκείνα που ποδοπατήσαμε και σύραμε μαζί μας όπως κάνει η χελώνα με το φαγητό της… να επιστρέψουμε στα πρωτεϊκά σύμπαντα των στοιχείων πριν αυτά γίνουν συνθέσεις, σύμπλοκα και κρύσταλλοι… πριν σκοτώσω είχα τα χέρια μου άδεια, πριν τρέξει το αίμα είχα τον ορίζοντα καθαρό, πριν δω τον Άβελ να σωριάζεται, κρατούσα το όπλο, πριν σταυρώσω τον αδελφό μου, πήγαμε μαζί μια βόλτα σε έναν ελαιώνα… καταλαβαίνεις;
…να γυρίσουμε στα αφελή ερωτήματα που έχουμε ‘απαντήσει’, που βιαστήκαμε –από ποιον και γιατί; - να κλείσουμε, να ξεμπερδεύουμε μαζί τους… έχω σκέψεις, έχω συναισθήματα, φοβάμαι, οργίζομαι, ερωτεύομαι, ονειρεύομαι, είμαι μόνος… μόνος είμαι… ό,τι κι αν κάνω, όπου κι αν πάω… πριν φύγω όμως θέλω ένα καθαρό βλέμμα, ένα όμορφο πρωινό χωρίς εκκρεμότητες, ένα χάδι χωρίς προσδοκίες, έναν έρωτα χωρίς το αίμα της εκδίκησης, ένα απόγευμα χωρίς τον εφιάλτη της νύχτας…
…γύρισέ με στα πρώτα ερωτήματα αδελφέ μου…

Με κοίταξε στα μάτια και είπε
… τι σημασία έχουν όλα αν σε όλα έχουμε εμείς την μέγιστη σημασία; Έξω από μας υπάρχει ένα ολόκληρο στερέωμα δυνατοτήτων… τι σημασία έχει αν νοηματοδοτείς εσύ αδελφέ μου τον κόσμο μέσα από τον ουρανό κι εγώ από τη γη… στο ενδιάμεσο της μικρο-ύπαρξης γεννιούνται και πεθαίνουν όλα…
…έρχονται μέρες που θα σε αναζητήσω και δεν θα υπάρχεις…
…με συγχωρείς που τόσες φορές με αναζήτησες εσύ και η φωνή σου έμεινε μετέωρη…

…ίσως να σε άκουγα και φοβόμουν να απαντήσω…

Μαι2011


Τετάρτη 11 Μαΐου 2011



Τα πορτοκάλια πέσαν στο χώμα.
Οι γριές τα μαζεύουν.
Εγώ τον ήλιο.
Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82


Γκρέμισαν τους ελληνικούς ναούς.
Τ’άλλο πρωινό προσευχηθήκαμε
μπροστά σε μια μαργαρίτα.
Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82


Κάθισε στα γόνατά μου
το μικρό φεγγάρι.
Μου χτενίζει το μουστάκι.
Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82


Μεγάλες νύχτες θερινές.
Οι ξυλοκόποι κάνουν έρωτα
με τα κομμένα δέντρα.
Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82


Με τους κροτάφους στις παλάμες του. Κι όμως
η θάλασσα περίμενε μπρος στο παράθυρό του
να του χαμογελάσει.
Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82


Μαρμάρινε Άγνωστε Στρατιώτη, αν δεν ήσουν ωραίος
αν δεν ήσουν γυμνός δε θα ξέραμε
γιατί σου καταθέτουν τόσα στεφάνια.
Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82


Ακούω τις νύχτες
να κηρύττουν τον έρωτα
τα βατράχια
Διακοφτό, 27.ΙΙΙ.82


Συνάντησα και πάλι στο Καρλόβασι τον Πυθαγόρα.
Δάσκαλε –του είπα – ποιος είναι ο αριθμός μου;
Κοίταξε τ’άστρα. Το 9 –μου είπε.
Αθήνα, 31.ΙΙΙ.82


Γ.Ρίτσος 3x111 Τρίστιχα Κέδρος 1987


Πέμπτη 5 Μαΐου 2011




ΣΥΖΉΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΤΆΛΙΝ

 

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Συνάντησα τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι ή "Κάπο" ή "Στάλιν", -προσωνύμιο που με το οποίο και πέρασε βέβαια στην αιωνιότητα-, κάποιο γλυκό πρωινό του Αυγούστου, εκεί, προς τα τέλη της φοβερής δεκαετίας του '30, σε μια από τις πολλές θερινές κατοικίες του, σε κάποιο προάστιο της Μόσχας, δεν ενδιαφέρει ποιο.

Είναι αλήθεια ότι οι άντρες της προσωπικής του ασφάλειας με έψαξαν εξονυχιστικά, ο ίδιος ο τρομερός Λαυρέντι Μπέρια με οδήγησε σε κάποιο μυστικό δωμάτιο -κάτι σαν προθάλαμο- όπου και προσπάθησε να με "προσανατολίσει" για το περιεχόμενο ακόμη και το ύφος των ερωτήσεων που θα έθετα στον θρυλικό "πατερούλη" της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα φαινόταν να έχουν προετοιμαστεί στην εντέλεια. Το ίδιο το ανάκτορο που διέμενε εκείνο το καλοκαίρι ο ηγέτης της απέραντης αυτής χώρας, ήταν πλημμυρισμένο από στρατιώτες. Τίποτε δεν μπορούσε να εισέλθει ή να εξέλθει απαρατήρητο.

Όταν όλες οι εξαντλητικές διατυπώσεις και προετοιμασίες ολοκληρώθηκαν
οδηγήθηκα στην πίσω βεράντα της έπαυλης όπου είδα για πρώτη φορά από κοντά έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους του πλανήτη να κάθεται αναπαυτικά σε κάποια πολυθρόνα, ντυμένος με το καλοκαιρινό του χιτώνιο, καπνίζοντας την θρυλική του πίπα και μασουλώντας αργά κάποιο μπισκότο.
Ο Μπέρια με σύστησε, ο Στάλιν δεν σηκώθηκε από τη θέση του αλλά έδειξε με το χέρι του την άδεια πολυθρόνα απέναντί του. Εκεί έπρεπε να καθίσω.
Είχα τρακ. Στην πραγματικότητα μου είχαν κοπεί τα πόδια. Πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε;

Πριν αρχίσει η συζήτησή μας, είχα την ευκαιρία για ελάχιστα δευτερόλεπτα να παρατηρήσω το πρόσωπο αυτού του σκληροτράχηλου ανθρώπου που κατάφερε να ανέλθει από κάποιο άγνωστο χωριό της Γεωργίας στο ύπατο αξίωμα της πελώριας χώρας του.
Η αρχιτεκτονική των οστών του προσώπου του από μόνη της ένα μοναδικό ανάγλυφο. Δυνατά, σχεδόν επιθετικά χαρακτηριστικά, έντονα ζυγωματικά, αυστηρό και σκοτεινό -αλλά και γοητευτικό- βλέμμα, άγρια σαν σύρματα μαλλιά με αειθαλείς ρίζες, σκαμμένο δέρμα, τραχύ πρόσωπο, πρόσωπο αγρότη, ανθρώπου της γης και της εργασίας όχι κάποιου αριστοκράτη ή διανοούμενου.

Η συζήτηση έπρεπε να αρχίσει. Ο ηγέτης μιας τέτοιας χώρας ποτέ δεν έχει χρόνο για χάσιμο.





Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

            "Πως ήταν το ταξίδι σου;", με ρώτησε ξαφνικά εκείνος ξεφυσώντας αρωματικό καπνό μέσα από το παχύ του μουστάκι.
            "Περιπετειώδες αλλά συναρπαστικό", του απάντησα και προσπάθησα να καταπολεμήσω το τρακ.
            "Συναρπαστικό ε;", είπε και έδειξε να χαμογελάει. Παραδόξως, το χαμόγελο πήγαινε πολύ σ'αυτό το μονίμως βλοσυρό άνθρωπο με τις κολοσσιαίες ευθύνες στην πλάτη του. "Αντώνη σε λένε;", με ρώτησε μετά και αφού ένευσα καταφατικά, άνοιξε τις μεγάλες του παλάμες και έκανε το σήμα για να ξεκινήσει αυτή η ιστορική συζήτηση.
            "Εδώ είμαι, 'χτύπα με'", είπε και αυτή τη φορά δεν χαμογέλασε.

            Είναι η αλήθεια ότι ενώ προετοιμαζόμουν επί μήνες για αυτή την ημέρα, όταν έφτασε αυτή η στιγμή, όλο το πρόγραμμα των ερωτήσεών μου ανατράπηκε. Κι ενώ είχα στο μυαλό μου και τις "συμβουλές" του μοχθηρού Μπέρια, εγώ ήθελα να αρχίσω αλλιώς.

            "Κάτι που με απασχολεί είναι το προσωνύμιό σας. 'Στάλιν', που σημαίνει 'ατσάλι'. Γιατί αυτό;"
            Έδειξε να περιμένει την ερώτηση και απάντησε αμέσως.

            "Είναι η εποχή του ατσαλιού, δεν είναι; Η εποχή των μηχανών, των μετάλλων, των αυτοκινήτων, των αρμάτων, των αεροπλάνων. Κι αυτό που συντελείται αυτά τα χρόνια απ'άκρου σ'άκρου σε ολόκληρη την Ένωση αλλά και σε όλο το κόσμο, τι άλλο είναι από την είσοδό μας στην εποχή αυτή; Ξέρεις, μου αρέσει πολύ ο Τσάρλυ Τσάπλιν, εσένα;"
            Ένευσα καταφατικά αν και αιφνιδιάστηκα.

            "Λοιπόν", συνέχισε, "έχει γυρίσει ένα έργο, 'Μοντέρνοι καιροί', το έχετε δει εκεί στην Ελλάδα; Εγώ έχω τις κόπιες όλων των έργων του και συχνά τον βλέπω και διασκεδάζω. Το έργο αυτό είναι προφητικό αλλά το λάθος του Τσάπλιν είναι ότι είναι μάλλον απαισιόδοξος. Ένας κομμουνιστής όμως δεν είναι ποτέ απαισιόδοξος!"
            "Όσον αφορά το προσωνύμιο αυτό, να τολμήσω μια παρατήρηση;", ρώτησα και με ενεθάρρυνε ζεστά ανάβοντας ξανά τη πίπα του.
            "Λένε πολλοί πως διαλέξατε το προσωνύμιο ‘Στάλιν’ γιατί προσιδιάζει στο σκληρό και δυναμικό του χαρακτήρα σας. Το υιοθετείτε αυτό;"

            Τούτη τη φορά άργησε λίγο να απαντήσει. Ρούφηξε απολαυστικά δυο τρεις φορές τον καπνό και σύντομα ένα όμορφο άρωμα πλημμύρισε το χώρο γύρω μας. Ύστερα είπε.
            "Ναι, δε θα σου πω ότι είναι άσχετο...όποιος είναι σκληρός σαν ατσάλι δεν λυγίζει από τις δυσκολίες, δεν το βάζει κάτω. Κάθε όνομα τελικά πρέπει να είναι ένα σύμβολο. Ο πόλεμος από τους καπιταλιστές και τους ιμπεριαλιστές είναι καθημερινός και αμείλικτος πως πιστεύεις ότι θα αντέχαμε αν δεν είμαστε από ατσάλι; Αυτό πίστευε ο Μαρξ, ο μεγάλος Λένιν, αυτό πρέπει να έχουμε σύνθημα για να οικοδομηθεί μια μέρα παγκόσμια ο σοσιαλισμός. Καλά και τα λουλούδια και τα ποιήματα αλλά τίποτε δεν χτίζεται με ευχές και χαμόγελα..."

            Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης ολοκλήρωσε το μικρό του λογύδριο και ξαναφύσξηε καπνό. Με κοίταξε στα μάτια περιμένοντας την επόμενη ερώτηση. Ένα βλέμμα σταθερό, καθαρό αλλά και ευφυές.

            "Θέλω προς στιγμήν, αν δεν έχετε αντίρρηση, να κάνω μια μικρή βόλτα στην διεθνή κατάσταση και μετά να επιστρέψω στα εσωτερικά της χώρας σας. Τι γνώμη έχετε για τον Χίτλερ και τον Εθνικοσοσιαλισμό στην Γερμανία; Είναι απειλή για τη χώρα σας ο Ναζισμός, εννοώ μετά την εισβολή στην Αυστρία με το δόγμα του 'Ανσλους', κλπ;"

            Το βλέμμα του Γεωργιανού αντί να σκοτεινιάσει φωτίστηκε!

            "Χίτλερ, Χίτλερ, όλοι λοιπόν σήμερα μιλούν για τον Χίτλερ! Θα πρέπει να τον θαυμάζει ειλικρινά κανείς αυτόν τον άνθρωπο. Δες τι έκανε στη χώρα του μέσα σε λίγα χρόνια!     Και ενώ πριν κανείς δεν υπολόγιζε τους Γερμανούς, όλοι τους είχαν του κλώτσου και του μπάτσου, να'σου έρχεται αυτός ο τύπος και τώρα όλοι τον φοβούνται. Οι Άγγλοι τον φοβούνται, οι Γάλλοι τον φοβούνται, αλλά όχι ο σ.Στάλιν φίλε μου. Εμείς δεν φοβόμαστε τον Χίτλερ. Είναι φασίστας, είναι άλλη μια ουτοπία που κάποτε θα καταρρεύσει! Και ξέρεις γιατί; Γιατί πολύ απλά, όσοι τον στήριξαν κάποτε θα του τραβήξουν το χαλί κάτω απ'τα πόδια. Και τότε, τι γίνεται τότε;"
            "Στο 'Μάιν Καμπφ', την βίβλο του Εθνικοσοσιαλισμού, όμως, αναφέρει σαφώς ότι η 'αναζήτηση ζωτικού χώρου [lebensraum] θα γίνει προς Ανατολάς'. Αυτό σας προβληματίζει;"
            "Αυτό που με προβληματίζει είναι η ευημερία των πολιτών μου και η οικονομική ισχύς της χώρας μου. Πριν δέκα χρόνια ήμασταν ακόμη ένα όραμα, σήμερα είμαστε η λαμπρή υπόσχεση για το αύριο. Η Σοβιετική Ένωση δεν φοβάται κανέναν!"

            Στο σημείο αυτό μου προσφέρθηκε τσάι και καφές μαζί με μπισκότα ενώ κάποιος αξιωματούχος είπε κάτι στο αυτί του Γεωργιανού ηγέτη. Η είδηση μάλλον θα πρέπει να ήταν ευχάριστη γιατί αμέσως μετά ο Στάλιν με προέτρεψε με ενθουσιασμό να δοκιμάσω τα μπισκότα και να πιω καφέ. Δοκίμασα απ'όλα και τα βρήκα υπέροχα.

            "Για την ανερχόμενη νέα παγκόσμια δύναμη, τις ΗΠΑ, τι πιστεύετε;", επανήλθα δριμύτερος.

            Ο Ιωσήφ Στάλιν κούνησε το κεφάλι του με νόημα.

            "Η χώρα του Χόλυγουντ και της ατελείωτης διασκέδασης! Κι από την άλλη, οικονομικό κραχ, ανεργία και άστεγοι στους δρόμους που πεθαίνουν απ'τη πείνα και την εξαθλίωση. Βλέπεις και τα δυο πρόσωπα του καπιταλισμού. Λένε ότι τη μέρα που αυτοκτονούσαν άνθρωποι κατεστραμμένοι απ'το κραχ, εγκαινίαζαν αυτό το πελώριο ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη! Παραλογισμός και αθλιότητα! Εμείς οικοδομούμε το μέλλον στην εργασία και στα ιδανικά του Μαρξισμού. Αυτοί στο χρήμα και στην εφήμερη δόξα. Σε ποιον ανήκει το μέλλον; Θα το δείξει η ιστορία φίλε μου. Και η ιστορία γράφεται από τους λαούς πια και όχι από βασιλείς και φεουδάρχες όπως κάποτε. Όλα αλλάζουν και οι ταχύτητες είναι μεγάλες!"
            Η συζήτηση είχε ζεσταθεί και ήξερα πως δεν είχα άπειρο χρόνο στη διάθεσή μου. Με έκαιγε να τον ρωτήσω για το… ιερατικό του παρελθόν και δεν δίστασα.
           
            "Στα νεανικά σας χρόνια περάσατε και από κάποιο ιερατικό σχολείο. Θα γινόσασταν παπάς;", τον ρώτησα και εισέπραξα αμέσως ένα πλατύ χαμόγελο. Η διάθεση του Γεωργιανού ήταν καλή και φαινόταν να απολαμβάνει τη κουβέντα μας.
            "Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης και η μάνα μου ξενόπλενε από δω κι από κει. Άγρια χρόνια, άθλια χρόνια… πίστευε η μάνα μου… μου έδειχνε συχνά τον ουρανό και μου έλεγε ‘Σόσο, να μην ξεχνάς πως Εκείνος μας βλέπει’… έτσι πίστευε. Οι Ρώσοι πιστεύουν ακόμη και οι Γεωργιανοί ακόμη περισσότερο… χιλιάδες, εκατομμύρια κόσμος μπλεγμένος στη δεισιδαιμονία και τα παραμύθια των παπάδων… δεν θα γινόμουν παπάς, θεολόγο ήθελε να με κάνει η μάνα μου, να ξεφύγω από το μαρτύριο της φτώχιας…"

            Ο τόνος της φωνής του μεγάλου ηγέτη είχε μαλακώσει, είχε αποκτήσει μάλιστα και μια τρυφερή χροιά. Η αναφορά του στη μητέρα του ήταν φανερό πως τον είχε συγκινήσει.

            "… κι όμως, δεν μετανιώνω στιγμή για κείνα τα χρόνια στη Τιφλίδα και τα μαθήματα. Έμαθα από τα μέσα πως χτίστηκε όλο τούτο το φοβερό οικοδόμημα της Εκκλησίας. Πόσος πόνος χρειάστηκε, πόσο ψέμα, πόση αγυρτεία…"

            Ήθελα να ρωτήσω πολλά, πάρα πολλά αλλά ήξερα πως ο χρόνος μου τελείωνε και έπρεπε να μπω στο θέμα των περίφημων διώξεων. Και ήταν το σημείο που με άγχωνε περισσότερο από όλα. Δεν άντεξα όμως στον πειρασμό να αναφερθώ στον Λένιν και τον Τρότσκι.
            "Θα θέλατε να μου πείτε δυο λόγια για τον Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν; Μια προσωπική ανάμνηση θα με ενδιέφερε, κάτι που σας έχει μείνει έντονα".
           
            Ο νοσταλγικός τόνος πήγε περίπατο. Ο ‘ατσάλινος’ εαυτός επέστρεψε θριαμβευτής.

            "Η ιστορία κάποτε θα γράψει ότι η μεγαλύτερη προσωπικότητα όλων των εποχών υπήρξε ο Λένιν! Οι γενιές που θα μας διαδεχθούν θα τραγουδούν για κείνον, οι ποιητές και οι γραφιάδες θα τον υμνούν… τέλος δεν θα έχει τούτος ο ποταμός όπως δεν έχει και η ευγνωμοσύνη του λαού μας για την Επανάσταση! "
            "Για τον Τρότσκι… κάποια σκέψη;"
           
            Ήταν η πρώτη φορά που ο Στάλιν σηκώθηκε από τη καρέκλα του και έκανε δυο βήματα στην βεράντα. Έμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνες.

            "Κάπου στο Μεξικό βρίσκεται… κρύβεται, φοβάται! ", είπε μονάχα και ξαναγύρισε χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο και κάθισε ξανά απέναντί μου. Κοίταξε το ρολόι στο χέρι του. Ήταν φανερό πως με ήθελε να με ξεφορτωθεί.

            Είχαμε φτάσει κιόλας στο πιο κρίσιμο και ακανθώδες σημείο της συνέντευξης. Το σημείο που φοβόμουν απ'την αρχή της συνάντησής μου με τον Στάλιν. Κι αυτό είχε σχέση βέβαια με την τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει ο πανίσχυρος ηγέτης σε όλα τα επίπεδα της κομματικής ιεραρχίας αλλά και σε καθαρά κοινωνικό επίπεδο επίσης. Τις εκτελέσεις "εκκαθάρισης κομματικών λογαριασμών". Τις εξορίες, τις απομακρύνσεις όσων "αμφισβητούσαν το αλάθητο του ηγέτη", τις μυστηριώδεις "αυτοχειρίες". Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τις "δίκες"-εκτελέσεις των Μπουχάριν και Τσουχατσέφσκι, ζωντανές ήταν ακόμη οι φωνές απόγνωσης και απορίας των Ζινόφιεβ, Κάμενεφ και τόσων χιλιάδων άλλων "προδοτών" και "εχθρών του λαού και της επανάστασης" που είτε "αυτοκτόνησαν", είτε εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, είτε είχαν σταλεί και αργοπέθαιναν ξεχασμένοι σε κάποιο "Γκούλαγκ" της μακρινής και παγωμένης Σιβηρίας. Πως θα μπορούσα να ρωτήσω για όλα αυτά τον Στάλιν; Πως θα μπορούσα να του θέσω έστω και έμμεσα τέτοια ζητήματα όταν είχα προειδοποιηθεί αυστηρά από τον Μπέρια να επικεντρωθώ στα "ανώδυνα" και ουσιαστικά "υμνητικά" σχόλια, ερωτήματα γιατί αλλιώς, ποιος ξέρει που θα βρισκόμουν κι εγώ να σπάω πάγο;
            Κι όμως, δεν άντεξα και αφού πήρα μια βαθιά ανάσα, το τόλμησα.

            "Σύντροφε Ιωσήφ Στάλιν, θα ήθελα να έρθω τώρα ξανά στα εσωτερικά ζητήματα. Και εννοώ τα πραγματικά εσωτερικά, αυτά που αφορούν την εδραίωση και ισχυροποίηση της ηγεσίας σας στην θέση του Γ.Γραμματέα του Κ.Κ.Σοβιετικής Ένωσης. Μου επιτρέπετε να προχωρήσω; Αλλιώς να θεωρήσω την ήδη ενδιαφέρουσα συζήτησή μας ως ολοκληρωμένη και να αποχωρήσω".

            Δεν ξέρω τι ήταν αυτό απ'όσα είπα που έκανε τον Στάλιν να αρχίσει να γελάει, όμως ξέρω ότι αυτό σήμαινε πως μάλλον μου έδινε το πράσινο φως.

            "Έλληνες!", φώναξε μέσα στο γέλιο του και χτύπησε τις μπότες του στο μάρμαρο, "ποιος μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μαζί σας; Δυόμισι χιλιάδες χρόνια τώρα, ουσιαστικά εσείς κυβερνάτε τον πλανήτη! Πες μου λοιπόν, ρώτα με ό,τι θες, μη φοβάσαι!"
            Ομολογώ ότι αυτή την αντίδραση δεν την περίμενα και προχώρησα.

            "Θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα ευθύ και μια τέτοια απάντηση περιμένω. Ήταν αληθινά απαραίτητες οι... απομακρύνσεις όλων αυτών των ηγετικών στελεχών; Πολύς κόσμος πιστεύει..."

            Κι εκεί γνώρισα τον... αληθινό Στάλιν. Οργισμένος πετάχτηκε έξαφνα όρθιος και άρχισε να χτυπάει τη γροθιά του στον τοίχο! Εκεί αισθάνθηκα πως είχα κάνει το μοιραίο λάθος της ζωής μου. Κι ύστερα, άρχισε να στριφογυρίζει νευρικά και να φωνάζει.

            "Ο κόσμος, ο κόσμος! Τι στο διάολο ξέρει ο κόσμος για μένα; Ποιος μπορεί να ξέρει τι αντιμετωπίζω εγώ κάθε μέρα, εδώ και 15 χρόνια για να μπορέσει αυτή η χώρα να ορθοποδήσει; 'Ο Στάλιν είναι κακός', λένε, 'ο Στάλιν ο δολοφόνος', 'ο Στάλιν ο αιμοσταγής'! Σκατά! Όταν όλες ο πλανήτης είναι εναντίον σου, όταν διοικείς μια χώρα με 200 εκατομμύρια ανθρώπους που πρέπει να τραφούν, να ντυθούν, να μορφωθούν, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, όταν έχεις την πλούσια και διεφθαρμένη Ευρώπη να σε απειλεί με πόλεμο, όταν έχεις χιλιάδες πληρωμένους προδότες να σε απειλούν εδώ μέσα, 'ο Στάλιν είναι κακός' που έστειλε τους προδότες μακριά, 'ο Στάλιν είναι παλιάνθρωπος' που δεν κάνει τεμενάδες σε κανένα αλλά χτίζει και οικοδομεί τον Κομμουνισμό για το καλό των εκατομμυρίων εις βάρος των λίγων που έχασαν τη βολή τους και τώρα θέλουν να εκδικηθούν! Τους σιχάθηκα όλους, όλους και δεν φοβάμαι κανένα!"

            Οφείλω να ομολογήσω πως το ξέσπασμα αυτό με είχε ακινητοποιήσει στη θέση μου και δεν τολμούσα ούτε να ανασάνω! Ίσα που προλάβαινα να κρατώ σημειώσεις. Όμως, αφού ο ηγέτης της "Κόκκινης Αρκούδας", ήπιε λίγο νερό, κάθισε ξανά στη θέση του απέναντί μου και συνέχισε το λόγο του, πιο ήρεμος αυτή τη φορά.

            "Γράψε στις σημειώσεις σου έλληνα, πως αυτή η απέραντη χώρα, είκοσι χρόνια πριν ήταν μια έρημος, απ'άκρου σ'άκρου! Οι Τσάροι και οι αυλές τους δεν έδιναν δεκάρα για κανέναν. Μονάχα για τους χορούς τους, τους πολέμους τους και την υστεροφημία τους. Δούλοι πουλημένοι στους Γερμανούς αριστοκράτες και στην Αυλή της Αγγλίας. Γράψε στις σημειώσεις σου ότι οι άνθρωποι πέθαιναν κάθε μέρα απ'τη πείνα, ότι ο στρατός ήταν διαλυμένος, ότι η πορνεία και η διαφθορά ήταν η μόνη διέξοδος που υπήρχε στον κοσμάκη! Γράψε πως τα εκατομμύρια που σήκωσαν κεφάλι και πέταξαν τη Δυναστεία έξω από την ιστορία, είναι αυτοί που ακριβώς σήμερα αγαπούν τον Κόμπα, τον Στάλιν, γιατί το βιοτικό επίπεδο πενταπλασιάστηκε, ο στρατός νοικοκυρεύτηκε, η διαφθορά σταμάτησε, υπάρχει δουλειά για όλους, σπίτι, ψωμί και ζέστη το χειμώνα. Και γράψε και κάτι ακόμη. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να τα παρατήσουμε για όλους τους υποκριτές ηθικολόγους της Γης! Η επανάσταση θα προχωρήσει, θα δικαιωθεί, θα ολοκληρωθεί. Κάποτε, η ιστορία θα μας τοποθετήσει εκεί που πρέπει γιατί κάποτε, οι λαοί όλου του κόσμου που κοιμούνται ακόμη από τα ναρκωτικά των θρησκειών και της φαυλοκρατίας, θα ξυπνήσουν και θα θελήσουν να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους!"

            Ο Στάλιν είχε τελειώσει. Ήταν ιδρωμένος όπως κι εγώ που πάσχιζα να μην χάσω τίποτε απ'όσα μου είχε πει και να το σημειώσω. Ήξερα πως και η συνέντευξη είχε ολοκληρωθεί. Ήδη, ο Μπέρια στεκόταν όρθιος δίπλα μου συνοδευόμενος από δυο ένοπλους φρουρούς και ευγενικά μου ζήτησε να σηκωθώ.
            Ο Στάλιν είχε απομακρυνθεί και κάπνιζε την πίπα του λίγα μέτρα πιο κει. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ καν τον τρόπο που θα τον αποχαιρετούσα αλλά πριν αποχωρήσω με την συνοδεία μου, κάτι σκέφτηκε εκείνος και άκουσα τη φωνή του.
            "Η χώρα σου γέννησε έναν μεγάλο φιλόσοφο. Τον Σωκράτη. Κι έναν μεγάλο κατακτητή. Τον Αλέξανδρο. Ποιον από τους δυο προτιμάς εσύ έλληνα; "

            Η εκτός… προγράμματος ερώτηση ακινητοποίησε τον Μπέρια κι εμένα στη θέση μας. Ο Στάλιν δεν με κοιτούσε. Ήταν με γυρισμένη τη πλάτη του και ατένιζε τον όμορφο καθαρό ουρανό της Ρωσίας. Σκεφτόμουν πυρετικά. Η ερώτηση ήταν έξυπνη, με είχε αιφνιδιάσει.
            "Νομίζω πως προτιμώ τον… Πλάτωνα! ", του απάντησα.
            Ο Στάλιν ξέσπασε σε γέλια.
            "Έλληνες! Ο κομμουνισμός δεν θα ρίζωνε ποτέ σε σας!", είπε μονάχα και γελώντας κατέβηκε στον ανοιχτό χώρο του κήπου. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα μείναμε με τον Μπέρια ακίνητοι σε μια μυστική συνωμοσία αναρώτησης, με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα στα χείλη μας.

            Αυτά ήταν και τα στερνά λόγια του συντρόφου Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, ή Κόμπα, όπως τον έλεγαν οι παλιοί του σύντροφοι, ή Στάλιν όπως ήθελε να τον αποκαλούν όλοι.

            Στο τρένο του γυρισμού ξαναδιάβαζα τις σημειώσεις μου, προσπαθούσα να τις νοικοκυρέψω, να τις κάνω ένα πλήρες και δομημένο κείμενο. Στο μυαλό μου ήταν αποτυπωμένη η μορφή του δυναμικού Γεωργιανού, ο ρέοντας, ζωικός μαγνητισμός του, η επιβλητική φωνή του με τη βαριά προφορά. Και πριν κοιμηθώ στη κουκέτα μου δεν μπορούσα να μην έχω στ'αυτιά μου τα τελευταία του λόγια.

            Έλληνες! Ο κομμουνισμός δεν θα ρίζωνε ποτέ σε σας!

* * *